Εργατικά ατυχήματα στην Ελλάδα

ατυχ

Εργατικά ατυχήματα στην Ελλάδα

 

Εργατικό ατύχημα είναι εκείνο που συμβαίνει στον εργαζόμενο κατά την διάρκεια της εργασίας ή με αφορμή την εργασία και το οποίο οφείλεται σε απότομο γεγονός, βίαιο γεγονός, εφ” όσον αυτό προκάλεσε στον εργαζόμενο ανικανότητα να εργασθεί πάνω από 4 ημέρες ή και απώλεια ζωής ακόμα. Βίαιο γεγονός, σημαινει,να υπάρχει έκτακτη και αιφνίδια επίδραση εξωτερικού παράγοντα, που δεν έχει σχέση με την οργανική κατάσταση του εργαζόμενου. Η επίδραση αυτή μπορεί να έχει σαν αιτία την επιβάρυνση των όρων εργασίας κάτω από απρόβλεπτες και έκτακτες συνθήκες Συνεπώς προϋπάρχουσα ασθένεια, η οποία εκδηλώνεται ή επιδεινώνεται κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από κανονικές συνθήκες δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα. Αν όμως η ασθένεια προήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από εξαιρετικές και ασυνήθιστες συνθήκες χαρακτηρίζεται ως εργατικό ατύχημα.

Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι υπέρμετρη προσπάθεια του εργαζόμενου που προκάλεσε θάνατο ή ανικανότητα για εργασία είναι εργατικό ατύχημα.

Έτσι, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, που προκλήθηκε από ασυνήθιστους όρους εργασίας και δυσμενείς συνθήκες κρίθηκε από τα Δικαστήρια ότι αποτελεί εργατικό ατύχημα.

Εργατικό ατύχημα έχει κριθεί επίσης οτιδήποτε αποτελεί επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, που προκλήθηκε από υπέρμετρη προσπάθεια που κατέβαλε ο εργαζόμενος κατά την εκτέλεση της εργασίας του κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.

Ακόμα σαν εργατικό ατύχημα έχει χαρακτηριστεί εκείνο που συνέβη εξαιτίας ανάθεσης βαρείας εργασίας σε μη αποθεραπευθέντα εργαζόμενο.

Οι σχετικές με τα εργατικά ατυχήματα διατάξεις καλύπτουν τρεις περιπτώσεις ατυχημάτων:

Κατά την εκτέλεση της εργασίας

Εκείνα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας σαν άμεση συνέπεια αυτής (τραυματισμός του εργαζομένου από μηχάνημα, πτώση κατά την εκτέλεση της εργασίας κλπ).

Με αφορμή την εργασία

Εκείνα που συμβαίνουν με αφορμή την εργασία, δηλαδή εκτός του τόπου και του χρόνου εργασίας, με την προϋπόθεση να έχουν έστω και έμμεση σχέση με την εργασία. Έχει κριθεί από τα Δικαστήρια ότι αποτελούν εργατικά ατυχήματα και εκείνα που συμβαίνουν κατά την μετάβαση στην εργασία, ή κατά την ενέργεια μιας πράξης προς το συμφέρον του εργοδότη, ακόμα και χωρίς την εντολή του, ή κατά την διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής στον τόπο της εργασίας κατά την προσέλευση ή αναχώρηση και για χρονικό διάστημα μιας ώρας αντίστοιχα.

Από επαγγελματική ασθένεια

Εκείνα που οφείλονται σε επαγγελματική ασθένεια. Επαγγελματικές ασθένειες είναι αυτές που οφείλονται στις επιδράσεις των συνθηκών εργασίας, όπως αναλυτικά αναφέρονται στον Κανονισμό Ασθένειας του ΙΚΑ. Ευρύτερα, όμως, και κάθε επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας που συνέβη λόγω εξακολούθησης της αυτής εργασίας αποτελεί επίσης εργατικό ατύχημα.

 Πηγές δεδομένων

Τα δεδομένα για την επίπτωση των εργατικών ατυχημάτων στην Ελλάδα προέρχονται από τις τακτικές καταγραφές, που τηρούν οι οργανισμοί στους οποίους δηλώνονται τα ατυχήματα υποχρεωτικά σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο. Ειδικότερα, εργατικά ατυχήματα που συμβαίνουν σε ασφαλισμένους του ΙΚΑ δηλώνονται στο ΙΚΑ, το οποίο διαθέτει στατιστικά στοιχεία από το 1938. Αντίστοιχη δήλωση δεν εφαρμόζεται στους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς. Έτσι οι κύριοι φορείς ασφάλισης που περιλαμβάνουν εργαζομένους στο δημόσιο, σε τράπεζες, ΔΕΚΟ κ.α. δεν διαθέτουν αντίστοιχες καταγραφές. Για τα ατυχήματα σε αγροτικές δραστηριότητες δεν υπάρχουν σχετικές καταγραφές. Τα ατυχήματα σε ναυτικούς δηλώνονται υποχρεωτικά στις λιμενικές αρχές, οπότε σχετικές καταγραφές διαθέτει το Υπουργείο Ναυτιλίας. Τα ατυχήματα σε λατομία, μεταλλεία δηλώνονται στον αντίστοιχο αδειοδοτoύντα φορέα.

Μία άλλη πηγή καταγραφής των ατυχημάτων είναι το Υπουργείο Εργασίας, παλαιότερα μέσω των περιφερειακών υπηρεσιών Επιθεώρησης Εργασίας και από το 2000 με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), στο οποίο σύμφωνα με τη νομοθεσία δηλώνονται όλα τα ατυχήματα ανεξαρτήτως κλάδου απασχόλησης και ασφάλισης.

 Αξιοπιστία δεδομένων

Στα ατυχήματα που καταγράφονται στο ΙΚΑ περιλαμβάνονται και τα ατυχήματα που συμβαίνουν κατά τη μεταφορά από και προς την εργασία στο σπίτι, που τυγχάνουν της ίδιας ασφαλιστικής αντιμετώπισης με τα αμιγώς εργατικά ατυχήματα. Η υπολογιζόμενη έτσι επίπτωση υπερεκτιμά τον επαγγελματικό κίνδυνο.

Τα ατυχήματα που αφορούν σε ανασφαλίστους εργαζόμενους δεν δηλώνονται προφανώς, με εξαίρεση τα πολύ σοβαρά ή θανατηφόρα ατυχήματα, όπου η δήλωση αποβαίνει αναγκαία μετά την εμπλοκή των αστυνομικών και δικαστικών αρχών. Εξάλλου, σε περιόδους αυξημένης ανασφάλιστης εργασίας, όπως σε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, ο πληθυσμός των ανασφάλιστων δεν λογίζεται στο σύνολο εκτεθιμένου σε κίνδυνο πληθυσμού, δηλαδή δεν συνυπολογίζεται στον παρανομαστή του λόγου υπολογισμού της επίπτωσης.

Η ευνοϊκή ασφαλιστική αντιμετώπιση των θυμάτων εργατικού ατυχήματος, για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω, συμβάλλει στη δήλωση ατυχημάτων που προκάλεσαν μικρή σωματική βλάβη, για την οποία ο εργαζόμενος θα μπορούσε να μη λάβει αναρρωτική άδεια, δηλαδή να μην απουσιάσει έστω και για μια ημέρα. Αντίθετα, κάποιοι εργοδότες αποκρύπτουν ατυχήματα, σε συνεννόηση με τον εργαζόμενο, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την αποζημίωσή του, προκειμένου να μην υποστούν τον συνήθως επακόλουθο έλεγχο της Επιθεώρησης Εργασίας ή ποινικές εμπλοκές.

Τα καταγραφόμενα στο ΣΕΠΕ ατυχήματα υπολείπονται περίπου 60% των καταγραφών του ΙΚΑ. Αυτό φαίνεται παράδοξο αφού στο ΣΕΠΕ δηλώνονται όλα τα ατυχήματα ανεξάρτητα ασφαλιστικού φορέα. Η εξήγηση είναι ότι στην καταγραφή του ΙΚΑ περιλαμβάνονται και τα ατυχήματα κατά τη μεταφορά από και προς το σπίτι, ενώ στο ΣΕΠΕ δεν δηλώνονται ελαφρά εργατικά ατυχήματα, των οποίων η απόκρυψη είναι ευχερής. Δεν υπάρχει δηλαδή διασταυρούμενος έλεγχος για την τήρηση της υποχρέωσης κοινής δήλωσης προς ΙΚΑ και ΣΕΠΕ.

Τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα καταγράφονται τόσο στο ΙΚΑ όσο και στο ΣΕΠΕ. Μάλιστα ως εργατικά δηλώνονται σοβαρά ή και θανατηφόρα συμβάντα, που συμβαίνουν κατά την εργασία, αλλά οφείλονται σε εξωγενείς εγκληματικές ενέργειες όπως ληστεία, εμπρησμός, τρομοκρατική δράση κλπ.

Με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν είναι εφικτή η μελέτη της επίπτωσης των ατυχημάτων για το σύνολο των απασχολουμένων στην Ελλάδα. Ενώ η υπολογιζόμενη επίπτωση μπορεί να αποκλίνει της πραγματικής, ακόμη και για το σύνολο των ασφαλισμένων με βάση την οποία αυτή υπολογίστηκε. Ωστόσο τα υπάρχοντα δεδομένα επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη διαχρονική μεταβολή της επίπτωσης ατυχημάτων, τις διαφορές μεταξύ κλάδων απασχόλησης και το κόστος για την Εθνική Οικονομία.

 

Συμπεράσματα από την ανάλυση των δεδομένων

Ο απόλυτος αριθμός εργατικών ατυχημάτων και η υπολογιζόμενη επίπτωσή τους, δηλαδή η αναγωγή τους στο σύνολο των ασφαλισμένων παρουσιάζει συνεχή αύξηση μέχρι τα έτη 1964-65, οπότε κορυφώνεται. Η μεταπολεμική ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας και του κλάδου των κατασκευών ερμηνεύει την τάση αυτή. Από το 1972 ακολουθεί μια πτωτική τάση η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Από το 1997 μέχρι το 2007 (τελευταίο έτος για το οποίο το ΙΚΑ επεξεργάστηκε δεδομένα), η επίπτωση των ατυχημάτων ανά 100 εργαζομένους μειώνεται από 3,81 σε 0,56. Η ετήσια μεταβολή του απόλυτου αριθμού ατυχημάτων είναι 5,6% κατά μέσο όρο. Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί η επιμέρους συμβολή στη μείωση αυτή της προοδευτικής αποβιομηχανοποίησης, της αύξησης του τριτογενούς τομέα, της εφαρμογής νέας ασφαλέστερης τεχνολογίας, της βελτίωσης της νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία, την προοδευτική υιοθέτηση κουλτούρας ασφάλειας από τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Η επίπτωση σε επιμέρους κλάδους δραστηριότητας υψηλής επικινδυνότητας, όπως οι κατασκευές και η μεταποίηση, δείχνει επίσης πτωτική πορεία, λιγότερη βέβαια από την πτωτική τάση της ολικής επίπτωσης. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει την πραγματική διαχρονική μείωση της επικινδυνότητας στους κλάδους αυτούς.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ΣΕΠΕ καταγράφει αύξηση των ατυχημάτων κατά 57% μεταξύ 2000-2004 σε όλη την Ελλάδα και διπλασιασμό στην Αττική. Όπως είπαμε στο ΣΕΠΕ καταγράφονται τα σοβαρά ατυχήματα. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του ΣΕΠΕ, η αύξηση αυτή αποδίδεται στην έντονη κατασκευαστική δραστηριότητα εν όψει Ολυμπιακών αγώνων και στη συνακόλουθη της τότε οικονομικής ανάπτυξης έντονης οικοδομικής δραστηριότητας. Το ΙΚΑ στο ίδιο διάστημα συνεχίζει να καταγράφει μείωση των ατυχημάτων, ακόμη και στην Αττική. Ενδέχεται, η αύξηση των καταγραφών στο ΣΕΠΕ να σχετίζεται με την ανάπτυξη των υποδομών του σχετικά νεοσύστατου αυτού σώματος σε όλη την Ελλάδα την περίοδο αυτή και άρα την καλύτερη αποτύπωση των στοιχείων από χρόνο σε χρόνο.

Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τον απόλυτο αριθμό των θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων που κατεγράφησαν στο ΙΚΑ και στο ΣΕΠΕ. Τα στοιχεία του ΙΚΑ είναι μέχρι το 2007 και ο συνολικός αριθμός θανόντων υπολογίστηκε αναλογικά, με βάση τον αριθμό των θανάτων που μετρήθηκαν στο επεξεργασμένο αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνόλου των ατυχημάτων.

Παρατηρείται ότι τα θανατηφόρα ατυχήματα είναι λιγότερα σύμφωνα με τις στατιστικές του ΙΚΑ, συγκριτικά με το ΣΕΠΕ, αφού στο τελευταίο δηλώνονται ατυχήματα και άλλων ασφαλισμένων. Η οικονομική ύφεση και η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την πτώση των θανατηφόρων κάτω των 100 ετησίως μετά το 2009.

Η διαχρονική ανάλυση των ατυχημάτων δείχνει μια διαχρονική μείωση του συνόλου των ημεραργιών λόγω εργατικού ατυχήματος. Η υπολογιζόμενη ωστόσο μέση διάρκεια απουσίας για κάθε ατύχημα δεν μειώνεται, αντίθετα παρουσιάζει αύξηση από το 1985 με τάση σταθεροποίησης ακολούθως. Σύμφωνα με τις καταγραφές του ΙΚΑ, οι δαπάνες του οργανισμού για τα εργατικά ατυχήματα παρουσιάζουν συνεχή αύξηση, παρά τη μείωση των ημεραργιών. Οι σχετικές δαπάνες, ύψους 60 εκατομμυρίων ευρώ (2007), αφορούν σε συντάξεις αναπηρίας και σε ημέρες επιδότησης και δεν περιλαμβάνουν τις δαπάνες περίθαλψης, ούτε τις συντάξεις θανάτου σε θύματα εργατικού ατυχήματος. Το συνολικό κόστος των ατυχημάτων για την Εθνική Οικονομία είναι πολλαπλάσιο αν συνυπολογιστούν όλοι οι κλάδοι ασφαλισμένων και οι συνέπειες για την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Προκύπτει η ανάγκη πληρέστερης καταγραφής των εργατικών ατυχημάτων και ο σχεδιασμός πολιτικών πρόληψης για περαιτέρω μείωση της επίπτωσης και εξοικονόμηση πόρων.

Εμμανουήλ Βελονάκης, Καθηγητής Πρόληψης, Τμήμα Νοσηλευτικής

Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

Σχολιάστε

Top