Το ταξίδι _ Γράφουν οι Αρμένη Παρασκευή, Γουλάπτση Μαρία, Χαλβατζής Άγγελος

    

17 μέρες στη θάλασσα. 17 μέρες από τότε που ξεκίνησα. Από τότε  που άφησα το σπίτι μου. 17 μέρες που η φύση δεν φαίνεται να είναι και πολύ γενναιόδωρη μαζί μας. Το αντίθετο μάλιστα. Ο άνεμος δέρνει αλύπητα τη βάρκα μας και ταράζει τα νερά κάνοντας τα να μοιάζουν με μαστίγια. Η θάλασσα κι αυτή φέρεται σαν άσπλαχνος εχθρός. Δε δέχεται καμιά ανακωχή μαζί μας, κανενός είδους συμφωνία. Λες και δε μας καταλαβαίνει! Τόσος καιρός που ξεκινήσαμε και ο προορισμός δεν έχει φανεί. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο και όλο και λιγοστεύουμε. Στην αρχή στριμωχνόμασταν 35 άτομα σε μια βάρκα για 20, αλλά τώρα που είμαστε 16 μπορώ άνετα να απλώνομαι λίγο τα βράδια για να ξεκουραστώ. Δε ξέρω όμως αν αυτό είναι καλό. Φοβάμαι μήπως και ‘γω δεν αντέξω. Μήπως και ‘γω καταλήξω ένα πτώμα στον πάτο της θάλασσας. Άλλοι εξαντλήθηκαν από τις ναυτίες, άλλοι λόγω των γηρατειών και άλλοι από το κρύο και την υγρασία. Εγώ βήχω λίγο, κατά τα άλλα όμως είμαι καλά.

Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα καταλήξω έτσι. Πριν από ένα μήνα έπαιζα στην αλάνα της γειτονιάς με τους φίλους και τα αδέλφια μου και η μάνα μου, όταν σουρούπωνε, μας φώναζε για βραδινό που πάντα περιλάμβανε τα ξακουστά ζεστά ψωμάκια για τα οποία μίλαγε όλο το χωριό. Οι γειτόνισσες είχαν σκάσει για να μάθουν τη συνταγή, όμως εκείνη δεν έλεγε κουβέντα. Ήταν οικογενειακό μυστικό. Μόνο σε εμένα το είχε πει για όταν νοικοκυρευτώ. Αν και ομολογώ ότι είμαι αγοροκόριτσο και κάπως ατίθαση, πάντα μου άρεσε να είμαι κοντά της και να τη βλέπω να μαγειρεύει. Σαν μας ‘βλεπε ο πατέρας, μας καμάρωνε. Ωραίες εποχές…

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ο πατέρας αμέσως κατατάχθηκε στον στρατό και επέμενε να φύγουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η μάνα, στην αρχή δε δεχόταν να αφήσει την πατρίδα. Επιθυμία της ήταν να αφήσει την τελευταία της πνοή στο πατρικό της. Δεν της έκανε καρδιά να μας αφήσει μόνους. Κατέληξε, τελικά, μόνο μαζί μου. Με τα αδέλφια μου, χαθήκαμε, καθώς μας χώριζαν στις βάρκες. Δεν τους ξαναείδα από τότε και δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να τους ξαναδώ…

Σήμερα, ο καιρός είναι ακόμα χειρότερος. Ο χειμώνας έχει μπει πια για τα καλά. Τις τελευταίες μέρες η κατάσταση της μάνας επιδεινωνόταν όλο και πιο πολύ. Το πρωί που πήγα να τη ξυπνήσω, δεν απαντούσε. Μπας και μου ‘χει θυμώσει;;; Αν και πολύ φοβάμαι ότι δε θα μου ξαναμιλήσει. Και όχι από θυμό. Αν έχει όντως πάθει κάτι, δε θα το αντέξω.

Αύριο λένε ότι φτάνουμε. Επιτέλους φτάνουμε στον προορισμό μας. Αυτό που με λυπεί όμως περισσότερο, είναι ότι η μάνα μου δεν άντεξε για λίγο… Λίγο πριν το τέλος. Πριν την ρίξουν στη θάλασσα, πήρα τα σκουλαρίκια της που της τα ΄χε κάνει δώρο η γιαγιά μου για τον γάμο της. Για να τη θυμάμαι.  Δε θα εκπληρωθεί ποτέ η επιθυμία της. Η μόνη σκέψη που μου δίνει ελπίδα είναι πως φτάνουμε στη Γη της Επαγγελίας, όπως λένε. Αυτό όμως που δεν ήξεραν όταν το έλεγαν αυτό είναι ότι τα πράγματα εκεί θα ήταν ακόμα χειρότερα…