ΠΑΡΑΜΥΘΙ «Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΙΟΣ»

 Ο βασιλιάς ιός

  Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε ένας ισχυρογνώμων και αλαζόνας βασιλιάς, ο Εδουάρδος. Δεν άκουγε τη γνώμη καθενός και έκανε του κεφαλιού του.

Ένα πρωί οι υπηρέτες του ξέχασαν να καθαρίσουν ένα μέρος της μεγάλης σάλας. To προηγούμενο βράδυ είχε δοθεί ένας χορός με καλεσμένους από πολλά βασίλεια, γειτονικά και μακρινά. Καθώς προχωρούσε ο βασιλιάς, σκόνταψε  και του έπεσε στο πάτωμα  η κορώνα του. Τη φόρεσε στο κεφάλι του χωρίς να τη σκουπίσει.

Την επομένη ο βασιλιάς αρρώστησε βαριά. Οι υπηρέτες του πηγαινοερχόταν στο δωμάτιό του για ό,τι  χρειαζόταν. Έβηχε  μπροστά σε αυτούς και τους αυλικούς του χωρίς να βάζει  το  χέρι του για προφύλαξη. Κανείς δεν τολμούσε να του κάνει παρατήρηση, κι έτσι τα μικρόβια μεταφέρονταν από τον ένα υπηρέτη στον άλλο. Όμως, δεν ήταν ένας ιός που συναντούσες συχνά: κορώνα φορούσε, σκήπτρο κρατούσε, παλάτια έχτιζε για να μένει και τον τρόμο σκορπούσε. Σιγά σιγά αρρώστησαν όλοι στο παλάτι.

Ο αντιβασιλέας προσπαθούσε να βρει τρόπους για την καταπολέμηση του ιού. Άρχισε να περιορίζει τις μετακινήσεις των παλατιανών, αλλά και των υπηκόων, οι οποίοι αναγκάστηκαν προληπτικά να κλειστούν στα σπίτια τους για να μην κολλήσουν κι αυτοί.

Ένας χωρικός, ο κυρ Γιώργης, αποφάσισε να αντισταθεί, έτσι κάλεσε σε συμβούλιο τους συγχωριανούς του:

-Δεν μπορώ άλλο κλεισμένος μέσα  στο σπίτι, πρέπει να κάνουμε κάτι, είπε.

-Συμφωνώ και εγώ, πετάγεται, ένας άλλος.

-Λοιπόν, έχετε καμία ιδέα; ρώτησε ένας τρίτος.

Εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησε η φασαρία: άλλοι έλεγαν τις ιδέες τους, άλλοι συμφωνούσαν, άλλοι διαφωνούσαν, άλλοι  ούρλιαζαν. Ο κυρ Γιώργης δεν άντεχε  αυτή τη φασαρία, έπρεπε να αποφασιστεί κάτι άμεσα. Έτσι, αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλία, διότι ήταν  άνθρωπος της εμπιστοσύνης τους και τον άκουγαν.

-Αρκετά με αυτήν τη φασαρία! Όση ώρα εσείς μαλώνατε σκέφτηκα κάτι πολύ σημαντικό!   

-Πες μας! του ζήτησαν όλοι μαζί.

-Αύριο το πρωί, στις έξι, θα πάμε έξω από το παλάτι, με πανό και θα ζητήσουμε να φύγει ο άρρωστος βασιλιάς και όλοι οι παλατιανοί πολύ μακριά από το βασίλειό μας μέχρι να αναρρώσουν.

-Έτσι απλά; ρωτάει κάποιος.

-Και αν δεν ακούσει; πρόσθεσε ένας άλλος.

- Τότε θα σπάσουμε το τείχος με βαριοπούλες και την πύλη με ένα χοντρό κορμό και θα κάνουμε κατάληψη.

-Και μετά; λένε με ανυπομονησία……

- Θα ζητήσουμε να δούμε τον βασιλιά, θα τον ψεκάσουμε με σκόνη αστεριού. Η σκόνη  θα του  ρίξει τον πυρετό κι έτσι θα μπορεί να συζητήσει μαζί μας με καθαρό μυαλό. Αν δε θέλει να κολλήσουμε κι εμείς, θα υποχωρήσει ο βασιλιάς και θα δεχτεί να φύγει, αυτός κι όλοι οι παλατιανοί ώσπου να αναρρώσουν.

Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή.  Άλλοι πήγαν για την αστερόσκονη στο μαγικό δάσος, που τη μαζέψανε από τα άνθη των θάμνων που βγαίνουν στις ρίζες μιας παμπάλαιας βελανιδιάς, άλλοι πήγαν να κόψουν έναν χοντρό κορμό, ενώ άλλοι ετοίμαζαν το πανό.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, πήγανε έξω από το παλάτι και άρχισαν να φωνάζουν. Τότε, άνοιξε η πύλη,  εμφανίστηκε ένας φρουρός  και τους είπε:

-Σωπάστε! Κοιμάται ο βασιλιάς!

-Εσύ να σωπάσεις! Άντε, ξουξούδια,  και μην τολμήσεις να μας ακουμπήσεις, γιατί θα σε ψεκάσουμε.

Ο φρουρός τρόμαξε κι έκλεισε την πύλη. Ξεκίνησε τότε μια μεγάλη μάχη! Οι χωρικοί κατέστρεψαν την πύλη, μπήκαν στο παλάτι και ζητούσαν να δουν τον βασιλιά. Εκείνος, θυμωμένος, φώναξε τους βασιλικούς φρουρούς να τους απομακρύνουν. Προσπάθησαν να τους διώξουν φωνάζοντας και απειλώντας τους. Όμως εκείνοι, αποφασισμένοι καθώς ήταν, δεν υποχώρησαν κι άρχισαν να τους ψεκάζουν όλους με την αστερόσκονη, ακόμη και τον βασιλιά, ο οποίος  δεν άντεξε και λιποθύμησε. Οι χωρικοί έφυγαν άπρακτοι. Συζήτηση δεν έγινε.

Δυστυχώς μετά από αυτή τη μάχη κάποιοι από αυτούς μολύνθηκαν και αρρώστησαν. Αυτοί που ήταν υγιείς, αναγκάστηκαν και πάλι να συγκεντρωθούν για να συζητήσουν πώς θα γλιτώσουν από τον επικίνδυνο ιό. Του έδωσαν μάλιστα και όνομα: τον είπαν «Κορωναϊό»  από τη μολυσμένη κορώνα του βασιλιά.

Οι επόμενες μέρες ήταν δύσκολες, ο βασιλιάς έμενε απομονωμένος και βαριά άρρωστος στο παλάτι, πολλοί υπηρέτες και πολλοί χωρικοί είχαν πυρετό και βήχα. Ο γιατρός του βασιλιά αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τον βασιλιά Βίκτωρα του γειτονικού  βασιλείου, καθώς ήταν δύσκολο να βρει θεραπεία μόνος του. Εκείνος δέχτηκε και συμφώνησαν συμμαχία μεταξύ των δυο βασιλείων.

Ένας μικρός καλλιεργητής βοτάνων του γειτονικού βασιλείου έδωσε τελικά τη λύση: έβρασε ένα  παράξενο βότανο κι έριξε μέσα και κάποια άλλα συστατικά, δε θα σας πούμε τι…. κι έφτιαξε ένα θαυματουργό τσάι. Η συνταγή παραμένει μυστική μέχρι σήμερα.

Το τσάι διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Ο  βασιλιάς Εδουάρδος φοβήθηκε αρχικά να το δοκιμάσει και το έδωσε στους υπηρέτες του. Εκείνοι έγιναν καλά. Αφού, λοιπόν, είδε να γιατρεύονται οι υπηρέτες του, αποφάσισε να το δοκιμάσει κι αυτός. Ο Κορωναϊός αντιμετωπίστηκε και δεκάδες άνθρωποι θεραπεύτηκαν.

Ο βασιλιάς Εδουάρδος κράτησε την υπόσχεσή του και η συμμαχία συνεχίστηκε. Με τον καιρό τα δυο βασίλεια ενώθηκαν. Μετά από χρόνια, ο γιος του βασιλιά Εδουάρδου και η όμορφη  βασιλοπούλα, η κόρη του βασιλιά Βίκτωρα ερωτεύτηκαν,  παντρεύτηκαν και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, χωρίς κορωναϊούς μόνο με  … κόρες και υιούς.

Ελένη Κ.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης