Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι αγαπούσαν ιδιαίτερα τη ζωγραφική. Οι παραστάσεις σε καμβά θεωρούνταν ανώτερες από τις τοιχογραφίες, οι οποίες είχαν διακοσμητικό χαρακτήρα. Ωστόσο, ούτε ένας πίνακας σε καμβά, όπως εκείνοι που περιγράφονται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στην εγκυκλοπαιδική Φυσική Ιστορία του (1ος αι. μ.Χ), δεν έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας. Κατά συνέπεια, σε ό, τι αφορά την κατανόηση της ρωμαϊκής ζωγραφικής, οι πληροφορίες μας είναι ελλιπείς.
Η ρωμαϊκή ζωγραφική έχει επηρεαστεί από την ετρουσκική και την ελληνιστική ζωγραφική. Χρονικά εκτείνεται από το 2ο π.Χ. ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα και προσφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη και καθιέρωση εκφραστικών τρόπων και μεθόδων σ’ όλες τις τέχνες.
Τα βασικά θεματικά είδη της ρωμαϊκής ζωγραφικής είναι μυθολογικά, θρησκευτικά, φυσικά θέματα κυρίως η νεκρή φύση. Όμως τους Ρωμαίους τους αρέσει επίσης, το γυμνό και η προσωπογραφία. Το πορτρέτο, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη στη ρωμαϊκή τέχνη μια και το είδος μπορούσε μέσ’ από τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά, το ρεαλισμό και την έκφραση του ψυχισμού να προβάλει τη φυσιογνωμία του πραγματιστή Ρωμαίου που είχε αναπτυγμένη τη συνείδηση της προσωπικότητας του ατόμου, το αίσθημα της σιγουριάς, της υπεροχής, ιδιότητες που αντλούσε από την παντοδυναμία της αυτοκρατορίας. Μια αξιοσημείωτη επιβίωση αυτού του είδους της προσωπογραφίας αντιπροσωπεύεται από τα νεκρικά πορτραίτα του Fayum από την Αίγυπτο, εικόνες ζωγραφισμένες σε ξύλο, οι οποίες στη συνέχεια τοποθετούνταν επάνω από τα πρόσωπα των ταριχευμένων «αντικειμένων» τους. Διατηρημένα ανέπαφα από τις συνθήκες της ερήμου, μερικά από τα πιο σημαντικά παραδείγματα τέτοιων πορτρέτων, που προέρχονται από ευρωπαϊκές συλλογές Τα πορτρέτα Fayum εικονογραφούνταν στην Αίγυπτο για ένα διάστημα τεσσάρων αιώνων, και είχαν διαρκώς ως «αντικείμενα» διάφορα μέλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ελίτ (συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών, των εφοπλιστών και των ανώτερων αξιωματικών του στρατού), όπως αποδεικνύεται από τα ενδύματα, την κόσμηση και τις κομμώσεις τους – όλα σύμφωνα με την μόδα της άρχουσας οικογένειας και των υψηλότερων κλιμακίων της ρωμαϊκής κοινωνίας.
Θέματα με θρησκευτικό και μυθολογικό βρίσκουμε στην Πομπηία όπως – μια θρησκευτική σκηνή και μια νεκρή φύση που περιλαμβάνει ένα καλάθι με φρούτα και έναν ζωντανό πετεινό – όπου ένα σύστημα από ξύλινες πόρτες αναδιπλώνεται ψευδαισθητικά για να αποκαλύψει τις εικόνες. Επίσης, εδώ υπάρχουν μερικά κλασικά παραδείγματα μυθολογικών σκηνών – επεισόδια της Οδύσσειας του Ομήρου – από τη Ρώμη και την Πομπηία, τα οποία εμφανίζουν επιδέξιο χειρισμό του τοπίου και της ζωγραφικής εικόνας. Ειδικότερα, οι καλλιτέχνες έχουν συμπεριλάβει σκιές των αντικειμένων και των δέντρων, ένα χαρακτηριστικό πιο κοινό από ό,τι συνήθως πιστεύεται.
Το τοπίο ήταν μια σταθερή παρουσία στη ρωμαϊκή ζωγραφική. Ο Βιτρούβιος παραθέτει ως τυπικά στοιχεία: «λιμάνια, ακρωτήρια, θαλάσσιες ακτές, ποταμούς, σιντριβάνια, στενά, ελαιώνες, βουνά, βοοειδή και βοσκούς…». Ο Πλίνιος απέδωσε την εφεύρεση αυτού του ύφους της ζωγραφικής στον Studius (ή Ludius), Λούδιος αν και εκείνος αντί να εφεύρει, φαίνεται να είχε φέρει το είδος σε μία νέα τελειότητα. Αυτός ο καλλιτέχνης θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν υπεύθυνος για τα θαυμάσια τοπία που βρέθηκαν στη Villa della Farnesina στις όχθες του Τίβερη.
Ζωγραφισμένα εναλλάξ σε απλό άσπρο και μαύρο φόντο, πλαισιωμένα από αρχιτεκτονικά μοτίβα αποδοσμένα εξαιρετικά λεπτά στην τεχνοτροπία της ψευδαίσθησης (trompe l’oeil), τα τοπία, τα κτίρια, και οι εικόνες ανθρώπων και ζώων είναι όλα σκιαγραφημένα με επιτήδειες ιμπρεσιονιστικές πινελιές σε παστέλ χρώματα, δημιουργώντας ένα σχεδόν ονειρικό αποτέλεσμα.
Ήρεμα τοπία αντικατόπτριζαν την ειρήνη και την ευημερία που επιβλήθηκε από τον αυτοκράτορα Αύγουστο και τους διαδόχους του, μετά από δεκαετίες εμφυλίων συγκρούσεων στον πρώιμο πρώτο αιώνα π.Χ. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίζει η δημοτικότητα των θεμάτων νεκρής φύσης με άφθονα φρούτα, ψάρια και πουλερικά, ένα άλλο ελληνικό είδος που είχε τις ρίζες του στα «ξένια», την ποικιλία από φρούτα που παρουσιαζόταν από ευγένεια στους επισκέπτες κατά την υποδοχή.
Ακόμη πιο «εξωστρεφείς» ήταν οι τοιχογραφίες του Διονύσου, που συχνά διακοσμούσαν τραπεζαρίες, και οι οποίες απέδιδαν φόρο τιμής στα τρόφιμα, το κρασί και τον ευχάριστο ηδονιστικό κόσμο του μύθου.
Γενικά η ζωγραφική χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων των πλούσιων ρωμαϊκών επαύλεων και οι γνώσεις μας για αυτήν προέρχονται από τις τοιχογραφίες των σπιτιών της Πομπηίας και των άλλων πόλεων που καταπλακώθηκαν από τη λάβα του Βεζούβιου. Τα θέματα περιλαμβάνουν σκηνές εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία, από την καθημερινή ζωή, τελετές μύησης κ.α. Πρότυπο πάλι για τους Ρωμαίος καλλιτέχνες είναι η ελληνική μεγάλη ζωγραφική, που μόλις τώρα οι ανασκαφές φέρνουν στο φως (Βεργίνα)
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 1ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 14ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
ΜΟΥΤΑΦΗ ΑΘΗΝΑ Α2