ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

ΑΠΟ: ΒΕΡΟΓΚΟΥ ΜΑΡΙΑ - Απρ• 05•13

Μέσα σε λίγες εκατοντάδες χρόνια, μία μικρή σε επιρροή και συχνά αγρίως διωκόμενη αγαθή λατρεία, κατάφερε να γίνει η κυρίαρχη θρησκεία όλου του δυτικού κόσμου. Πώς, όμως, έγινε κάτι τέτοιο;

Η ιστορία της ανόδου του χριστιανισμού είναι συναρπαστική, αλλά η παραδοσιακή εκδοχή της εξέλιξής του από μία μικρή θρησκεία σε καθιερωμένη θρησκεία ολόκληρης της μεσαιωνικής δύσης, χρειάζεται ενδελεχή έρευνα και αντικειμενικότητα.

Αν και τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, οι χριστιανοί διώκονταν και τιμωρούνταν, συχνά με θάνατο, υπήρχαν και περίοδοι, που ήταν πιο ασφαλείς ή ακόμη και οι μόνοι ασφαλείς, σε αντίθεση με τους πιστούς άλλων θρησκειών. Συν τοις άλλοις δε, η άνοδος του Χριστιανισμού σε κυρίαρχη θρησκεία της Αυτοκρατορίας κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, αν και αξιοπρόσεκτη, δεν ήρθε αφ’ εαυτού της, και η διάδοσή του δεν ήταν τελικά, τόσο νομοτελειακή και θεόσταλτη, όπως την παρουσίαζαν οι πρώτοι χριστιανοί.

Γεννημένη στην Παλαιστίνη, η θρησκεία, που είχε ως επίκεντρο τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού, ο χριστιανισμός, διαδόθηκε ταχέως, χάρη στους πρώτους υποστηρικτές του, και ειδικότερα, στον Απόστολο Παύλο, αλλά και στους άλλους αποστόλους που κήρυξαν το μήνυμα του Χριστού σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στης οποίας τις επαρχίες, δημιουργήθηκαν εκατοντάδες εκκλησίες.

Μετά τον θάνατο των αποστόλων, που είχαν γνωρίσει προσωπικά τον Ιησού Χριστό, το έργο τοuς ανέλαβαν οι επίσκοποι, οι οποίοι φρόντιζαν να συγκεντρώνουν τους χριστιανούς για να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, διαβάζοντας τις επιστολές των αποστόλων, αλλά και τις διδαχές του Ιησού Χριστού για τον τρόπο ζωής(τα ευαγγέλια), που βρίσκονται στην Καινή Διαθήκη. Παράλληλα δε, οι χριστιανοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που δεν πίστευαν παρά σε ένα μόνο θεό, αρνούνταν να λατρέψουν τις ρωμαϊκές θεότητες, πολλώ δε μάλλον, τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, που εκείνα τα χρόνια λατρευόταν από τους υπηκόους σαν θεός. Αυτή τους η στάση εξόργιζε τις αρχές, αλλά και τους αλλόθρησκους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα οι χριστιανοί να διώκονται, να βασανίζονται και να εκτελούνται πολλές φορές.

 Ένας από τους πρώτους Αυτοκράτορες που εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών ήταν ο Νέρωνας. Το 64 μ.Χ. ξέσπασε στη Ρώμη μία κολοσσιαία φωτιά στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, η οποία κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς την πόλη. Φήμες λένε πως υπεύθυνος για αυτή τη φωτιά ήταν ο ίδιος ο Νέρωνας, ο οποίος, όμως, στη δεδομένη στιγμή εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και κατηγόρησε τους χριστιανούς, επιρρίπτοντάς τους ευθύνες, πιθανόν και για να αποφύγει τον στιγματισμό του προσώπου του. Με εντολή του, πολλοί χριστιανοί εκτελέστηκαν ¨ άλλους τους έριξαν στα σκυλιά κι άλλους τους έκαψαν ζωντανούς.

  Για τα επόμενα εκατό περίπου χρόνια, οι χριστιανοί διώκονταν σποραδικά, ενώ μετά τα μέσα του τρίτου μ.Χ. αιώνα οι εκάστοτε αυτοκράτορες συνέχισαν μεθοδευμένα και εντατικά αυτήν την «επιχείρηση εξόντωσης». Η στάση αυτή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, κυρίως, κατά τους τρεις πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, μπορεί να εξηγηθεί αν ληφθεί υπόψη ο τότε χαρακτήρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι ανάγκες που απέρρεαν από αυτόν. Οι επεκτατικές τάσεις, δηλαδή, της Αυτοκρατορίας, εκείνο το διάστημα δεν επέτρεπαν στους ηγέτες της να αποδέχονται κανενός είδους απόκλιση από την αρχική νοοτροπία, πόσο μάλλον την ιδεολογική επικυριαρχία νέων φιλοσοφιών από καινούριες κουλτούρες και πολιτισμούς, όπως αυτός των Περσών ή των Αιγυπτίων, κι ως εκ τούτου, αυτό είχε και αντίκτυπο στον τρόπο αντιμετώπισης του νεόφερτου τότε χριστιανισμού.

           Στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, για παράδειγμα, κατά το 303-304 μ.Χ. ο αντιχριστιανισμός εντείνεται, με τη νομοθετική απαγόρευση της χριστιανικής πίστης και κουλτούρας, με το κάψιμο χριστιανικών βιβλίων, με τη φυλάκιση των επισκόπων, καθώς και με την επιβολή της ποινής του θανάτου σε όσους αρνούνταν να θυσιάσουν και γενικότερα να εκδηλώσουν την πίστη τους στους ρωμαϊκούς παγανιστικούς θεούς. Αυτούς ακριβώς, τους πρώτους χριστιανούς που αρνήθηκαν να προδώσουν την πίστη τους, με τίμημα την ίδια τους τη ζωή ή και τη σωματική τους ακεραιότητα, η Εκκλησία τους αποκαλεί μάρτυρες, κι αποτελούν πρότυπο ζωής, πίστης κι αφοσίωσης και για τους υπόλοιπους χριστιανούς. Εκείνη η εποχή έμεινε στην ιστορία ως η περίοδος των πιο σφοδρών διωγμών…και δικαίως.

Πιο αναλυτικά, το 303 μ.χ, οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός, Μαξιμιανός, Γαλέριος και Κωνσταντίνος εξέδωσαν μία σειρά νόμων, μη κωδικοποιημένων, φυσικά, με τους οποίους περιόριζαν τα δικαιώματα των Χριστιανών κι απαιτούσαν από αυτούς να προσαρμοστούν στις παραδοσιακές πρακτικές λατρείας των Ρωμαίων, ενώ με μεταγενέστερους νόμους, επέβαλαν, με  απειλή ποινής, σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας να θυσιάζουν στους θεούς. Όσοι δεν συμμορφώνονταν αντιμετώπιζαν διωγμούς και βασανισμούς, εντονότερους στις ανατολικές επαρχίες, και πιο αδύναμους στην Γαλατία και τη Βρετανία.

         Οι νόμοι αυτοί καταργήθηκαν από διαφορετικούς αυτοκράτορες σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, όμως το πιο αποφασιστικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε το 313 με το Διάταγμα των Μεδιολάνων, που υπογράφηκε από τον Κωνσταντίνο και τον Λικίνιο, και το οποίο θεσμοθετούσε την ανεξιθρησκία στα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εξασφαλίζοντας στους χριστιανούς την ασφαλή εκδήλωση της θρησκευτικής τους πίστης. Ο Κωνσταντίνος, δηλαδή, αφού ασπάστηκε τον χριστιανισμό, αποκατέστησε τα δικαιώματα, και κατ’ επέκταση την ασφάλεια και τη ζωή όλου του χριστιανικού κόσμου, που εν τω μεταξύ είχε διευρυνθεί.

           Λίγα χρόνια αργότερα, το 391 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος, οδήγησε τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα, καθιερώνοντας τον χριστιανισμό ως τη μοναδική επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, απαγορεύοντας παράλληλα όλες τις υπόλοιπες θρησκείες, κι ανατρέποντας τη μέχρι τότε δυσμενή κατάσταση για τους χριστιανούς σε απόλυτη κυριαρχία τους.

Συγκεκριμένα, ο Μέγας Θεοδόσιος, όπως τον αποκαλεί η Εκκλησία, εφήρμοσε αρχικά, μια μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική, κυρίως λόγω της παρουσίας μικρών και αποδυναμωμένων ομάδων, που εξακολουθούσαν ακόμα να έχουν ως πίστη την «εθνική» θρησκεία, ενισχύοντας, όμως, παράλληλα,  την χριστιανική πίστη, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά με κάποια διάταξη το περιεχόμενο της πολιτικής αντιμετώπισης της «εθνικής» θρησκείας, με εξαίρεση το 383 όταν και απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας τους όποιον τελούσε προσφορές θυσιών.

 Λίγο νωρίτερα, το 380 σε συνεννόηση με το Γρατιανό, ο οποίος αν και δεν ήταν ο διάδοχος στο Δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας, κατείχε όμως στα χέρια του την εξουσία, είχε απαγορεύσει όλες τις θρησκείες πλην της χριστιανικής, που όμως λόγο της μετριοπαθούς πολιτικής του, δεν τις εξεδίωξε. Δεν θα ωφελούσε, άλλωστε, διότι η χριστιανική πίστη είχε ήδη «καταλάβει», ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας, που έκανε τον υπόλοιπο αλλόθρησκο πληθυσμό να μοιάζει με «ακίνδυνη» μειοψηφία.

 Βιβλιογραφία

Ιστορία Δικαίου, Σ. Τρωιανός- Ι. Βελισσαροπούλου-Καρακώστα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2002, σελ 119-179

Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ralph Martin Novak, Εκδόσεις Κονιδάρη, 2008

http://www.bbc.co.uk/history/ancient/romans/christianityromanempire_article_01.shtml

http://www.jewishhistory.org/the-roman-empire-adopts-christianity/

http://educ47.ac-bordeaux.fr/ecoles/roumagne/sommaire/exercices/histoire/antiquite/christianisme3.htm

http://www.youtube.com/watch?v=_fdwyAprd6g

http://www.youtube.com/watch?v=YGoCA0ew0OQ

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%84

 

ΠΟΥΡΝΑΡΑ ΜΑΡΙΑ A2

Σχολιάστε

Top