ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΘΗΣΗ

Το  “learning by doing” του John Dewey  θεωρείται η απαρχή της βιωματικής ή εμπειρικής μάθησης. Πρόκειται μια εναλλακτική μορφή διδασκαλίας που αντιτίθεται στο παραδοσιακό, δασκαλοκεντρικό μοντέλο της απομνημόνευσης και της εξ” έδρας διδασκαλίας. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, ως αποτέλεσμα ριζοσπαστικών θεωριών για τη μάθηση, ορίζει  τη γνώση ως προϊόν ενός συνόλου διαδικασιών, στο οποίο η ενεργητική συμμετοχή των μαθητών έχει καθοριστικό ρόλο. Οι μαθητές, δηλαδή, μέσω της πραγματοποίησης άμεσων και πρακτικών δραστηριοτήτων, (ανα)κατασκευάζουν τη γνώση, προσαρμόζοντάς την στις δικές τους εμπειρίες. Επομένως, η αλληλεπίδραση της εμπειρίας και της ενέργειας του ατόμου είναι αυτή που έχει αποτέλεσμα στη μάθηση και όχι η απλή δραστηριότητα.

H σύνδεση της διδασκαλίας με την πραγματικότητα κάνει τη μάθηση ελκυστική και ενδιαφέρουσα. Η πρόκληση βιωμάτων συμβάλλει στη μονιμότερη μάθηση και συντελεί στην αύξηση της ενεργοποίησης των μαθητών και της εμπλοκής τους στη διδακτική διαδικασία (Κασσωτάκης, Φλουρής, 2006), με τον εκπαιδευτικό να έχει το ρόλο του συντονιστή, του καθοδηγητή και του βοηθού.

Εκτός από την αβίαστη αφομοίωση της γνώσης, η βιωματική μάθηση συντελεί θετικά στη βελτίωση της σχέσης δασκάλου-μαθητή, στην κοινωνικοποίηση, στην πρόκληση αυτοπεποίθησης, αυτοεκτίμησης, ενσυναίσθησης,  φαντασίας …

Με ποιους όμως ακριβώς τρόπους τα παιδιά μαθαίνουν βιωματικά; Το παιχνίδι ρόλων, οι εκδρομές, η συλλογή πληροφοριών με έρευνα ή συνέντευξη, η  δημιουργική γραφή, η χρήση της  τεχνολογίας, τα πειράματα … μπορούν να ενταχθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία.

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης