Ο βωμός της Αφροδίτης Ουρανίας, του καλύτερα διατηρημένου μνημείου της βόρειας πλευράς της Αγοράς, ανασκάφηκε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1981 και το 1982.
Στην αρχική της θέση βρέθηκε η βάση του μνημείου καθώς το νότιο μισό τμήμα του βωμού. Η βάση ήταν προσανατολισμένη σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα, προκειμένου ο ιερέας να κοιτά κατευθείαν στα ανατολικά. Είχε διαστάσεις 5.08 Χ 2.40 μ. και ήταν κατασκευασμένη από σκληρό κοκκινωπό ασβεστόλιθο. Μια σειρά από σκληρές πλάκες από ασβεστόλιθο δημιουργούν κρηπίδα ύψους 0.27 μ., όπου πατά η βάση. Ο πυρήνας του βωμού αποτελείται από μαλακές λιθόπλινθους από κιτρινωπό ασβεστόλιθο, τοποθετημένες σε απόσταση περίπου 0, 22 μ. μεταξύ τους. Ο πυρήνας ήταν επενδυμένος από ορθοστάτες από λευκό κυκλαδικό μάρμαρο, εκ των οποίων σώζονται στη θέση τους τρείς. Στη βάση τους, οι ορθοστάτες φέρουν κυμάτιο. Το συνολικό μήκος του βωμού ήταν 4.42 μ., ενώ το πλάτος ήταν 1.585 μ. στο νότιο άκρο που σώζεται (συμπεριλαμβανόμενου και του ανάγλυφου κυματίου). Στην παρακείμενη περιοχή (κάτω από σύγχρονο κτήριο, σε απόσταση 26 μ. από το βωμό) βρέθηκαν δύο κρατευτές (τμήματα της αετωματικής επίστεψης του βωμού) διακοσμημένοι με ακρωτήρια αποτελούμενα από ανθέμια, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν στο βωμό. Στο ένα από τα ανθέμια σώζονταν, την περίοδο της ανακάλυψής του, ίχνη χρώματος στα πέταλα και στους μίσχους των ελίκων (Α 3774α: το ύψος του είναι 0.717 μ., το πλάτος 0.80 μ., και η διάμετρος 0.;8 μ. Το ύψος του ακρωτηρίου είναι 0.362 μ. Α 3774β: ύψος 0.723 μ., πλάτος 0.42 μ., διάμετρος 0.20 μ. και ύψος του ακρωτηρίου 0.361μ.). Επειδή στον ένα από τους δύο κρατευτές σώζονται στο άκρο ίχνη αναθύρωσης, εικάζεται ότι το ακρωτήριο απαρτίζονταν συνολικά από τρεις πλάκες. Η βάση του, με βάση την υποτιθέμενη ανασύνθεση, θα αντιστοιχούσε ακριβώς με το πλάτος της μιας στενής πλευράς του βωμού. Επίσης, αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητα μεταξύ ορθοστατών και κρατευτών, τόσο στην ποιότητα της εργασίας, που είναι πολύ υψηλή, όσο και στη χρήση κυκλαδικού μαρμάρου.
Η χρονολόγηση του μνημείου συνάγεται από την κεραμική που βρέθηκε στο εσωτερικό του βωμού, και τοποθετείται γύρω στο 500 Π.Χ., αλλά και στη χρήση νησιωτικού μάρμαρου, η οποία προηγείται της ευρείας χρήσης του πεντελικού που δεν άρχισε πριν το 490 Π.Χ. Επομένως, μια χρονολόγηση της δημιουργίας του βωμού στο διάστημα μεταξύ 500-490 είναι η πλέον πιθανή.
Η μελέτη του οστεολογικού υλικού που περισυλλέγη κατά την ανασκαφή έδειξε ότι εκεί γίνονταν θυσίες κατά κύριο λόγο την άνοιξη, με θύματα χαρακτηριστικά για την λατρεία της θεάς, όπως χοίροι, ένα περιστέρι και κατσίκες.
Η ταύτιση του χώρου με βωμό, ενώ είναι σίγουρη, τόσο από τα ευρήματα, όσο και από την αρχιτεκτονική του μορφή, δεν είναι ασφαλής ως προς την τιμώμενη θεότητα. Θεωρήθηκε ότι είναι βωμός της Αφροδίτης, καθ’ υπαγόρευσιν μιας αναφοράς του Παυσανία σε ιερό της Αφροδίτης Ουρανίας, υπαρκτού στις μέρες του, που στέγαζε μαρμάρινο άγαλμα της θεάς, έργο του Φειδία. Η ταύτιση ενισχύεται και από την παρουσία δύο ανάγλυφων στην περιοχή, που αποδίδουν σίγουρα τη μορφή της θεάς, αλλά και από τα οστά που προαναφέρθηκαν. Πάντως, ο παρακείμενος ναός δεν έχει βρεθεί, αντίθετα ο βωμός συνδέεται τοπογραφικά με κτήριο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, που βρίσκεται στα βόρειά του. Ενδέχεται ο κλασικός ναός να βρίσκεται σε μη ανασκαμμένο σημείο.
Γύρω στο 480 Π.Χ., ο περιβάλλων χώρος ανυψώθηκε αρκετά, καλύπτοντας την αρχική κρηπίδα. Μετά το 480 το μνημείο θα πρέπει να υπέστη εκτεταμένες καταστροφές, οι οποίες οδήγησαν στην ανοικοδόμησή του, τουλάχιστον σε ότι αφορά το άνω τμήμα του βωμού. Η ανοικοδόμησή του, με βάση το παλαιότερο σχέδιο, και το συνακόλουθο «μπάζωμα» του περιβάλλοντος χώρου, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα του βωμού, έλαβε χώρα το 430-420 Π.Χ. Στην εκεί περιοχή, το έδαφος ανέβηκε ως και 0.35 μ. σε σχέση με την κρηπίδα.
ΤΕΡΖΙΟΚΗ ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ Α3