Άνθος του Γιαλού

SkiathosEπί πολλάς νύκτας κατά συνέχειαν έβλεπεν ο Μάνος του Κορωνιού, εκεί όπου έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντά στα Κοτρώνια του ανατολικού γιαλού, ανάμεσα εις δυο υψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλαιόν ερημόσπιτον κατηρειπωμένον, – εκεῖ έστρωνε συνήθως την κάπαν επάνω στην πλώρην της βάρκας, κι᾿ εκοιμάτο χορευτόν καί νανουρισμένον ύπνον, τρεις σπιθαμές υψηλότερ᾿ από το κύμα, θεωρών τα άστρα, και μελετών την Πούλιαν καί όλα τα μυστήρια του ουρανού – έβλεπε, λέγω, ανοικτά εις το πέλαγος, έξω από τα δυο ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικόν φῶς – κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ή άστρον πεσμένον – να τρεμοφέγγῃ, εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον.
Ο Μάνος του Κορωνιοῦ, λεμβούχος ψαράς, ήτον αδύνατος στα μυαλά όπως και πας θνητός. Αρκετόν ήτο ήδη οπού έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα εις τους δυο μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτον εκείνο, τ᾿ ολόρθον άψυχον φάντασμα, το οποίον είχε την φήμην, ότι ήτο στοιχειωμένον. Εκαλεῖτο κοινώς «της Λουλούδως τό Καλύβι». Διατί; Κανείς δεν ήξευρεν. Ή, αν υπήρχον ολίγα γραίδια «λαδικά», ή και δυο τρεις γέροι, γνωρίζοντες τας παλαιάς ιστορίας του τόπου, ο Μάνος δεν έτυχεν ευκαιρίας να τους ερωτήση.
Έβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξον εκεῖνο μεμακρυσμένον φως να τρέμη και να φέγγη εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανείς φάρος. Η Κυβέρνησις δεν είχε φροντίσει δι᾿ αυτά τα πράγματα εις τα μικρά μέρη, τα μη έχοντα ισχυρούς βουλευτάς.
Τι, λοιπόν, ήτο το φως εκείνο; Ησθάνετο επιθυμίαν, επειδή σχεδόν καθημερινώς επέρνα με την βάρκα του από εκείνο το πέραμα, ανάμεσα εις τα δυο χλοερά νησάκια, και δεν έβλεπε κανέν ίχνος εκεί την ημέραν, το οποίον να εξηγή την παρουσίαν του φωτός την νύκτα, να πλεύση τα μεσάνυχτα, διακόπτων τον μακάριον ύπνον του, και τους ρεμβασμούς του προς τ᾿ άστρα και την Πούλιαν, να φθάση έως εκεῖ, να ιδή τι είναι, και, εν ανάγκῃ, να το κυνηγήση το μυστηριώδες εκείνο φέγγος. Όθεν ο Μάνος, επειδή ήτο ασθενής άνθρωπος, καθώς είπομεν, νέος εἰκοσαετής, εκάλεσεν επίκουρον και τον Γιαλήν τῆς Φαφάνας, δέκα έτη μεγαλύτερον του, αφού του διηγήθη τό νυκτερινόν όραμά του, δια να του κάμη συντροφιάν εις την ασυνήθη εκδρομήν.
Αλλαγή κεφαλαίου μία λευκή σειρά
Eπήγαν μίαν νύκτα, όταν η σελήνη ήτο εννέα ημερών, κι᾿ έμελλε να δύση περί την μίαν μετά τα μεσάνυχτα. Το φως εφαίνετο εκεί, ακίνητον ως καρφωμένον, ενώ ο πύρινος κολοβός δίσκος κατέβαινεν ήρεμα προς δυσμάς κι᾿ έμελλε να κρυφθή οπίσω του βουνού. Οσον έπλεαν αυτοί με την βάρκαν, τόσον τούς έφευγε, χωρίς να κινήται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Έβαλαν δύναμιν εις τα κουπιά, «εξεπλατίσθηκαν». Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς των.
Ο Μάνος, μαζί με τον Φαφάναν, έκαμαν πολλούς σταυρούς. Αντήλλαξαν ολίγας λέξεις:
- Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καίκι, όχι.
- Και τι είναι;
- Είναι…
Ο Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξευρε τι να είπῃ.
Την νύκτα της τρίτης ημέρας, και πάλιν δυο ή τρεις ημέρας μετ᾿ αυτήν, οι δυο ναυτίλοι επεχείρησαν εκ νέου την εκδρομήν. Πάντοτε έβλεπαν την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύη εις τα κύματα. Είτα, όσον επλησίαζαν αυτοί, τόσον το όραμα έφευγε. Και τέλος εγίνετο άφαντον. Τι άρα ήτο;
Εiς μόνον γείτων είχε παρατηρήσει τας επανειλημμένας νυκτερινάς εκδρομάς των δυο φίλων με την βάρκαν. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά παλαιά βιβλία με τα ολίγα κολλυβογράμματα που ήξευρε, και είχεν ομιλήσει με πολλάς γραίας σοφάς, αίτινες υπῆρξαν το πάλαι. Εκάθητο όλην την νύκτα, αγρυπνών, σιμά εις το παράθυρόν του, βλέπων προς την θάλασσαν, και πότε εδιάβαζε τα βιβλία του, πότε ερρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβη του, όπου έρημος και μόνος εκατοικούσεν, έκειτο ολίγους βράχους παραπέρα από το σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε την βάρκαν του ο Μάνος, ανάμεσα εις το σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ο Κορωνιός και ο εγγονός της Φαφάνας ητοιμάζοντο να λύσουν την βάρκαν, και να κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά των.
Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδεν, εξήλθεν από την καλύβην του, φορών άσπρον σκούφον και ράσον μακρύ, όπως εσυνήθιζε κατ᾿ οίκον, επήδησε δυο τρεις βράχους προς τα εκεί, κι᾿ έφθασε παραπάνω από το μέρος, όπου ευρίσκοντο οι δυο φίλοι.
- Για που, αν θέλη ο Θεός, παιδιά; τους εφώναξεν. Είναι βραδιές τώρα που τρέχετε έξω από το λιμάνι, χωρίς να γιαλεύετε, χωρίς να πυροφανίζετε – καί τά ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως σας ωνείρεψε καί σκάφτετε πουθενά, για να βρήτε τίποτα θησαυρό;
Ο Μάνος παρεκάλεσε τον Κόκοϊαν να κατεβή παρακάτω και να ομιλή σιγανώτερα. Είτα δεν εδίστασε να του διηγηθη το όραμά του.
Ο Λίμπος ήκουσε μετά προσοχῆς. Είτα εγέλασε:
- Αμ᾿ που να τα ξέρετε αυτά εσεῖς, οι νέοι, είπε, σείων σφοδρώς την κεφαλήν. Τον παλαιόν καιρόν τέτοια πράματα, σαν αυτό που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγώ δε βλέπω τίποτα!.. Το ίδιο κι ο Γιαλής βλέπει αυτό που λες πως βλέπεις;
Ο Γιαλής ηναγκάσθη με συστολήν κατωτέραν της ηλικίας του να ομολογήση, ότι δεν έβλεπε το φως, περί ου ο λόγος, αλλ᾿ επείθετο εις την διαβεβαίωσιν του Μάνου, όστις έλεγεν ότι το βλέπει.
Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγήται:
«- Ακοῦστε να σας πω, παιδιά. Εγώ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, τήν μαννού αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθώς καί τή μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθή πολλά πρωτινά, παλαιϊκά πράματα, καθώς κι αυτό που θα σας πω τώρα:
»Βλέπετε αυτό το χάλασμα, τό Καλύβι τῆς Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδῶ τον παλαιόν καιρό εκατοικούσε μιά κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, – έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτή – μαζί με τον πατέρα της τον γερό-Θεριά (ελληνικά τόν ἔλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα καί με φαρμακωμένα βέλη.Ένα Βασιλόπουλο από τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ᾿ εκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.
»Επῆγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχή στα ουράνια, να βγή νικητής το Βασιλόπουλο, να έρθη η μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της, νά τήν στεφανωθῆ.
»Έφθασε η μέρα που ο Χριστός γεννᾶται. Η Παναγία με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το ῾βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κ᾿ ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνί κ᾿ εφυσούσαν μαλακά να ζεστάνουν το θεῖο Βρέφος. Να, τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τήν Λουλούδω!
»Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριά ασπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ έπεσαν κ᾿ επροσκύνησαν το θεῖο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Άγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ᾿ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ᾿ εκστατικά μάτια, κάτω από το παχνί, πολλήν ώρα, κ᾿ ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Έφτασαν κι᾿ οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στο κεφάλι, κι᾿ εφορούσαν μακριές γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ᾿ αστεράκι, ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε κι᾿ εκάθισε στη σκεπή της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκό ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρεις βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ᾿ τις καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κι᾿ έπεσαν κι᾿ επροσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κι᾿ επρόσφεραν δῶρα: χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν. Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τήν Λουλούδω!
»Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμό τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
»Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ᾿ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κι᾿ η προσευχή της έπεσε πίσω στη γῆ, χωρίς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυό αυτούς βράχους, οπού το λεν Ανθός του Γιαλού, αλλἀ μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνῃ Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
»Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλοῦ έγινε ανθός, αφρός τοῦ κύματος. Κι᾿ η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης