Η ευχή των Χριστουγέννων

  Ζούσε κάποτε, στο κέντρο του Λονδίνου, ένα δεκάχρονο αγόρι που το λέγανε Ρίτσαρντ. Έμενε σε ένα μικρό σπίτι μαζί με την φτωχή οικογένειά του κάτω από άθλιες συνθήκες ζωής. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων μα κανείς δεν ήταν ενθουσιασμένος γι’ αυτό.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να βασιλεύει και το φεγγάρι είχε ξεκινήσει να προβάλλει το φως του, στον συννεφιασμένο ουρανό του Λονδίνου. Ο Ρίτσαρντ μόλις είχε πλαγιάσει στο μικροσκοπικό κρεβατάκι του σκεπτόμενος όλα αυτά τα οποία θα ήθελε να έχει. Προβληματιζόταν όμως για το τι θα ζητούσε από τους γονείς του για τα φετινά Χριστούγεννα. Κουρασμένος καθώς ήταν, μετά από τόσες σκέψεις, κατάφερε να κοιμηθεί μη ξέροντας τι θα ακολουθούσε στη συνέχεια…

Ξαφνικά διάφορες εικόνες άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη μέσα στο όνειρό του. Το σπίτι του δεν ήταν πια το φτωχικό σπιτάκι αλλά ένα τεράστιο αρχοντικό. Ο Ρίτσαρντ έκπληκτος από αυτή τη μεγάλη αλλαγή έμεινε να κοιτάει τον πολυτελή αυτόν χώρο άφωνος. Ξαφνιασμένος καθώς ήταν, άρχισε να ψάχνει τους γονείς του χωρίς μεγάλη επιτυχία. Καθώς τους αναζητούσε  παρατηρούσε συνάμα  τις πολυτελείς τραπεζαρίες με τα πλούσια γεύματα που υπήρχαν σε κάθε τραπέζι, τους μεγάλους πολυελαίους της κάθε αίθουσας όπως και τους καθρέφτες στους οποίους αντίκριζε ένα αγόρι διαφορετικό από αυτό που είχε συνηθίσει. Φορούσε κομψά ρούχα, γυαλισμένα παπούτσια και είχε χτενισμένα μαλλιά.

Ξάφνου ακούστηκε η φωνή της μαμάς να φωνάζει το όνομά του δυνατά. Ο Ρίτσαρντ ξύπνησε ευτυχισμένος μετά από το όνειρό του, αλλά τον περίμενε μια ακόμα έκπληξη. Όλα όσα είχε ονειρευτεί είχαν γίνει πραγματικότητα.  Οι τραπεζαρίες, τα φαγητά, οι πολυέλαιοι, τα ρούχα ήταν όλα πανομοιότυπα με αυτά που είχε δει στο όνειρό του. Η μητέρα του κι ο ίδιος παρατηρούσαν τα δωμάτια προσεκτικά. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους.

Μετά από λίγες ώρες, όταν όλοι κάθονταν μπροστά στο τζάκι ο Ρίτσαρντ είδε τους φίλους του να κοιτάζουν από το παράθυρο στενοχωρημένοι. Τότε του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Ήξερε τι θα ζητούσε τα φετινά Χριστούγεννα από τους γονείς του. Πήγε λοιπόν και τους ζήτησε να διοργανώσουν μία μεγάλη γιορτή με καλεσμένους όλους τους συγγενείς και φίλους. Σε αυτήν θα έτρωγαν όλοι μαζί το πλούσιο γεύμα που αναζητούσαν οι φίλοι του Ρίτσαρντ και εκείνος τόσα χρόνια.

    Μετά από αυτή την περιπέτεια ο Ρίτσαρντ κατάλαβε ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων είναι η συνεισφορά και η συμπόνια για τους συνανθρώπους μας και όχι τα ακριβά δώρα ή η εξαγορασμένη αγάπη.

Νεφέλη Ν.  – Αιμιλία Σ.

φωτογραφία: pixabay

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης