Ένα πρωί ένα περιστεράκι γεννήθηκε στο μπαλκόνι μας. Μόλις το είδαμε, το πήραμε μέσα στο σπίτι. Το είδε πρώτη η γιαγιά, το έπιασε, το πήγε στο σαλόνι και του δώσαμε ψωμάκι, νερό και ρύζι. Το βράδυ το πήγαμε στο μπαλκόνι με μια κουβερτούλα πολύ ζεστή. Μετά ήρθε η μαμά του, το τάισε με σκουλήκια και έφυγε στη φωλιά της. Το επόμενο πρωί ήρθε ξανά η μαμά του, έμεινε για λίγο και έφυγε. Εμείς τα παιδιά παίζαμε συνέχεια μαζί του μέχρι το βράδυ και περάσαμε ωραία. Όταν νύχτωσε, ήρθε η μαμά του και μας τρόμαξε, γιατί πήγε να μας γρατζουνίσει, επειδή νόμιζε ότι θα της πάρουμε το μικρό της. Όταν μπήκαμε στο σπίτι,
αποφασίσαμε να το αφήσουμε ελεύθερο, επειδή είχε σπάσει το ποδαράκι του και σκεφτήκαμε ότι είναι καλύτερο να μείνει με τη μαμά του, που θα το φροντίσει πιο σωστά. Μετά από λίγες μέρες άρχισε να έρχεται ένα άλλο περιστέρι και η γιαγιά το έπιασε. Το κρατήσαμε μέσα στο σπίτι γα τρεις μέρες, μέχρι που η αδελφή μου το άφησε από το μπαλκόνι και εκείνο πέταξε μακριά.
Αουρόρα Μ.