Της Δήμητρας Τζάτση, μαθήτριας της Β” τάξης
ΤΟ ΔΙΩΡΟΦΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΑΝΣΗ
Η υπόθεση ξεκινά με τη γέννηση ενός ακόμη παιδιού της οικογένειας Ανδρέου, το Φλεβάρη του 1941, σε ένα σπίτι της Αριδαίας, όπου συγκατοικούσαν με τα πεθερικά και παιδιά τους δύο συννυφάδες, η Άννα και η Αναστασία, των οποίων οι άντρες έλειπαν στον πόλεμο. Το νεογέννητο κορίτσι βαπτίστηκε Νίκη, επειδή εκείνες τις μέρες επέστρεφε, νικητής από το αλβανικό μέτωπο, ο πατέρας του, ο κύριος Δημήτρης.
Ο κυρ-Δημήτρης –αποφασιστικός και πεισματάρης – έβαλε σε εφαρμογή το μεγάλο του σχέδιο να κτίσει ένα δικό του σπίτι. Έκτισε, λοιπόν, ένα διώροφο με υπόγειο, για να στεγάσει την πολυμελή του οικογένεια με τα οχτώ του παιδιά, καθώς και πολλούς μαθητές του Γυμνασίου απ’ τα γύρω χωριά, που νοίκιαζαν σ’ αυτό. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι κάθε Πέμπτη το διώροφο παρείχε φιλοξενία σε συγγενείς και φίλους από τα χωριά της Αλμωπίας, που κατέβαιναν για το παζάρι. Και η κυρά Αναστασία, ακούραστη πάντα και εργατική, φρόντιζε να μην είναι κανένας παραπονεμένος.
Δυστυχώς όμως την οικογενειακή γαλήνη που επικρατούσε στο διώροφο ήρθε να διαταράξει ο εμφύλιος πόλεμος και η προσφυγιά που ακολούθησε, οπότε μετακινήθηκαν στην Αριδαία χιλιάδες άνθρωποι και κάποιοι απ αυτούς βρήκαν καταφύγιο στο διώροφο. Μετά το τέλος του Εμφυλίου οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι της Αριδαίας προσπαθούσαν να αναστήσουν το χαμένο τους ηθικό.
Εκείνα τα χρόνια της στέρησης – τότε που οι γειτόνισσες αναζητούσαν δανεικό ψωμί- ασχολήθηκε όλη η οικογένεια Ανδρέου με τα κουκούλια. Από μία παρεξήγηση όμως ο παππούς βρέθηκε εξορία για δύο χρόνια σ’ ένα χωριό της περιοχής, όπου άνοιξε ραφείο, για να εξασφαλίσει στην οικογένειά του τα αναγκαία. Δυστυχώς όμως ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Μιλτιάδης, ξυλοκοπήθηκε άγρια και διώχθηκε επίμονα λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Στο στόχαστρο των πολιτικών του αντιπάλων βρισκόταν άλλωστε – σε μικρότερο βαθμό- και ο αδερφός του Πέτρος.
Η ομορφιά του διώροφου αυτού σπιτιού οφείλονταν και στην ωραία τοποθεσία του. Στο ποτάμι της γειτονιάς ψάρευαν κάποτε οι γείτονες και ακολουθούσαν φαγοπότια, θεατρικές παραστάσεις του Καραγκιόζη και ομαδικά παιχνίδια στις αυλές. Κάποτε ακολουθούσε και ο πετροπόλεμος, που είχε σαν αποτέλεσμα να γεννιούνται μεγάλοι έρωτες. Ήταν η εποχή που οι νέοι γνωρίζονταν στα πανηγύρια και στα νυφοπάζαρα. Ήταν η εποχή των πάρτι, του ελληνικού κινηματογράφου και της καντάδας. Σ’ ένα τέτοιο πάρτι εκδήλωσαν τον έρωτά τους ο Πέτρος και η Εύη, που στη συνέχεια –το 1960-παντρεύτηκαν, ένα χρόνο μετά το γάμο της Τιτής και του Αριστείδη, ο οποίοι –πριν εγκατασταθούν οριστικά στην Αθήνα- έμειναν για λίγο στο διώροφο.
Όμως τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή για τη σχέση της Χριστίνας και του Αντώνη. Η Χριστίνα τότε αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στην Αυστραλία και όταν κάποτε επέστρεψε, εγκαταστάθηκε προσωρινά στο διώροφο μαζί με τον άνδρα της. Και ενώ οι δύο αδερφές της οικογένειας, η Καίτη και η Νίκη πέτυχαν το 1960 την εισαγωγή τους στις ανώτερες και ανώτατες σχολές, αποκλείστηκαν την πρώτη χρονιά από τις σπουδές λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων της οικογένειας.
Επανωτές χαρές ένιωσαν όμως την επόμενη χρονιά οι ένοικοι στο διώροφο. Η Καίτη εισήχθη στη σχολή σχεδιαστών, ενώ η Νίκη στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Τα δύο κορίτσια έζησαν αξέχαστα φοιτητικά χρόνια, αρκετά δύσκολα όμως από οικονομικής άποψης. Η πρόσληψη της Νίκης στο ραδιοφωνικό σταθμό του δήμου και τα ιδιαίτερα μαθήματά της διευκόλυναν κάπως την οικονομική τους κατάσταση. Στη Θεσσαλονίκη η Νίκη ξανασυνάντησε το Γιώργο, έναν νεαρό που είχε ερωτευτεί, όταν τον πρωτοείδε σ’ ένα γεφυράκι στην Αριδαία. Ο Γιώργος σπούδαζε κι αυτός μαζί της στην Ακαδημία και έμενε στην ίδια γειτονιά.
Μεγάλη χαρά στην οικογένεια έφερε ο γάμος του Μιλτιάδη –παντρεύτηκε την αγαπημένη του Μιράντα από το απέναντι τούρκικο σπίτι- με την οποία εγκαταστάθηκε στο διώροφο. Σε λίγο επέστρεψαν από τη Θεσσαλονίκη και η Καίτη με τη Νίκη εγκαταστάθηκε στο πατρικό διώροφο σπίτι. Δυστυχώς όμως πέθανε ο πολυαγαπημένος τους παππούς.
Με μεγάλη συγκίνηση δέχτηκε η Νίκη την προσωρινή τοποθέτησή της στο 1Ο Δημοτικό Σχολείο Αριδαίας αρχικά και το διορισμό της σ’ ένα χωριό της Δράμας στη συνέχεια, όπου πέρασε αξέχαστες στιγμές. Ευτυχές γεγονός για την πολυμελή οικογένεια του διώροφου ήταν η εισαγωγή των δύο μικρότερων παιδιών σε ανώτατες σχολές στη Θεσσαλονίκη. Ο Αλέξης εισήχθη στη Νομική Σχολή, στην οποία άλλωστε αρίστευσε, και η Λητώ στη Φιλοσοφική. Η φοιτητική ζωή των δύο αδερφών δεν είχε τις οικονομικές δυσκολίες των μεγαλύτερων αδερφών.
Η χαρά της οικογένειας ολοκληρώθηκε με τη μετάθεση της Νίκης στη Δωροθέα και το γάμο της Καίτης με το Δήμο στην Καρδίτσα. Ακολούθησε και ο γάμος του Γιώργου και της Νίκης, για να εξασφαλιστεί και η συνυπηρέτηση του ζευγαριού, δεδομένου ότι ο Γιώργος υπηρετούσε ως δάσκαλος σ’ ένα από τα Πομακοχώρια της Ξάνθης, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Το σχέδιο του Αλέξη να παρευρεθεί στο γάμο της αδερφής του δεν πραγματοποιήθηκε,γιατί φυλακίστηκε για την αντιδικτατορική του δράση. Στη φυλακή αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του Μαρίνα, την οποία παντρεύτηκε το 1973 στην Αθήνα, αφού πρώτα πήραν το πτυχίο της Νομικής.
Και ήρθε η σειρά της Λητώς να διοριστεί στο Γυμνάσιο της Αριδαίας, όπου γνώρισε έναν συνάδερφό, τον Κωστάκη. Ήταν άνθρωπος ήρεμος και εργατικός. Το δεσμό τους ακολούθησε και ο γάμος τους. Δυστυχώς όμως πέθανε ο κυρ Δημήτρης και η κυρά Αναστασία -στα ογδόντα πέντε της -δεν μπορούσε να παραδεχθεί ότι ήταν αδύναμη. Και έπαιρνε δύναμη από τα δύο της εγγόνια, τον Νίκο και την Αναστασία, τα παιδιά της Νίκης, στα οποία διηγούνταν ιστορίες. Και παραδεχόταν πως έζησε ευτυχισμένη με τα παιδιά της και τα εγγόνια της, που σπούδασαν όλα και καταξιώθηκαν στην κοινωνία της Αριδαίας.
Ο μεγάλος σεισμός όμως που έπληξε την περιοχή στις 22 Δεκεμβρίου του 1990 ήρθε να αναστατώσει τους ένοικους του διώροφου, καθώς αυτό χαρακτηρίστηκε από τους αρμόδιους «κατεδαφιστέον» και η διαμονή σ’ αυτό ήταν πλέον επικίνδυνη. Η οικογένεια του Μιλτιάδη και η μητέρα του έπρεπε να ξεσπιτωθούν. Οι κόρες του Μιλτιάδη φόρτωναν με βαριά καρδιά τα αγαπημένα πράγματα στο μεγάλο φορτηγό. Τώρα το διώροφο, απογυμνωμένο από τους ανθρώπους που τ’ αγάπησαν και το πόνεσαν ήταν έτοιμο να καταρρεύσει.
Η κυρά–Αναστασία αποχαιρέτησε με πόνο τις αγαπημένες γειτόνισσες. Και στα τελευταία της –όταν ακόμη είχε λίγο κουράγιο -την έβγαζαν ο Γιώργος με τη Νίκη για λίγο στο μπαλκόνι του δικού τους σπιτιού και αγνάντευε στο βορρά το διώροφο με πόνο ψυχής.
Και ευτυχώς έφυγε απ’ τη ζωή η κυρά-Αναστασία χωρίς να νιώσει ποτέ τον πόνο για την αρρώστια του γιου της Αλέξη, που πέθανε τρία χρόνια μετά, στα πενήντα τρία του. Αβάσταχτος ο πόνος για συγγενείς και φίλους για τον αγωνιστή, τον επαναστάτη Αλέξη που έβαλε -όπως έλεγε- ένα λιθαράκι στο βωμό της Δημοκρατίας. Τον άνθρωπο που δεν κατάφερε τελικά να γίνει βουλευτής, κατάφερε όμως να γίνει διακεκριμένος δικηγόρος. Δεν πρόλαβε δυστυχώς να συντηρήσει το διώροφο, όπως επιθυμούσε.
Έφυγαν, λοιπόν, όλοι οι ένοικοι του διώροφου και άφησαν ολομόναχο το αγαπημένο τους σπίτι, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Πήραν όμως μαζί τους κάτι πολύ πολύτιμο. Κάτι που η μανία του σεισμού ήταν αδύνατον να καταστρέψει και να τους στερήσει. Τις αναμνήσεις. Αναμνήσεις πενήντα ετών, που θα μείνουν ανεξίτηλες στη θύμησή τους…
Μετά από λίγα χρόνια το διώροφο κατεδαφίστηκε. Κάποιοι ηλικιωμένοι περαστικοί, περνώντας από εκείνη τη γειτονιά, σίγουρα θα φέρνουν στο μυαλό τους την παρακάτω καντάδα, που τραγουδούσαν ο ερωτευμένοι νέοι στα κορίτσια που κατοικούσαν κάποτε στο διώροφο.
Τα μαλλιά σου κάν’ τα σκάλες
Κάν’ τα σκάλες ν’ ανεβώ.
Να φιλήσω την ελιά σου
και τον άσπρο σου λαιμό.
Άνοιξε το παράθυρο
Το κρυσταλλένιο τζάμι
που’ χω δυο λόγια να σου πω
Και σφάλισέ το πάλι…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
Η Νίκη Τάντση γεννήθηκε στην Αριδαία Πέλλας. Μεγάλωσε σε μια πολυμελή οικογένεια με οχτώ αδέλφια. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως δασκάλα σε σχολεία των νομών Δράμας κα Πέλλας. Απέκτησε δύο παιδιά, το Νίκο και την Αναστασία. Μέχρι το θάνατό της ζούσε στην Αριδαία με τον άνδρα της, επίσης δάσκαλο, Γιάννη Νέμτση.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Βόρειας Ελλάδας και πήρε μέρος σε εκδηλώσεις που έγιναν προς τιμήν της στην Αριδαία. Έχει γράψει τα βιβλία Επτά θανάσιμες πεθερές, Είμαι άνδρας και το κέφι μου θα κάνω και Το διώροφο. Το βιβλίο Επτά θανάσιμες πεθερές αποτέλεσε το πρωταρχικό υλικό της ομώνυμης σειράς στην ελληνική τηλεόραση.