Νανογέρακο
Το νανογέρακο προτιμάει αρκετά ανοικτές περιοχές, όπως θαμνώδη μέρη με διάσπαρτες ιτιές, χορτολιβαδικές εκτάσεις, αλλά και την Τάιγκα τις σκέπες ή τα έλη. Σε γενικές γραμμές, προτιμάει ένα μίγμα βλάστησης χαμηλού και μέσου ύψους με λίγα δέντρα, και αποφεύγει τα πυκνά δάση, καθώς και άδενδρες άνυδρες περιοχές.
Η πάνω επιφάνεια ενήλικου αρσενικού νανογέρακα
Το νανογέρακο, όπως και τα περισσότερα γεράκια είναι διμορφικό. Οι μέσες διαστάσεις είναι: μέγεθος 24-33 εκατοστά, άνοιγμα πτερύγων 50-73 εκατοστά, βάρος 165-230 γραμμάρια.Όμως, παρατηρούνται τις περισσότερες φορές μεγάλες διαφορές στο βάρος: αρσενικό 125-210 γραμμάρια, θηλυκό 820-1250 γραμμάρια.Επίσης, είναι εμφανής η διαφορά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των δύο φύλων: Το αρσενικό έχει μπλε-γκρίζα ράχη, που κυμαίνεται από σχεδόν μαύρο μέχρι ασημί-γκρι στα διάφορα υποείδη. Η κάτω επιφάνεια έχει ωχρόξανθη έως πορτοκαλί απόχρωση και περισσότερο ή λιγότερο έντονες ραβδώσεις μαύρες έως κοκκινωπές-καφέ.
Τα θηλυκά και τα νεαρά είναι καφέ-γκρι έως σκούρα καφέ στη ράχη, και υπόλευκα, με καφέ κηλίδες στο κάτω μέρος.
Εκτός από το αχνό υπόλευκο φρύδιέχει σκοτεινόχρωμη λωρίδα στις παρειές (που μόλις διακρίνονται). Η ουρά διαθέτει 3-4 υπομέλανες ζώνες, ενώ η άκρη της είναι μαύρη μία στενή λευκή λωρίδα στο τέλος, ένα σχέδιο που εμφανίζουν τα περισσότερα γεράκια.
Τα μάτια και το ράμφος είναι σκούρα, το τελευταίο με κίτρινο κήρωμα. Τα πόδια είναι επίσης κίτρινα, με μαύρα νύχια.
Το νανογέρακο τρέφεται με πτηνά όλων των ειδών. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, τα περισσότερα από τα θηράματα είναι σχετικά μικρά, όπως κορυδαλλοί κελάδες σπουργίτια ή νεαρά που μαθαίνουν να πετάνε.
Μεγαλύτερα πτηνά όπως οχθοτούρλια και περιστέρια, έντομα (ιδιαίτερα λιβελούλες και πεταλούδες), μικρά θηλαστικά (κυρίως τρωκτικά και νυχτερίδες) και ερπετά συμπληρώνουν τη διατροφή του, ιδιαίτερα εκτός της περιόδου αναπαραγωγής.
Τα κορακοειδή, το διπλοσαινο και οι κουκουβάγιες είναι η κύρια απειλήγια τα αυγά και τους νεοσσούς του. Πάντως, ακόμη και τα μεγάλα αρπακτικά αποφεύγουν την επίθεση στα ενήλικα νανογέρακα, λόγω της επιθετικότητας και ευκινησίας τους.
Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει συνήθως το Μάιο με Ιούνιο. Οι περισσότερες φωλιές έχουν πυκνή φυτική ή βραχώδη κάλυψη. Συνήθως, χρησιμοποιούνται εγκαταλειμμένες φωλιές κορακοειδών (κουρούνες, καρακάξες) ή φωλιές άλλων γερακιών που βρίσκονται σε κωνοφόρα. Σπανιότερα φωλιάζουν στις σχισμές γκρεμών, στο έδαφος, καθώς και σε κτήρια.Η γέννα αποτελείται από 3 έως 6 αυγά. Η περίοδος επώασης είναι 28 έως 32 ημέρες και επιτελείται από το θηλυκό σε ποσοστό 90%, ενώ το αρσενικό κυνηγά για να τροφοδοτήσει την οικογένεια. Οι νεοσσοί είναι σε θέση να πετάξουν μετά από 30 ημέρες και εξαρτώνται από τους γονείς τους για έως και 4 εβδομάδες. Το νανογέρακο γίνεται σεξουαλικά ώριμο σε ένα έτος και, συνήθως, προσπαθεί να αναπαραχθεί αμέσως.
Ξεφτέρι
Είδος γερακιού, που απαντά στην Ελλάδαμε την επιστημονική ονομασία, Accipiter nisus, παρά το μικρό του μέγεθος είναι ένας δεινός κυνηγός όλων των πουλιών που είναι μικρότερα από αυτό.(Ο όρος nisus αναφέρεται στον μυθολογικό Έλληνα βασιλιά των Μεγάρων Νίσο. Ο μύθος λέει ότι η θυγατέρα του, η Σκύλλα, τον πρόδωσε για χάρη του Μίνωα και ο Νίσος μεταμορφώθηκε σε «αετό»). Είναι το πιο κοινό ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της Ευρώπης. Η δεξιότητά του στο κυνήγι και οι ελιγμοί του, έδωσαν το προσωνύμιο («ξεφτέρι») σε κάποιον που διαθέτει ευστροφία και εξαιρετικές ικανότητες στην πραγματοποίηση στόχων. Το Ξεφτέρι το βρίσκουμε, ιδιαίτερα στην Ευρασία και με περιορισμένη παρουσία στην Αφρική.
Χάρτης εξάπλωσης του Accipiter nisus Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό), Κόκκινο = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε=Περιοχές διαχείμασης
Στην Ελλάδα, το ξεφτέρι, ζει και αναπαράγεται καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ή διαχειμάζει, ενώ στην Κύπρο διαχειμάζει ή περνά απο εκεί κατά την αποδημία του. Το βρίσκουμε σε μέρη όπου εναλλάσσοντα κωνοφόρα και φυλλοβόλα με διάσπαρταδέντρα. Προτιμούν να κυνηγούν στα όρια δασικών περιοχών, αλλά μπορεί να παρατηρηθούν σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Το ξεφτέρι, θα το δει κανείς σε κήπους και σε αστικές περιοχές,ενώ φωλιάζει ακόμη και στα πυκνά πάρκα της πόλης!! Είναι μετρίου μεγέθους γεράκι με, μικρό κεφάλι και, μάλλον, κοντά και πλατιάφτερά. Εμφανίζει έντονο φυλετικό Ενήλικο αρσενικό Ξεφτέρι. διμορφισμό (χρωματικό και σωματικό), με τα θηλυκά να είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα αρσενικά (περίπου 25%, ), ενώ έχουν ως και διπλό βάρος.Η ουρά είναι κοντή, με 4-5 (-6) λεπτές, κατά σκούρες μπάρες, και μία ευρύτερη τελική. Όταν κάθονται, αναγνωρίζονται από το μικρό ράμφος, τα λεπτάπόδια (ταρσούς) και το λεπτό κάτω μέρος του σώματος. Οι ταρσοί, καλύπτονται μπροστινή επιφάνεια από, εγκάρσιες φολίδες(λέπια).Το αρσενικό, έχει μαυροκάστανο το πάνω φτέρωμα με μια λευκή ράβδωση μέχρι και το πίσω μέρος του ματιού. Το υπόλευκο κάτω μέρος αυλακώνεται από οριζόντιες σκουρόχρωμες ραβδώσεις. Το αρσενικό έχει σχιστολιθότεφρο φτέρωμα στο πάνω μέρος, μάγουλα ξανθοκάστανα και υπόλευκη κηλίδα στον αυχένα. Το κάτω μέρος είναι σαν του θηλυκού ενώ η ουρά έχει έντονες σταχτιές και σκουροκάστανες ραβδώσεις. Τα φτερά είναι πιο μυτερά από του θηλυκού. Λίγο λευκό χρώμα στο ύψος των οφθαλμών. Ίριδα πορτοκαλί-κίτρινη ή πορτοκαλί-κόκκινη.Το θηλυκό, έχει γκρίζο ή καφεγκρίζοτο πάνω φτέρωμα. Οριζόντιες ραβδώσεις στο στήθος και την κοιλιά, καφεγκρίζες (σπάνια με κιτρινομπέζ απόχρωση). Ίριδα φωτεινή κίτρινη ή πορτοκαλί. Επί πλέον, φέρουν και ευρεία χαρακτηριστική ανοικτόχρωμη οφθαλμική λωρίδα από το πίσω μέρος των ματιών μέχρι τον τράχηλο.Τα ανήλικα είναι σαν το καστανό θηλυκό (με κιτρινομπέζ τελείωμα στα πούπουλα) αλλά οι ραβδώσεις στο κάτω μέρος είναι ακανόνιστες. Η ίριδα του ματιού είναι κίτρινη αρχικά και αλλάζει χρώμα, αργότερα, στα αρσενικά.
Βιομετρικά στοιχεία:Μήκος σώματος : ♂ 30 έως 34 εκ., ♀ 35 έως 38 εκ. Άνοιγμα φτερών: ♂ 59 έως 64 εκ., ♀ 67 έως 79εκ. Βάρος: ♂ 110 - 196 γραμμ., ♀ 185-392 γραμ.
Ενδιαίτημα, επειδή πιάνει πουλιά στον αέρα, το ξεφτέρι έχει μακριά δάχτυλα με εξογκώματα στο κάτω μέρος για να μην του ξεφεύγουν. Τρέφεται με μικρά πτηνά του δάσους, αν και μόνον το 10% των επιθέσεων έχει επιτυχία. Κυνηγάει με αιφνιδιαστική επίθεση, χρησιμοποιώντας φράκτες και συστάδες….,για κάλυψη κοντά στα όρια του δάσους ήσε κήπους κατοικημένων περιοχών.
Τα αρσενικά ξεφτέρια, συνήθως κυνηγούν πουλιά που ζυγίζουν έως 120 γρ., αλλά τα θηλυκά 500 γρ. ή περισσότερο. Τα ενήλικα πτηνά, καταναλώνουν 50-70 γρ. Σε ένα έτος, ένα ζευγάρι θα μπορούσε να θανατώσει μέχρι 2.200 σπουργίτια, 600 κοτσύφια ή 110 φάσσες.
Τα αρσενικά συλλαμβάνουν, κυρίως, παπαδίτσες, σπίνους, σπουργίτια και τσιχλόνια, ενώ τα θηλυκά τσίχλες, ψαρόνια, περιστέρια και καρακάξες (Πάνω από 120 είδη πουλιών έχουν καταγραφεί ως θηράματα). Τα θηράματα είναι συνήθως ενήλικα ή νεαρά, νεοσσοί αλλά και νεκρά. Από τα θηλαστικά, προτιμά νυχτερίδες και οι σκίουρους και σπάνια τα έντομα .
Τα μικρά πουλιά θανατώνονται από την πρόσκρουση ή από τους “γαμψώυχες”των ποδιών του αρπακτικούς. Η κατανάλωση αρχίζει μετά το μάδημα των φτερών και τρώγεται πρώτα το πλούσιο “στήθος” και αφήνουν μόνο τα οστά.
Τεχνικές θήρευσης: Η ευελιξία του και το μικρό του μέγεθος του επιτρέπουν να κυνηγάει εκεί όπου τα μεγαλύτερα αρπακτικά δεν φτάνουν, πετάει επιδέξια σύριζα πάνω από τους φράκτες και τους αγρούς ή ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, κυνηγώντας μικρόπουλα και σπανιότερα θηλαστικά. Συνήθως περιμένει, καλά κρυμμένο μέχρι το θήραμα να πλησιάσει, αποκαλύπτει την θέση του και πετάει γρήγορα και χαμηλά. Μπορεί να ακολουθήσει καταδίωξη, με το ξεφτέρι να προσπαθεί να αρπάξει το θύμα από το κάτω μέρος, πετώντας ακόμη και ανάποδα, ή το καταδιώκει τρέχοντας με τα πόδια μέσα στην βλάστηση. Μερικές φορές παρατηρείται να αιωροπορεί , συχνά κάνοντας κύκλους, με ταφτέρα και την ουρά πιο ανοικτά, (Γυροπέταγμα και κάθετη εφόρμηση).Η πτήση του ξεφτεριού είναι πολύ χαρακτηριστική «φτεροκόπημα-φτεροκόπημα-αερολίσθηση». Τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα σαν του περιστεριού και δίνουν ανοδική πορεία στο σώμα του, ενώ η σύντομη αερολίσθηση, καθοδική. Έτσι, η πτητική πορεία του είναι «κυματιστή».
Νεοσσοί - μικρά- ξεφτεριού.
Φωλιά: Προτιμά τα δάση αλλά και τις καλλιεργούμενες εκτάσεις με θάμνους. Φτιάχνει τη φωλιά του Απρίλιο ως Ιούνιο, σε δέντρα, προτιμά τα κωνοφόρα και μικτά δάση, καμιά φορά και τους ψηλούς θάμνους ενώ μερικές φορές χρησιμοποιεί και τις παλιές φωλιές των κορακοειδών.
Η φωλιά φτιάχνεται σε διχάλες κλαδιών των δένδρων, ή στην κορυφή ενός ψηλού θάμνου. Κατασκευάζεται νέα φωλιά κάθε έτος. Είναι μια πλατιά κατασκευή από ξερά κλαδιά, χαλαρά τοποθετημένα μεταξύ τους και με απλή επίστρωση από μικρά κλαδιά με φύλλα. Έχει μέση διάμετρο 60 εκατοστά.
Γεννάει από το Μάιο έως τον Ιούνιο 3 με 5 αυγά,(πιτσιλωτά, διαστάσεων 4 Χ 3 εκ.περίπου και βάρους 22,5 γραμμαρίων). κάθε 2-4 ημέρες, τα οποία κλωσάει το θηλυκό επί 33-35 μέρες. Τα μικρά θα πρωτοπετάξουν 30 μέρες μετά την εκκόλαψη, αλλά παραμένουν με τους γονείς τους για ακόμη ένα μήνα περίπου. Οι νεοσσοί προστατεύονται και σιτίζονται (στο στόμα) από τους γονείς και 15 ημέρες μετά, αρχίζουν να τρέφονται μόνοι τους. Το ποσοστό επιβίωσης τον πρώτο χρόνο είναι 34%, ενώ η διάρκεια ζωής είναι 4 έτη.
Εχθροί του είδους είναι η τυτώ, ο χουχουριστής(είδη κουκουβάγιας), το διπλοσάινο, ο πετρίτης (γερακοειδή), ο χρυσαετός, ο μπούφος, η κόκκινη αλεπού και τα κουνάβια.
Πηγές:1. https://natureguide.gr/desc/Πουλιά/Κοινό_Ξεφτέρι , 2.https://el.wikipedia.org/wiki/Ξεφτέρι και 3.https://odikapoulia.gr/ξεφτέρι-κυνηγα
Α. Άγγελος και Γ. Εάγγελος, Ε1 Τάξη