Ο όρος Άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιείται από τις θρησκείες που βασίζονται στην Αγία Γραφή για να περιγράψει είτε τη θεία δύναμη που βρίσκεται σε ενέργεια, είτε το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, το Άγιο Πνεύμα είναι μία από τις τρεις υποστάσεις ή πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, δηλαδή του ενός και μοναδικού Θεού, ομοούσιο (δηλαδή μοιράζεται την ίδια ουσία-ύπαρξη) με τον Πατέρα και τον Υιό. Επομένως το `Αγιο Πνεύμα είναι Θεός, που «συμπροσκυνείται και συνδοξάζεται» με τον Πατέρα και τον Υιό.
Με αυτή τη βάση, μία ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος που αναφέρεται συχνά στην Αγία Γραφή είναι ότι αποτελεί τη θεία δύναμη που ενέπνευσε τους προφήτες να προφητεύσουν τη γέννηση του Ιησού Χριστού και τα Πάθη του. Εντονότερα ωστόσο παρουσιάζεται το Πνεύμα του Θεού στην Καινή Διαθήκη: Κατά τη Βάπτιση του Χριστού, όπου εμφανίζεται με τη μορφή περιστεριού, ενώ συγχρόνως ακούγεται η φωνή του Θεού-Πατέρα (Θεοφάνια), αλλά και στην Πεντηκοστή ως μία «Θεία Ενέργεια» που εμπνέει τους μαθητές του Χριστού να μιλούν διάφορες γλώσσες. Από τον Ιησού Χριστό το `Αγιον Πνεύμα αποκαλείται και Παράκλητος.
Παρόλα αυτά, κάποιοι αρχιερείς, όπως ο Μακεδόνιος, υποστήριξαν από τα πρωτοχριστιανικά ήδη χρόνια ότι το `Αγιο Πνεύμα είναι κτίσμα-δημιούργημα του Θεού. Για να τους αντικρούσουν, οι Πατέρες της Εκκλησίας συνεκάλεσαν τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο το έτος 381, στην οποία δογμάτισαν το όγδοο άρθρο του «Συμβόλου της Πίστεως», που αποτελεί την ολοκλήρωση του Τριαδικού Δόγματος: ότι δηλαδή το Πνεύμα είναι «ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ» και εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα: Μέχρι σήμερα, ηΟρθόδοξη εκκλησία δέχεται την εκπόρευση μόνο από τον Πατέρα, ενώ κατά την Καθολική εκκλησία το `Αγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Η διαφορά αυτή είναι γνωστή ωςfilioque (λατ. «και εκ του Υιού»), και κατά την ορθόδοξη άποψη οι Ρωμαιοκαθολικοί υποβιβάζουν με τον τρόπο αυτό το `Αγιον Πνεύμα.
Αρχισυντάκτης: Παιδής Δημήτρης