Η επιτυχία μιας χώρας στο ποδόσφαιρο εξαρτάται από τρεις μεταβλητές: τον πληθυσμό της, το κατά κεφαλήν εισόδημά της και τις εμπειρίες της στο ποδόσφαιρο. Ας θυμηθούμε λίγο το Μουντιάλ (παγκόσμιο κύπελο) του 2002, όπου αναδύθηκαν και άλλες περιφερειακές χώρες: η Ιαπωνία έφτασε στο δεύτερο γύρο, οι Η.Π.Α. πήγαν στα προημιτελικά και στο ματς για την Τρίτη θέση, η Τουρκία, η οποία δεν είχε παίξει σε παγκόσμιο κύπελο από το 1954, επικράτησε της Κορέας..
Για την Τουρκία, όπως και για άλλες αναδυόμενες χώρες και οι τρεις μεταβλητές βελτιώθηκαν ταχύτατα. Πρώτα, οι Τούρκοι βελτίωσαν αισθητά το ποδόσφαιρό τους, αφού πριν το 2001 ήταν οι δεύτεροι χειρότεροι στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και τώρα βρίσκονται μέσα στη δεκάδα. Δεύτερον, δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η Τουρκία από αξιολύπητη ποδοσφαιρικά χώρα, έγινε μια απ΄ τις καλύτερες την ίδια ώρα που από ένα μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκό κράτος έφτασε να γίνει ένα έθνος με τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό μετά τη Ρωσία και τη Γερμανία. Ενδεικτικά, η Τουρκία είχε 19 εκατομμύρια πληθυσμό το 1945 που διπλασιάστηκαν ως το 1973 και το 2008 έφτασαν τα 72 εκατομμύρια, την ώρα που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ο πληθυσμός μειώνεται. Τέλος, η οικονομία της ανθίζει με μεγάλο ποσοστό των εσόδων της να προέρχονται από τον τουρισμό της γειτονικής μας χώρας.
Όσον αφορά, όμως, την Ελλάδα όλα τα παραπάνω αναιρούνται μαζί με την οικονομική άνθιση που πλέον έχει χαθεί και αυτή στις μέρες μας. Η Εθνική Ελλάδας έπαιζε ανυπόφορο ποδόσφαιρο και σε καμία περίπτωση δεν σε έλκυε να την παρακολουθήσεις. Εκτός της αποτυχημένης πορείας της στο Μουντιάλ του 1994, που η αποστολή της πήγε για «τουρισμό». Η Εθνική ομάδα δεν είχε καμία επιτυχία μέχρι το 2004, που έγινε το μεγάλο «θαύμα».
Η αρχή έγινε το 2002 με την πρόσληψη του Γερμανού προπονητή Ότο Ρεχάγκελ, ο οποίος την φόρτισε με μια γερή δόση εμπειρίας. Ωστόσο, αυτό που χαρακτήριζε τον ίδιο ήταν η έμμονη ιδέα του στην ομαδικότητα. Λάτρης της σκληρής δουλειάς και της πειθαρχίας, προσπαθούσε πάντοτε να φτιάξει οργανόγραμμα και κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ομοιογενές σύνολο παικτών που οδηγήθηκε στο 2004. Το γεγονός αυτό, σε σχέση με την μέχρι τότε πορεία της ομάδας στη διοργάνωση, θεωρούνταν υπέρβαση. Ωστόσο, η ομάδα κατάφερε να φτάσει στον τελικό με μια άλλη, μέχρι πρόσφατα «μικρή χώρα», την Πορτογαλία. Η Ελλάδα κέρδισε το κύπελλο και, σε συνδυασμό με τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, έφτασε στο αποκορύφωμα της αθλητικής άνθησης. Το ευρωπαϊκό κύπελο του 2004 έδειξε πως μια ομάδα με μέτριους παίκτες, χάρη σε έναν καλό προπονητή, στο ομαδικό πνεύμα και τη σκληρή δουλειά μπορεί να φτάσει αρκετά ψηλά.
Σιλαϊδής Κωνσταντίνος