Για τον όρο «πρόσφυγας»

migrants

Σύμφωνα με το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκάζεται ή εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του και να καταφύγει σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής του προέλευσης, συνηθ. πληθ. , για πληθυσμούς ή για άτομα που μετακινούνται ομαδικά: Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι ελληνικοί πληθυσμοί που ήρθαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Κύματα προσφύγων εγκαταλείπουν τις περιοχές όπου μαίνεται ο πόλεμος. Πολιτικοί/ οικονομικοί πρόσφυγες, που εγκατέλειψαν τη χώρα τους για  πολιτικούς/ οικονομικούς λόγους. Στρατόπεδα προσφύγων, για προσωρινή εγκατάσταση. ( Ζούμε ) σαν (τους) πρόσφυγες.

https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%86%CF%85%CE%B3%CE%B1%CF%82&dq=

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης