από το δάσκαλο κ. Γούτα Παναγιώτη
ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΛΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΥΛΟΠΟΙΗΣΙΜΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Κάτι που χαρακτηρίζει αυτούς που καταπιάνονται με τη συγγραφή μιας ιστορίας ή ενός βιβλίου, είναι η ενεργητική τους στάση απέναντι στην ανάγνωση. Επομένως η απόπειρα του γραψίματος ενός βιβλίου από μικρά παιδιά (αλλά και από μεγάλους) προϋποθέτει μια αναγνωστική επάρκεια ή τουλάχιστον το διάβασμα και τον σχολιασμό αρκετών βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Η ανάγνωση είναι μέρος της συγγραφικής πράξης, ίσως το σημαντικότερο. Από αυτήν θα πάρουμε πρωτίστως ερεθίσματα για να γράψουμε κι εμείς ένα βιβλίο. Ύστερα θα δοκιμάσουμε κι οι ίδιοι τις δυνάμεις μας, να δούμε τι μπορούμε να πετύχουμε. Πολλοί συγγραφείς άρχισαν να γράφουν βιβλία αποκλειστικά και μόνο λόγω της ενεργητικής τους στάσης απέναντι στο διάβασμα βιβλίων που τους εντυπωσίασαν. Επομένως, πριν το γράψιμο μιας ιστορίας ή ενός ολόκληρου βιβλίου, καλό θα ήταν να υπήρχε μια προεργασία με ανάγνωση παιδικών βιβλίων, με σχολιασμό τους στην τάξη, μια εξοικείωση με την ορολογία του βιβλίου, αλλά και απόπειρα παραγωγής γραπτού λόγου μέσα από τεχνικές και ασκήσεις τύπου δημιουργικής γραφής. Ο Ροντάρι με το βιβλίο Η γραμματική της φαντασίας και ο Ρεημόν Κενό με το βιβλίο του Ασκήσεις ύφους, μπορούν να μας δώσουν ιδέες, πρωτότυπες και ασυνήθιστες αλλά πολύ δραστικές και αποτελεσματικές, για την παραγωγή γραπτού λόγου από τα παιδιά, μέσα από μικρά, ευρηματικά και σύντομα κείμενα. Η ανάγνωση βιβλίων, λοιπόν, σε πρώτη φάση, ο σχολιασμός τους στην τάξη και ο πειραματισμός των παιδιών να εκφραστούν δημιουργικά, σε δεύτερη φάση, είναι το πρώτο βήμα για να γράψουν αργότερα μόνα τους ένα βιβλίο ή τουλάχιστον μια εκτενή ιστορία. Και καλό θα ήταν να τηρούσαμε αυτήν τη σειρά και να μην τους ρίξουμε εξ αρχής στα βαθιά και στα δύσκολα, με τη συγγραφή ενός βιβλίου.
Αφόρμηση για το γράψιμο της ιστορίας μας μπορεί να σταθεί οτιδήποτε. Μια λέξη, μια εικόνα, ένα μουσικό θέμα ή κάτι που συναποφασίζουμε με τα παιδιά. Το ξεκίνημα της συγγραφής θα μπορούσε να συνδυαστεί με την επίσκεψη ενός συγγραφέα παιδικής (και όχι μόνο) λογοτεχνίας στο σχολείο για να ερωτηθεί από τα παιδιά πώς γράφει ο ίδιος βιβλία ή τι δυσκολίες μπορεί να συναντήσει κάποιος που ασχολείται με τη γραφή. Επίσης το ξεκίνημα της ιστορίας, την πρώτη παράγραφο της πρώτης ενότητας, θα μπορούσε να την υπαγορεύσει ο δάσκαλος, αφενός για να λειτουργήσει αυτό ως κίνητρο της συνέχειας της συγγραφής (κατά το Και μετά τι έγινε; του Ροντάρι), αλλά και για να δοθεί στα παιδιά ένα συγγραφικό τέμπο.
Πρέπει να προσδιοριστεί εξ αρχής από τον δάσκαλο-εμψυχωτή το χρονικό πλαίσιο του προγράμματος. Καλό θα ήταν επίσης η ιστορία ή το βιβλίο να κομματιαστεί σε ενότητες, εξ αρχής, για να σχεδιαστεί το χρονικό εύρος συγγραφής της κάθε ενότητας. Αυτό δεν ανατρέπει ούτε καπελώνει την έμπνευση της στιγμής, ίσα ίσα βάζει σε πλαίσιο, νοικοκυρεύει την προσπάθειά μας και μας οργανώνει καλύτερα. Η ιστορία μας μπορεί να ξεκινήσει από τον τίτλο ή, αντίθετα, ο τίτλος μπορεί να ανακαλυφτεί στο τέλος της συγγραφής, αφού προηγηθεί συζήτηση για το αναγκαίο της περιεκτικότητάς του, της πρωτοτυπίας του, αλλά και του μη παραπλανητικού –νοηματικά– χαρακτήρα του.
Η όλη δουλειά, λοιπόν, θα γίνεται σε προκαθορισμένη ώρα του ωρολογίου προγράμματος, αλλά, με χαλαρό και ευέλικτο τρόπο παραβίασης του ωραρίου, μπορεί να γίνεται και οποτεδήποτε. Τα παιδιά συλλέγουν ιδέες καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας και κρατούν σημειώσεις. Δεν μπορούμε να βάλουμε αυστηρό ωράριο στην έμπνευση, αλλά καλό είναι να υπάρχει και ένα σταθερό πρόγραμμα συγγραφής.
Τα παιδιά θα δουλέψουν σε ομαδοσυνεργατικό πλαίσιο και όχι αυτόνομα και ανεξάρτητα, γιατί, παρότι η συγγραφή γενικώς είναι μια ατομική και μοναχική περιπέτεια, πρέπει να προαχθεί και να επιβραβευτεί η συνεργασία και το ομαδικό πνεύμα. Άλλωστε για να τυπωθεί ένα βιβλίο και να έρθει στην τελική του μορφή στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, δούλεψαν πολλοί άνθρωποι διαφορετικών επαγγελμάτων. Θα γίνει κάποια ανάθεση αρμοδιοτήτων στην ομάδα από τον δάσκαλο-εμψυχωτή, ώστε όλοι να συνεισφέρουν, σύμφωνα με τις δυνάμεις του καθενός, στην ολοκλήρωση του κοινού σκοπού. Έτσι ορίζονται οι σεναριογράφοι, οι σκιτσογράφοι, οι επιμελητές, οι διορθωτές των κειμένων, αυτοί που θα γράψουν την ολοκληρωμένη και διορθωμένη ενότητα στον υπολογιστή, κι εκείνοι που, μελλοντικά, θα αναλάβουν την τύπωση του κειμένου. Στα παιδιά των μικρών τάξεων του σχολείου, το κείμενο θα είναι μικρότερο και περισσότερο χώρο θα καταλαμβάνουν οι εικόνες. Στα μεγάλα παιδιά, το γραπτό κείμενο θα υπερτερεί των εικόνων.
Για την επιλογή του θέματος, καλό είναι να αφήσουμε τα παιδιά να το επιλέξουν μόνα τους, δίχως καθοδηγήσεις και κατευθύνσεις αυστηρές και απόλυτες. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι όλα γίνονται για τα παιδιά και την ευχαρίστησή τους και όχι για τη δική μας καταξίωση ή την επιβεβαίωση των όποιων αντιλήψεων και πεποιθήσεών μας. Τα παιδιά είναι μπουκωμένα από κείμενα κοινωνικής καθοδήγησης (για ειρήνη, φιλία, ισότητα, αγάπη, δικαιοσύνη, αποδοχή της διαφορετικότητας κτλ) και μπορεί να κλοτσήσουν και να δυσφορήσουν με μια τέτοια επιλογή θέματος της ιστορίας τους, βλέποντας την σκανδαλώδη αντίθεση και αντίφαση από αυτό που τους ζητείται να γράψουν και να υποστηρίξουν, με αυτό που συμβαίνει στις κοινωνίες, στα κράτη, στους λαούς της γης. Τα παιδιά αρέσκονται στα θρίλερ, στο μυστήριο, στην επιστημονική φαντασία, στην αστυνομική πλοκή ή στα κόμικ. Ας μην τους αποθαρρύνουμε από τέτοιες επιλογές, ας μην τους το ξεκόψουμε με το πρώτο, ισχυριζόμενοι πως αυτά σχετίζονται με τη «φτηνή», την «κακή» ή την εμπορική λογοτεχνία, γιατί αφενός αυτό δεν είναι σωστό (ολόκληρη η αγγλοσαξονική λογοτεχνική κουλτούρα βασίζεται σε τέτοιου είδους γραπτά), αφετέρου καταπιέζουμε έτσι τη φύση τους, προκαλώντας τους επιπλέον ηθικά διλήμματα για πράγματα που δεν είναι σε θέση (και ούτε χρειάζεται) να τα διαχωρίσουν μέσα τους και να τα επεξεργαστούν. Τα παιδιά δεν τα αφορούν οι κανόνες της αγοράς, τα ευπώλητα και τα εμπορικού τύπου κριτήρια επιλογής τίτλων εκ μέρους των εκδοτών, ακούν μόνο το δικό τους συναίσθημα και τη δική τους ψυχή. Καλό είναι να αποφύγουμε, λοιπόν, αυτού του τύπου την κοινωνική κατήχηση και να αφήσουμε ελεύθερη τη σκέψη τους και την έκφρασή τους. Ή, τουλάχιστον, η καθοδήγησή μας ας μην είναι αυστηρή, απόλυτη και κατηχητικού τύπου. Επομένως τι πρέπει να αποφύγουμε:
Όχι αυστηρή καθοδήγηση και όχι κοινωνική κατήχηση.
Όχι ένα βιβλίο κομμένο και ραμμένο στα δικά μας μέτρα και γούστα.
Όχι βιβλία για τη δική μας επιβεβαίωση και επιβράβευση των όποιων πεποιθήσεων και φιλοδοξιών μας.
Όχι σχολαστικά διορθώματα, γραμματική, συντακτικό και οποιαδήποτε σύνδεση της ιστορίας μας με τα Σκέφτομαι και γράφω και το μάθημα της Γλώσσας.
Όχι έμφαση στο στοιχείο της περιγραφής και της κατάχρησης των καλολογικών στοιχείων (η σύγχρονη λογοτεχνία, για μικρούς και μεγάλους αναγνώστες, θεωρεί μπανάλ και ξεπερασμένη την υπερβολική περιγραφή, τον καλολογικό τρόπο γραφής και την υπερβολική χρήση του επιθέτου και των παρομοιώσεων, που, κάποτε, θεωρούνταν ενδείξεις πλούσιου λεξιλογίου, φανταχτερού κειμένου και βιβλίων υψηλής λογοτεχνικότητας)
Όχι βιβλία μικρομεγαλίστικα, γραμμένα χάριν εντυπωσιασμού.
Όχι συγγραφικά κλισέ και ηθικοπλαστικές κατευθύνσεις παλαιού τύπου.
Όχι βιβλία γραμμένα από τους γονείς των παιδιών, που πιθανόν να έχουν απωθημένο να συγγράψουν –μέσω των παιδιών τους– το βιβλίο που δεν μπόρεσαν να γράψουν στη ζωή τους.
Στην αρχή του γραψίματος της ιστορίας θα πρέπει να συναποφασίσουμε με τα παιδιά ποιος θα αφηγείται την ιστορία. Αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί αφορά την οπτική γωνία της αφήγησης. Αφηγητής μπορεί αν είναι ο οποιοσδήποτε, ακόμα και ένα άψυχο αντικείμενο. Μπορεί να είναι ο παντογνώστης αφηγητής (τριτοπρόσωπη αφήγηση) ή κάποιος από τους ήρωες της ιστορίας σε πρώτο πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση). Μπορεί την ιστορία να την αφηγείται κάποιο ζώο ή και κάποιο αντικείμενο (αυτό αφορά, ιδίως, τις ιστορίες των μικρών παιδιών, που τους αρέσει το ασυνήθιστο, το ανοίκειο και το φανταστικό). Επίσης θα μπορούσε να αλλάζει κατά διαστήματα ο αφηγητής (αυτό θα το συνιστούσα μόνο σε παιδιά που έχουν μεγάλη έφεση στη γραφή και απέκτησαν εμπειρία από διαβάσματα άλλων βιβλίων, διαφορετικά θα προκαλέσει σύγχυση και αστάθεια στα λιγότερα μυημένα με τη γραφή παιδιά, που, και λόγω ηλικίας, επιζητούν κάποια σταθερότητα, εν γένει, σε πρόσωπα και καταστάσεις). Καλό θα ήταν οι ήρωες να είναι συνομήλικοι των παιδιών, για να τους μεταφέρουν και να προβάλουν επάνω τους, τα παιδιά, τα βιώματά τους και να είναι πιο πειστικές οι αντιδράσεις τους και η όλη τους συμπεριφορά. Καλό θα ήταν ο τόπος της ιστορίας μας να είναι γνώριμος και οικείος στα παιδιά, εκτός αν γράψουν βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, οπότε εκεί όλα επιτρέπονται. Επίσης, ένας καλός τρόπος για να μην κάνει η ιστορία μας κοιλιά, θα ήταν, στο τέλος κάθε ενότητας, να τους θέτουμε ενώπιον κάποιας προβληματικής κατάστασης ώστε να βρεθούν οι μικροί συγγραφείς σε κατάσταση γόνιμης αμηχανίας και να ψάχνουν λύσεις υπερπήδησης των δυσκολιών που θα εμφανιστούν. Μ’ αυτό θα πετύχουμε να δημιουργούνται ανατροπές στην αφήγηση, θα υφανθεί μια πλοκή (ας είναι και υποτυπώδης) και θα διατηρείται ζωηρό το ενδιαφέρον, τόσο των παιδιών που γράφουν την ιστορία όσο και εκείνων που αργότερα θα την διαβάσουν.
Δεν είναι κακό να κλέψουμε μια ιδέα ή μια σκηνή που μας άρεσε από ένα βιβλίο που διαβάσαμε και μας εντυπωσίασε (όχι βέβαια στο σύνολό της ή κάνοντας κατά λέξη αντιγραφή). Ας μην ξεχνούμε ότι ένας από τους ορισμούς της λογοτεχνίας είναι Μίμησις ύφους, παρθενογένεση στην τέχνη ουδέποτε υπήρξε, ενώ και οι μεγαλύτεροι και πιο αναγνωρισμένοι συγγραφείς του κόσμου όλο και κάτι τσιμπολογάνε ή κλέβουν από τα βιβλία άλλων ομοτέχνων τους. Επομένως ας μην έχουμε, δάσκαλοι και μαθητές, τέτοιου τύπου ηθικά διλήμματα, ειδικά για τον χώρο της λογοτεχνίας, και ιδίως όταν αναφερόμαστε σε δημιουργίες μικρών παιδιών.
Το τέλος της ιστορίας-βιβλίου μπορεί να είναι ευχάριστο, δυσάρεστο ή και ανοιχτό. Μπορεί δηλαδή η ιστορία να μένει ανοιχτή σε ποικίλες εκδοχές και ερμηνείες. Στα μικρά παιδιά (των τριών πρώτων τάξεων) καλό είναι η ιστορία που θα γράψουν να έχει αίσιο τέλος. Επίσης θα μπορούσαμε με την ολοκλήρωση της ιστορίας-βιβλίου, να ζητήσουμε από τα παιδιά μια αλλαγή του στόρι από τη μέση και μετά, ώστε να προκύψουν νέα δεδομένα και να προκύψει μια καινούρια ιστορία. Αυτό, όσο χρονοβόρο και κουραστικό κι αν ακούγεται, είναι κατ’ εξοχήν δημιουργικό για τα παιδιά, αφού τους δείχνει να καταλάβουν πως, αναλόγως των επιλογών μας στη ροή της αφήγησης, έχουμε, κάθε φορά, νέα δεδομένα και προκύπτουν, έτσι, νέες, διαφορετικές ιστορίες.
Καλό είναι να δημιουργήσουμε έναν ελκυστικό χώρο για την υλοποίηση του προγράμματος, που να μην έχει σχέση με τη σχολική τάξη που τα παιδιά την έχουν συνδέσει και ταυτίσει στο μυαλό τους με μαθήματα, βαθμολογίες, τεστ και προφορικές εξετάσεις, δηλαδή με τη διδακτική πράξη. Έτσι, αποσυνδέουμε στη σκέψη των παιδιών τη συγγραφή με τη διδακτική πράξη που βιώνουν καθημερινά και καταναγκαστικά. Πρέπει να περαστεί η αντίληψη ότι η συγγραφή ενός βιβλίου δεν σχετίζεται με τον καταναγκασμό αλλά είναι μια κατεξοχήν ελεύθερη πράξη. Ταυτίζεται όχι με τον πειθαναγκασμό και την υποχρεωτικότητα, αλλά με την ελευθερία της έκφρασής μας. Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής ενός τέτοιου χώρου, το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελαφρύνουμε κάπως την αίθουσα με κουρτίνες κάποιου αρεστού και ευχάριστου χρώματος, με χαμηλό φωτισμό και με απαλή μουσική υπόκρουση (μόνο μουσική, όχι λόγια, για να μην αποσπώνται τα παιδιά) για να ηρεμούν τα παιδιά και να εμπνέονται.
Παράλληλες του προγράμματος δραστηριότητες θα μπορούσαν να είναι: η επίσκεψη σ’ ένα τυπογραφείο ή στη δανειστική βιβλιοθήκη της περιοχής μας, η δραματοποίηση ενός αποσπάσματος του βιβλίου από μαθητές της τάξης, η μουσική επένδυση κάποιων σημείων της ιστορίας ή του βιβλίου κτλ. Επίσης καλό θα ήταν οι ομάδες των μαθητών που θα συγγράψουν την ιστορία να μην αποκαλούνται ομάδες εργασίας όπως συμβαίνει στα μαθήματα της τάξης, αλλά συγγραφικές ομάδες.
Τέλος μπορεί να γίνει και ένα είδος συνεργασίας μικρών τάξεων με μεγάλες τάξεις στην υλοποίηση του προγράμματος, ώστε να βοηθηθούν οι μικρότεροι μαθητές σε θέματα πρακτικά (ακόμα και στην εικονογράφηση του βιβλίου ή στην τύπωσή του) από μεγαλύτερους μαθητές.
Το όλο αποτέλεσμα μπορεί να τυπωθεί σε φωτοτυπείο ή ακόμα και σε τυπογραφείο με μία σχετικά πρόχειρη και οικονομική βιβλιοδεσία. Κάποιο αντίτυπο (εκτός εκείνων που θα παραμείνουν στη σχολική βιβλιοθήκη ή στην τάξη μας) μπορεί να σταλεί και σε εκδοτικό οίκο, με την προοπτική ακόμα και να τυπωθεί σε κανονική εκδοτική μορφή. Είναι απαραίτητη πάντως η τύπωση, έστω και σε πρόχειρη μορφή, του όλου εγχειρήματος, για να ικανοποιηθούν τα παιδιά κρατώντας στα χέρια τους ένα απτό, συγκεκριμένο, υλικό αποτέλεσμα των κόπων και των προσπαθειών τους.
Παναγιώτης Γούτας
(το κείμενο εκφωνήθηκε και διανεμήθηκε σε επιμορφωτική συνάντηση δασκάλων αναφορικά με το πρόγραμμα της Φιλαναγνωσίας, την Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013, στο 28ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης)