Παραμύθι για όνειρα γλυκά – Τσαμπίκα – Μιχαέλα Κουτσαφά

Ελεημονήτρια Καλλιάρου Μαθήτρια Β1 Γυμνασίου Σύμης

Παραμύθι για όνειρα γλυκά

Κόμισσα Καλογήρου Μαθήτρια Γ' Λυκείου ΓΕΛ Σύμης

Κόμισσα Καλογήρου Μαθήτρια Γ” Λυκείου ΓΕΛ Σύμης

Τσαμπίκα – Μιχαέλα Κουτσαφά
Μαθήτρια της Γ1 Γυμνασίου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο περιστέρι. Το έλεγαν Πίγκυ κι ονειρευόταν να γίνει δάσκαλος. Ήξερε, όμως, πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό για ένα ταπεινό περιστέρι, χαριτωμένο και αγαπητό από τους περαστικούς, που ένιωθε, όμως, αδύναμο και μόνο. Ποιος θα το βοηθούσε να πραγματοποιήσει το όνειρό του; Ένα χειμωνιάτικο πρωί και, ενώ είχε ξεκινήσει τη γνωστή διαδρομή για την πλατεία και το πρωινό συμβούλιο των περιστεριών, ο ουρανός σκοτείνιασε. Ένα τσουνάμι από σύννεφα υψώθηκε γύρω του απειλητικά, ώσπου ένας κεραυνός χτύπησε το αριστερό φτερό του. Το περιστέρι άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του, μαζί με την ισορροπία του. Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε στην άσφαλτο. Έβλεπε αμυδρά το αίμα γύρω του να γίνεται ένα με το νερό της βροχής. Ακούγοντας τα βιαστικά βήματα των περαστικών, τρόμαζε περισσότερο. Ποιος θα το πρόσεχε μέσα στην άγρια καταιγίδα; Όλα γύρω του σκοτείνιασαν… ώσπου έπαψε να νιώθει το νερό της βροχής. Δεν υπήρχε γύρω του ίχνος αίματος. Φοβισμένο και, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο. Τίποτα δεν ήταν γνώριμο, σύντομα, όμως, άρχισε να ηρεμεί και να συνέρχεται από το άγχος. Ήταν ένα ήσυχο και ζεστό μέρος, που θύμιζε παιδικό δωμάτιο. Μόνο η μυρωδιά του χαρτιού τού θύμιζε τα χαρτόκουτα που έβρισκε τις νύχτες του χειμώνα για να ζεσταθεί. Σ’ ένα τέτοιο κουτί βρισκόταν και τώρα, καλυμμένο στο κάτω μέρος με εφημερίδα. Δίπλα του βρίσκονταν λίγοι σπόροι κι ένα βαθύ φλιτζάνι με νερό. Ένα συμπαθητικό μελαχρινό αγόρι φρόντιζε το τραύμα του με προσοχή. Ένιωθε πλέον ασφάλεια. Το περιστέρι ευχαρίστησε το παιδί και, λίγο πριν πετάξει και χαθεί στα σύννεφα, αναρωτήθηκε: ‘Και το πληγωμένο μου όνειρο; Θα γιατρευτεί ποτέ;’. Ήταν ένα περιστέρι από τα τόσα που οι άνθρωποι διώχνουν γιατί τους ενοχλούν, που μόνο οι μάγοι χρησιμοποιούν στα μαγικά τους. Όσο για τις γάτες και τους σκύλους… όταν τα βλέπουν σαν μεζεδάκια να προσγειώνονται μπροστά τους, ετοιμάζονται να επιτεθούν. Βλέποντας το περιστέρι μελαγχολικό, το αγόρι το ρώτησε: ‘Φαίνεσαι θλιμμένος. Γιατί; Είσαι και πάλι δυνατός και μπορείς να πετάξεις!’. ‘Δεν είμαι τόσο δυνατός, ώστε να γίνω αυτό που ονειρεύομαι’, απάντησε το περιστέρι. ‘Δηλαδή;’ ρώτησε το παιδί. ‘Ονειρεύομαι να γίνω δάσκαλος, όμως…’. ‘Κι εγώ!’ το διέκοψε το παιδί με ενθουσιασμό. Το περιστέρι ξέχασε τον πόνο του. Κι άρχισε να ξανά να ελπίζει. Τα χρόνια πέρασαν… κι οι δύο φίλοι έγιναν οι δάσκαλοι που ονειρεύονταν να γίνουν. Αυτοί που θα δίδασκαν στα παιδιά την αγάπη και την αφοσίωση, τη χαρά να κάνεις όνειρα και να τα μοιράζεσαι με τους φίλους σου, του αληθινούς φίλους• μ’ αυτούς που είναι εκεί για να σε ακούσουν και που σε βοηθούν να γιατρέψεις τις πληγές σου, για να ανοίξεις τα φτερά σου και να πετάξεις όσο ψηλά ονειρεύεσαι.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης