ΦΡΑΓΜΑ

Περπάτησα μίλια
με φράγμα στα χείλια,
ώσπου έφτασα στο σταυροδρόμι•
που όσο κι αν πνίγω,
διεκδίκησαν λίγο
αέρα αλήθειας οι πόνοι.

Το βράδυ ετούτο θα ευθυμήσει,
όποιος εντός του έχει ποτίσει
ρίζα γερή να κρατηθεί•
να πιάσει του ονείρου ομπρέλα
και στου αλόγου του τη σέλα,
να γείρει ν’ αποκοιμηθεί.

Τυφλώνει απ’ τη γρίλια
της μέρας η ζήλια,
να πέφτει το φως στην πληγή.
Και αφού στόχο το ‘χει,
του κόσμου η απόχη
δεσμώτη να μ’ έχει στη γη,

τη μέρα ετούτη θα σκορπίσω
και τ’ άσπρο μου άλογο θα λύσω,
να πιεί στις λίμνες ουρανό•
να στάξει βρόχινο το δάκρυ,
να φτάσει στου ντουνιά την άκρη,
να λέει πως μ’ είχε για Θεό.

 

Γιώργος- Αλέξανδρος Παναγόπουλος

Σχολιάστε