ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΑΠΟ: ΒΕΡΟΓΚΟΥ ΜΑΡΙΑ - Απρ• 07•13
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΥΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

Ένας  τρόπος για να καλύπτουν οι Αρχαίοι Αθηναίοι το κεφάλι τους από την σκόνη και τον ήλιο ήταν το ιμάτιο που φορούσαν και το τράβαγαν έτσι ώστε να καλύπτουν το πρόσωπό τους. Ακόμα όταν πήγαιναν ταξίδι είχαν εναλλακτικούς τρόπους για να προστατεύονται από τον ήλιο όπως το να φοράνε ένα τσόχινο, πλατύγυρο καπέλο που είχε ημισφαιρικό σχήμα και ονομαζόταν πέτασο. Επιπλέον ανάλογα με το επάγγελμα του καθενός υπήρχε και ξεχωριστό ένδυμα που έκανε την δουλειά πιο εύκολη για τον εργάτη. Για παράδειγμα οι τεχνίτες φορούσαν ένα κωνικό κάλυμμα χωρίς γείσο ενώ οι ναυτικοί, τα αγόρια και οι απλοί εργάτες φορούσαν την καυσία. Τέλος υπήρχε η θολία που ήταν επίπεδο στρογγυλό καπέλο με μικρό, κεντρικό, κωνικό σχήμα και η μίτρα που είναι ένα υφασμάτινο σκουφί που σκεπάζει τα μαλλιά ή αφήνει ελεύθερο ένα μέρος του κότσου.

ΠΕΠΛΟΣ

Ο πέπλος ήταν ένα μάλλινο ένδυμα που φορούσαν οι γυναίκες και αποτελούσαν από ένα ορθογώνιο ύφασμα που δεν χρειαζόταν να ραφτεί. Συνήθως αυτό το ύφασμα το δίπλωναν στο ένα τρίτο του ύψους του μία φορά προς τα έξω με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένας υφασμάτινος όγκος που ονομάζεται απότυγμα και πέφτει προς τα έξω στην πλάτη και το στήθος. Το ύφασμα έχει και μία κλειστή πλευρά όπου βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του σώματος. Την επάνω παρυφή του υφάσματος την καρφιτσώνανε με πόρπες και περόνες, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα άνοιγμα στο λαιμό και στο δεξιό βραχίονα. Ακόμα είχε δύο παρυφές κάτω και τέσσερις επάνω στο ύψος του αποπτύγματος με αποτέλεσμα να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως κάλυμμα για το κεφάλι. Τέλος ο πέπλος μπορούσε να φορεθεί πάνω από τον χιτώνα.

ΙΜΑΤΙΟ

Το Ιμάτιο ήταν ένα ένδυμα που το φορούσαν την αρχαϊκή εποχή και ονομαζόταν λοξό ιμάτιο από το 700 π.χ. και επιπλέον είχε γίνει γνωστό επειδή το φορούσαν οι αρχαϊκές κόρες της Ακρόπολης. Ακόμα το ιμάτιο είναι ένα μακρύ ένδυμα που το πέρναγαν κάτω από την αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και τέλος το κούμπωναν πάνω από το δεξιό βραχίονα. Μπορούσε να στερεωθεί συμμετρικά και έπεφτε ελεύθερο στην πλάτη με τις δύο άκρες του ιματίου να περνάνε πάνω από τους ώμους προς τα εμπρός ή να κρέμεται προς τα κάτω ή να το τυλίγουν γύρω από τους γοφούς ή μπορεί να καλύπτει τους γοφούς και η μία άκρη του να περνά πάνω από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα μπροστά. Επίσης το ιμάτιο μπορούσαν να το φορέσουν άνδρες και γυναίκες.

ΧΙΤΩΝΑΣ

Ο Χιτώνας ήταν ένα ένδυμα που φοριόταν από άνδρες και από γυναίκες και το ύφασμα του ήταν λινό. Ακόμα σε αυτό το ύφασμα το αρχικό του σχήμα ήταν σωληνοειδές αλλά χωρίς απόπτυγμα. Τα σημεία που έραβαν στο ύφασμα ήταν οι μακριές πλευρές και οι ώμοι και με τον τρόπο που τα έραβαν σχηματίζονταν μανίκια που ονομάζονταν χειρίδες, οι οποίες ήταν κοντές και έφερναν κομβία. Ο Χιτώνας που είχε μανίκια ονομάζονταν χειριδωτός. Υπήρχαν δύο είδη αρχαίου χιτώνα: ο φαρδύς που ήταν ραμμένος στην επάνω παρυφή και άφηνε ανοίγματα για το κεφάλι και τους βραχίονες ή ήταν κλεισμένος με μία σειρά από μικρά κουμπιά. Το άλλο είδος χιτώνα ήταν στενό, εντελώς κλειστό στην επάνω πλευρά και αποτελούσε εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι ενώ τα ανοίγματα για τους βραχίονες ήταν στο επάνω μέρος των πλαϊνών πλευρών. Εκείνη την εποχή αν τραβούσες το ύφασμα του φαρδύ χιτώνα στο ύψος  της μασχάλης προς τα επάνω, δημιουργούνταν ανάλογα με το φάρδος του υφάσματος μεγάλα ή μικρά ανοίγματα που μοιάζουν με χειρίδες τα οποία στην επάνω πλευρά τους είχαν ραφή ή σειρά κουμπιών. Τέλος στον στενό χιτώνα οι χειρίδες ράβονταν ξεχωριστά. Οι αρχαίοι φορούσαν το πέπλο και τον χιτώνα με ζώνη στην μέση. Η συνήθεια των γυναικών ήταν να μαζεύουν το ύφασμα πίσω με αποτέλεσμα να πέφτει πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας έναν κόλπο. Αντίθετα οι άντρες στον κοντό χιτώνα ένα τμήμα του υφάσματος το περνούσαν κάτω από τον καβάλο από πίσω προς τα εμπρός και έπειτα τον στερέωναν στη ζώνη ώστε να σχηματιστεί κάτι που μοιάζει με σορτς. Τον χιτώνα που δεν τον έδεναν με ζώνη τον ονόμαζαν ορθοστάδιο, ενώ αυτός που έφτανε μέχρι τα πέλματα ονομάζονταν ποδήρης. Στην αρχή τον χιτώνα τον φορούσαν μόνο άντρες ενώ στην συνέχεια τον φορούσαν οι ηλικιωμένοι και οι ιερείς ακόμα και στις γιορτές. Στην καθημερινή ζωή φορούσαν κοντό χιτώνα επειδή τους πρόσφερε ελευθερία κινήσεων ιδίως στους οπλίτες και στους κυνηγούς. Ο χιτώνας ήταν ετερομάσχαλος ή εξωμίς με ακάλυπτο τον ένα ώμο και ήταν ένα ένδυμα που το φορούσαν συνήθως οι χειρωνάκτες.

ΧΛΑΜΥΔΑ

 

Η χλαμύδα ήταν ένα ένδυμα που το φορούσαν μόνο οι άντρες. Το ύφασμα της χλαμύδας το δίπλωναν μία φορά κάθετα και το στερέωναν στον δεξιό ώμο με πόρπη ή περόνη έτσι ώστε να καλύπτει τον αριστερό βραχίονα από την κλειστή πλευρά του υφάσματος, έχοντας τον δεξιό βραχίονα τελείως ακάλυπτο. Την χλαμύδα την φορούσαν κυρίως οι έφηβοι, οι ταξιδιώτες και οι στρατιώτες. Στην Αθήνα ο Σόλων επέτρεπε σε όλες τις νύφες να έχουν μέχρι τρία ενδύματα στην προίκα τους, ενώ για τους ιερείς υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί σε σχέση με την ενδυμασία τους. Ορισμένες φορές η ελληνική ενδυμασία δεχόταν επιδράσεις από κάποιους ανθρώπους που τα ενδύματα που φορούσαν είχαν μία βάρβαρη μορφή για παράδειγμα με τον κάνδυ που απεικονίζεται στον 5ο αιώνα στην Αθήνα ένα μακρύ πανωφόρι με μακριές χειρίδες. Οι μέτοικοι που κατοικούσαν στα Παναθήναια φορούσαν συνήθως ενδύματα σε πορφυρά χρώματα ενώ οι Αθηναίοι φορούσαν ενδύματα σε αποχρώσεις του λευκού. Την εποχή εκείνη οι Αθηναίοι ιερείς οι ιέρειες τις περισσότερες φορές ντύνονταν με άζωστο χιτώνα και κάποιες φορές φορούσαν πάνω από τον χιτώνα επενδύτη με πλούσια διακόσμηση, ρούχα λευκά, σπάνια πορφυρά. Στην Ολυμπία οι Ελλανοδίκες ακόμα φορούσαν ρούχα σε αποχρώσεις πορφυρών χρωμάτων ενώ στα Νέμεα φορούσαν σκούρα. Συνήθως στις κηδείες ντύνονταν με μαύρα ή σκουρόχρωμα ενδύματα ενώ στο Άργος με λευκά. Στην καθημερινή τους ζωή οι Αθηναίοι φορούσαν πιο απλά ενδύματα, πράγμα που επηρεαζόταν και από το επάγγελμα του καθενός. Οι Αθηναίοι χειρωνάκτες που ζούσαν στην ύπαιθρο και οι δούλοι της Αθήνας ντύνονταν με την εξωμίδα. Οι αγρότες φορούσαν ένα ένδυμα την κατωνάκη που ήταν κατασκευασμένο από χοντρό μαλλί με παρυφή που την έπαιρναν από το μαλλί των προβάτων ενώ οι αλιείς φορούσαν τον φορμό που τον έφτιαχναν από πλεκτή ψάθα και τέλος οι βοσκοί ντύνονταν με την διφθέρα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιστοσελίδες :

http://www.tmth.edu.gr/aet/thematic_areas/p134.html

  1. 1.    Blanck H., Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
  2. 2.    Pekridou Gorecki A., Mode in der Antike, 1989.

 

                     ΜΑΡΙΑ ΚΙΑΣΣΟΥ  Α1

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ Α1

Σχολιάστε

Top