
Τα άτομα με ειδικές ανάγκες, όπως είναι γνωστό, αποτελούν ένα μεγάλο, αν και παραγνωρισμένο τμήμα του πληθυσμού. Είναι μια ανομοιογενής ομάδα που παρουσιάζει αποκλίσεις από το μέσο όρο στη νοημοσύνη, στις αισθητηριακές λειτουργίες (όραση, ακοή, κίνηση) κλπ.
Οι συγκριτικές μελέτες δείχνουν τις διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά και τονίζουν το ρόλο των ατομικών διαφορών. Ωστόσο, αν και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες διαφέρουν ως προς το βαθμό, αποτελούν κοινή συνισταμένη ως προς το είδος.
Συγκεκριμένα, τα ΑΜΕΑ υστερούν στη γνωστική και σχολική επίδοση, παρουσιάζουν διογκωμένες συναισθηματικές διαταραχές και προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής, μερικές φορές δυσκολίες στην αυτοεξυπηρέτηση και στην επιβίωση.
Ακόμη, δεν βρίσκουν εύκολα το κατάλληλο εργασιακό πλαίσιο ή παρατούν τις προσπάθειες εργασιακής απασχόλησης μόλις συναντήσουν κάποιο εμπόδιο. Αν δεν απασχοληθούν σε εργαστήρια προστατευμένης αγωγής, αρκούνται στα επιδοτούμενα προγράμματα του ΟΑΕΔ, ή μένουν στο σπίτι επιβαρύνοντας οικονομικά τους γονείς.
Δυσκολίες συναντούν και στη σύναψη κοινωνικών δεσμών και φιλικών σχέσεων. Οι ίδιοι αισθάνονται ότι δεν είναι «κανονικοί» ή «όμορφοι» και ο φόβος να προσεγγίσουν τον άλλο γιγαντώνεται. Η δύσκολη θέση τους χειροτερεύει από τα στερεότυπα και τις κοινωνικές προκαταλήψεις των άλλων απέναντι στο «διαφορετικό».
Οι γονείς ή οι συγγενείς των ατόμων με ειδικές ανάγκες έχουν κι αυτοί να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα και επιπλέον αυτά των παιδιών τους. Οι μειονεξίες των παιδιών τους ερμηνεύονται ως μειονεξίες των ίδιων. Έτσι τους κυριεύει ένα βαθύτατο αίσθημα ενοχής για πράξεις ή παραλείψεις του παρελθόντος και μια θλίψη για τις ανάγκες της καθημερινότητας που αποτελεί ένα Γολγοθά που δεν τελειώνει.
Η απώλεια της αυτοεκτίμησης του γονέα έχει αντανάκλαση στις σχέσεις των συζύγων. Ομηρικοί καυγάδες διεξάγονται μεταξύ των γονέων που δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα και δυσχεραίνουν την ψυχοσωματική ανάπτυξη του ατόμου με ειδικές ανάγκες.
Η συμπεριφορά των ΑΜΕΑ είναι συχνά ανορθολογιστική, εκνευριστική, ματαιωτική και προκαλεί στους γονείς συναισθήματα απόρριψης και εχθρότητας προς την πηγή τόσων βασάνων. Άλλοτε οι γονείς συνθλίβονται από τις ενοχές με αποτέλεσμα πότε να εκδηλώνουν μια υπερπροστατευτική στάση και πότε μια αδιαφορία.
Ορισμένοι γονείς σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να αρνηθούν την ιδιαιτερότητα του παιδιού τους. Υπό την πίεση του κοινωνικού περίγυρου, υιοθετούν την άποψη ότι «τίποτε δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα».
Η συνειδητοποίηση κι αποδοχή του προβλήματος γίνεται μια μακρά διαδικασία στο χρόνο με δυσκολίες και πισωγυρίσματα.
Η συμβουλευτική των γονέων αποτελεί έτσι μια ενδεδειγμένη λύση, είτε αυτή διεξάγεται ατομικά, είτε ομαδικά.
Οι γονείς που περιποιούνται τα παιδιά τους έχουν την ευκαιρία με αυτόν τον τρόπο να μοιραστούν τα συναισθήματά τους Μπορούν επίσης να κατανοήσουν τα προβλήματα των παιδιών τους σε ένα νέο γνωστικά πλαίσιο .Έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν τις πληροφορίες εκείνες που θα τους κατευθύνουν στις υπάρχουσες δυνατές κι εφικτές λύσεις βασιζόμενοι στα δυνατά σημεία των παιδιών τους και αναθέτοντας μικρές δραστηριότητες που μπορούν να καταφέρουν. Η δικτυωση με άλλους γονείς μπορεί να συμβάλλει στη μειωση του βάρους.
Η διαγνωστική εκτίμηση κι αξιολόγηση οφείλει να γίνει με βάση έγκυρα επιστημονικά εργαλεία και τεκμηριωμένες μεθόδους, όπως για παράδειγμα είναι η κλίμακα νοημοσύνης του Wechsler (Wisc-III) που χρησιμοποιούνται από καταρτισμένους ψυχολόγους.
Έτσι η ψυχολογική υποστήριξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των οικογενειών τους αποτελεί ένα υψηλό λειτούργημα από το οποίο απορρέουν ισχυροί δεοντολογικοί κανόνες. Ο ειδικός πρέπει να τους τιμά και να τους σέβεται για να μπορεί να λειτουργήσει με αυτοσεβασμό και υπευθυνότητα αλλά κι αγάπη στην υπηρεσία των ατόμων με ειδικές ανάγκες.