« ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ…..»

Σ

ήμερα ή αύριο θα΄ χει πανσέληνο….

Και ύστερα…, αν πάλι χαθεί και αυτή η σελήνη, δεν θα έχει δει την σκοτεινή της πλευρά για μια ακόμη φορά από το παγωμένο του, παράθυρο ….

Κάθε βράδυ, ενώ ο μικρός γλόμπος στο ταβάνι, κουνά το κεφάλι του, πέρα-δώθε, λέγοντας κάθε φορά – πέρασε η ώρα – αυτός…., διαβάζει την ιστορία του δρόμου του ….σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες στο ημερολόγιο…..Είχε σχέδια, είχε όνειρα….Μια καρδιά πληγωμένη στάζει ακόμη αίμα, ένα καράβι που έσκιζε σίγουρα τον χρόνο…., κάποιους στίχους που ποτέ δεν απήγγειλε, κάποιους άλλους που άφησε στη μέση…., κάποιοι άλλοι που περιμένουν να τους τελειώσει….και κάποιοι άλλοι τελειωμένοι…, που απλά περιμένουν – αυτόν – να …τελειώσει …..

Κάθε βράδυ ξαπλώνει στις βουβές λέξεις του, τυλίγει κουβάρι το τσαλακωμένο του μυαλό και γίνεται ένα με το σκοτάδι… Κάθε βράδυ βλέπει τον εαυτόν του μόνο του…και η ησυχία της νύχτας του πέφτει χειρότερη όταν η ματιά του πέφτει μέσα στην καρδιά του….Εκεί να δεις …, απέραντο σκότος, ταραχή, πόνος και άνεμοι απειλητικοί….Και τα μάτια του στάζουν δάκρυα…και η ματιά του παραπατά ρημαγμένη και προσπαθεί να συρθεί και απόψε στο παγωμένο παράθυρο…και πρέπει να κοιτάξει ψηλά….Ξέρει πως σήμερα ή αύριο θα ‘χει πανσέληνο….και θέλει να φύγει με τα δίχτυα του ολόγιομου φεγγαριού για να χτίσει το «όνειρο», το ανεξιχνίαστο, να γνωρίσει το χαμόγελο μιας νύχτας διαφυγής και μετά να ανατείλει μαζί με τον χρυσαφένιο ήλιο και να πετάξει από μέσα του λάμψεις – σαν τον ήλιο – πυρκαγιές …..

uios

Το πρωινό όμως, τον βρίσκει και πάλι μόνο και ακουμπισμένο στο παγωμένο παράθυρο…. Μονάχα το φως της μέρας πονετικό αγκαλιάζει το κουρασμένο του κορμί. Παίζει με τα σκελετωμένα αχνά του δάκτυλα για λίγο…και ύστερα γλιστράει και φεύγει μέσα από την ανοιχτή παλάμη του και απλώνεται στους τοίχους του μικρού του, δωματίου….Το βλέμμα του είναι στραμμένο στο παγωμένο θολό τζάμι. Δίπλα του το κομοδίνο του, με το γνώριμο συρταράκι που κρατάει εκεί μέσα την καρδιά του, το βιός του όλο…Ένα ζευγάρι γυαλιά, την πίπα του, το ρολόι του, την Ιερά Σύνοψη και ένα πορτοφόλι συνήθως άδειο από λεφτά, μα γεμάτο όμως με φωτογραφίες,  γεμάτο αναμνήσεις…Ο καφετζής απέναντι και ο εφημεριδοπώλης θα του χαρίσουν λίγες στιγμές συντροφιάς, ένα γλυκό χαμόγελο που του ανακουφίζουν λίγο την απελπισία του…Το παγωμένο παράθυρο ανοίγει….και τα γνώριμα πρόσωπα ανταλλάσσουν πρωινές καλημέρες…Και αυτό ήταν…Μόλις το παράθυρο ξανακλείσει, παύουν και οι θόρυβοι της μέρας.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ: Γέρος σε θλίψη στο κατώφλι

της Αιωνιότητας, Βίνσεντ Βαν Γκογκ

 

Ακολουθεί ένας βαρύς αναστεναγμός, μια βαριά και ασήκωτη σιωπή…Κάπου κάπου ακούς και ένα ελαφρύ αναφιλητό…Και ήτανε κάποτε νέος και είναι τώρα γέρος….και ζει ανάμεσα σε θαμπές-θολές μορφές που δεν έχουν γίνει ακόμη σκοτάδι…Γέρασε …το νοιώθει…., το ξέρει…, τον τρυπούν της μοναξιάς του τα καρφιά….Το σώμα του τώρα θρυμματίζεται…Η δύναμη και η χάρη εξαφανίστηκαν. Πάντα χάνει …μια κάλτσα ή ένα παπούτσι, μα πάντα θυμάται τις χαρές, θυμάται τον πόνο…. Η γυναίκα του πέθανε νωρίς. Ο γιός του, ο μοναχογιός του χαμένος στα καράβια….Πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια….και τώρα μόνος και έρμος στο μικρό δωματιάκι του γηροκομείου…Είναι μεγάλη η κάθε μέρα που πρέπει να γεμίσει!!! Μα και κάθε βράδυ, ενώ ο μικρός γλόμπος στο ταβάνι, κουνά το κεφάλι του, πέρα-δώθε, λέγοντας κάθε φορά – πέρασε η ώρα – αυτός προσπαθεί να διακρίνει τί χρώμα έχουν οι σκιές της νύχτας….και πάντα μονολογεί … «να θυμηθώ να κοιτάξω ψηλά…» σήμερα ή αύριο θα΄ χει πανσέληνο….

 

Έ

ξω από το παγωμένο του παράθυρο οι μέρες περνούν και φεύγουν… Να και μια γάτα, αραιά και πού, ….τινάζεται από τον σκουπιδοτενεκέ…

Και οι πληγές του είναι πάντα ανοιχτές κι οι θάλασσες πάντα εκεί, αφρισμένες …

Και έρχεται η νύχτα και μετά πάλι η μέρα και αυτός εκεί καθισμένος πλάι στο παγωμένο παράθυρο…Όλα περνούν από πάνω του, όλα περνούν από μέσα του…. και αυτός, απλά,  μονολογεί …

«αν οι άνθρωποι, είχαν Θεό στην ζωή τους, δεν θα υπήρχαν γηροκομεία…, γιατί θα ζούσε ο ένας για τον άλλον και όχι ο ένας από τον άλλον…»

 

ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

 

Σχολιάστε

Top