Περί Ιακώβου και αγάπης

Τον πατέρα του Ιάκωβου τον φωνάζαμε Τσιφ γιατί ήταν φτυστός εκείνος ο Ινδιάνος που έπαιζε στη Φωλιά του  Κούκου – δυο μέτρα άντρακλας, βαρύς κι ασήκωτος, με  μαύρα γυαλιστερά μαλλιά που κατέβαιναν μέχρι την πλάτη. Τον είχαμε για θεό. Ψοφάγαμε να βρεθούμε κοντά του, να τον μυρίσουμε, να ξεπατικώσουμε το περπάτημά του, τη ματιά του, πώς μίλαγε, πώς έπινε, πώς άναβε και κάπνιζε το τσιγάρο. Θεό τον είχαμε. Και ζηλεύαμε τον Ιάκωβο επειδή οι δικοί μας πατεράδες δεν πιάνανε μπάζα μπροστά στον Τσιφ – ανθρωπάκια μια σταλιά, κίτρινα και σκεβρωμένα, με γυαλιστερές καράφλες. Κι αργότερα όμως, όταν η μάνα του Ιάκωβου την κοπάνησε μ’ ένα φορτηγατζή απ’ τη Δραπετσώνα κι ο Τσιφ πήρε την κάτω βόλτα κι άρχισε να  πίνει μέρα-νύχτα και γέμισε άσπρες τρίχες, εμείς πάλι για θεό τον είχαμε.

Είναι καλοκαίρι του ’87, Ιούλιος νομίζω. Αλλά μπορεί και να ’ναι φέτος το καλοκαίρι ή του χρόνου. Ο Τσιφ πίνει μπίρες στην ταράτσα με τους φίλους του. Μια φάρα όλοι – χτίστες, σιδεράδες, σοβατζήδες.

Ο Ιάκωβος έχει αράξει σε μια γωνιά και τους ακούει που μιλάνε για κυβικά και μεροκάματα και κλέφτες εργολάβους. Βαριέται αλλά φοβάται να φύγει γιατί τώρα τελευταία ο Τσιφ χάνει τη ρέγουλα κι είναι ικανός να κατεβάσει ένα καφάσι Άμστελ στην καθισιά του.

Μπίρα στην μπίρα, κουβέντα στην κουβέντα, ο Τσιφ θυμάται τα παλιά, τότε που τραβιότανε με μια ζωντοχήρα γειτόνισσά του πέρα στ’ Άσπρα Χώματα. Τις νύχτες πήγαινε σπίτι της πηδώντας από ταράτσα σε ταράτσα για να μην τον πάρουνε είδηση στη γειτονιά. Θα ’τανε λέει ίσαμε πέντε μέτρα μακριά η μια ταράτσα απ’ την άλλη, όμως αυτός δεν καταλάβαινε Χριστό, έπαιρνε φόρα και πήδαγε – μια δυο τρεις ταράτσες στη σειρά.

Οι φίλοι του γελάνε. Ποιος είσαι ρε Πετράν; Ο Σπάιντερμα; Μας φλόμωσες στο παραμύθι μωραδερφέ μου. Με τα πολλά, βάζουνε στοίχημα ένα πεντακοσάρικο, ξερωγώ, ότι ο Τσιφ όχι πέντε αλλά ούτε ένα μέτρο δεν μπορεί να πηδήξει. Ο Ιάκωβος κάτι πάει να πει αλλά ο Τσιφ του κάνει νόημα να κάτσει στ’ αβγά του.

Σηκώνεται και πάει στη μέση της ταράτσας και φτύνει τα χέρια του και τινάζει τα μακριά σταχτιά μαλλιά του και φωνάζει έι-ο έι-ο και παίρνει φόρα και πηδάει στον αέρα πάνω απ’ το σοκάκι και φτάνει με λυγισμένα γόνατα στη διπλανή ταράτσα. Ύστερα ξαναπαίρνει φόρα, πηδάει, και προσγειώνεται ξανά με τα γόνατα λυγισμένα. Οι άλλοι μένουν με το στόμα ανοιχτό. Ο Τσιφ χαλαρός ανοίγει μια μπίρα με τον αναπτήρα, πίνει, κι ύστερα παίρνει τα λεφτά και γυρνάει στον Ιάκωβο.

Έλα δω παιδί μου. Πες φχαριστώ στους κυρίους και τράβα βάλτα στο χρηματοκιβώτιο.

1.   Υποθέστε ότι ο Τσιφ ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος, με αυτοσυγκράτηση και υπευθυνότητα. Να γράψετε ένα δικό σας σύντομο διήγημα παρουσιάζοντας τα γεγονότα με βάση την παραπάνω οπτική γωνία.

ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α2:

ΝΤΟΚΟΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ

ΜΗΤΡΑΚΑΣ ΘΑΝΟΣ

ΜΥΡΙΔΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΠΑΝΝΕΛΑ ΜΑΡΙΑ

ΤΣΙΦ ΕΝΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

     Τσιφ αποκαλούσαμε τον πατέρα του Ιακώβου. Ήταν ψηλός, δυνατός και όλοι τον θαυμάζαμε. Αφού χώρισε με την γυναίκα του, συνειδητοποίησε ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για την ανατροφή του παιδιού του. Δούλευε σκληρά στις οικοδομές για να βγάλει χρήματα. Προσπαθούσε να μεγαλώσει με ηθικές αρχές τον Ιάκωβο και συνέχεια τον τόνιζε ότι πρέπει να τελειώσει το σχολείο και να μάθει γράμματα.

    Ένα απόγευμα στην ταράτσα του σπιτιού τους είχε μαζευτεί ολόκληρη η παρέα του Τσιφ και έπιναν μπύρες. Ο πατέρας του Ιάκωβου του επέτρεψε να μείνει στην ταράτσα, για να ακούσει, άμα ήθελε, τις ιστορίες τους. Ο Ιάκωβος απολάμβανε αυτές τις ιστορίες. Του άρεσε να παρακολουθεί πως είναι η ζωή ενός ενήλικα. Επιπλέον περισσότερο από όλα λάτρευε που γινόταν και αυτός ένα κομμάτι της παρέας.

    Καθώς ο Τσιφ έπινε μπύρες και συζητούσε με την παρέα του, του ήρθαν αναμνήσεις από τότε που είχε σχέση με μία ζωντοχήρα. Τότε, για να φτάσει στο σπίτι της, πηδούσε από ταράτσα σε ταράτσα, ώστε να μην γίνει αντιληπτός από τους γείτονες. Μπορεί να ήταν πέντε μέτρα μακριά αλλά δεν τον ένοιαζε, επειδή έπαιρνε φόρα και πηδούσε  δυο-δυο και τρεις-τρεις. Οι φίλοι του τον κοροϊδεύανε λέγοντας «Σιγά μην τα έκανες αυτά Τσιφ και αν τα έκανες, μπορείς να μας το αποδείξεις και τώρα. Μπορείς σωστά;». Ο Τσιφ απάντησε «Όχι.». Οι φίλοι του γέλασαν…

     Ο Τσιφ τους εξήγησε ότι είχε τον γιο του, τον Ιάκωβο, οπότε δεν θα ρίσκαρε την ζωή του. Οι φίλοι του γέλασαν πάλι και προκαλούσαν τον Τσιφ λέγοντας ότι θα του έδιναν χρήματα αν τους αποδείκνυε ότι μπορούσε να πηδήξει από ταράτσα σε ταράτσα. Ο Τσιφ δίστασε. Κοίταξε τον Ιάκωβο και παρατήρησε το άγχος μέσα στα μάτια του, μετά κοίταξε τους φίλους του. Ήθελε πολύ αυτά τα χρήματα για τον Ιάκωβο, όχι για τον εαυτό του.

     Τελικά αποφάσισε. Δεν θα ρισκάρει την ζωή του. Έτσι λοιπόν, γύρισε στους φίλους του και τους εξήγησε ότι δεν θα αναλάβει το ρίσκο. Οι φίλοι του συνέχισαν να τον κοροϊδεύουν, αλλά τους αγνοούσε.

     Γυρνάει στον Ιάκωβο και βλέπει την χαρά που προβάλλεται στο πρόσωπό του. Χαμογέλασε και έκανε νόημα στον γιο του, για να γυρίσουν σπίτι.

     Κάπως έτσι τελειώνει μια ιστορία μεταξύ ενός γιου, περήφανου για τον πατέρα του και ενός υπεύθυνου πατέρα.

2.   Υποθέστε ότι είστε ένας από τους φίλους του Τσιφ και επιστρέφοντας στο σπίτι σας διηγείστε στη σύζυγό σας το στοίχημα που βάλατε με τον Τσιφ και τις κινήσεις του, που ακολούθησαν. Τι θα της λέγατε;

ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α2 :

ΜΠΡΑΚΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ

ΜΠΥΛΑΡ ΚΩΝ/ΝΟΣ

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ

ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Όταν το βράδυ γύρισα στο σπίτι, είπα στη γυναίκα μου:

«Αγάπη μου, δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε σήμερα. Ο Τσιφ, ο τρελός, έβαλε μαζί μας ένα στοίχημα που θα σε τρελάνει. Δεν πιστέψαμε μια ιστορία που μας διηγήθηκε. Μας έλεγε πως, όταν ήταν νεώτερος, τα είχε με μια ζωντοχήρα και πήγαινε τα βράδια στο σπίτι της πηδώντας από ταράτσα σε ταράτσα, για να μη τον δουν οι γείτονες. Εσύ θα τον πίστευες; Οι ταράτσες απέχουν μεταξύ τους πέντε μέτρα.

Ο τύπος δεν σκέφτηκε ούτε την ίδια τη ζωή του, για να μας αποδείξει ότι έλεγε αλήθεια. Πήδηξε σαν γάτα από το ένα κτίριο στο άλλο, μπροστά στα μάτια όλων μας. Φαντάσου την έκπληξη και τον φόβο στα μάτια του γιου του, που καθόταν δίπλα μας. Νόμιζε ότι έβλεπε ταινία στον κινηματογράφο. Απίστευτο!

Αλλά ξέρεις τι είναι πιο τρελό; Πήρε από εμάς τα λεφτά που κέρδισε – κατάλαβες ότι χάσαμε το στοίχημα – τα έδωσε στο γιο του και του είπε να τα βάλει στο χρηματοκιβώτιο. Φαντάζομαι ότι σκέφτεται ήδη το επόμενο κόλπο του. Άσε που σε λίγο μπορεί να αφήσει το γιο του ορφανό, μακάρι αυτό να μη γίνει ποτέ, ο Θεός να βάλει το χέρι του και να τον προστατέψει. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει όρια».

Η γυναίκα μου, με το χαμόγελο στα χείλη, μου είπε: «Αυτός είναι ο

Τσιφ μας, πάντα μας εκπλήσσει»

Και γελάσαμε και οι δυο, γιατί έτσι είναι η ζωή, γεμάτη απρόσμενες εκπλήξεις και ιστορίες που θα διηγούμαστε για χρόνια.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης