Το ταξίδι του Οδυσσέα

Ο Δούρειος ίππος και η καταστροφή της Τροίας

Μετά το θάνατο του Αχιλλέα οι Αχαιοί απελπίστηκαν. Δεν πίστευαν πως θα κατάφερναν να κυριεύσουν την Τροία. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, σκέφτηκε ότι η Τροία δεν θα έπεφτε µε τα όπλα αλλά µε πονηριά. Συµβούλεψε λοιπόν τους Αχαιούς να φτιάξουν ένα µεγάλο ξύλινο άλογο, κούφιο από µέσα, το Δούρειο ίππο.
Το έφτιαξαν λοιπόν οι Αχαιοί κι έγραψαν πάνω του: «Δώρο των Αχαιών στην Αθηνά». Και µια νύχτα σκοτεινή µπήκαν µέσα στο άλογο ο Οδυσσέας, ο Μενέλαος, ο Διοµήδης, ο Νεοπτόλεµος, που ήταν γιος του Αχιλλέα, και µερικοί ακόµη γενναίοι Αχαιοί. Ο Αγαµέµνονας µε τον υπόλοιπο στρατό, αφού έκαψαν το στρατόπεδο, µπήκαν στα πλοία και πήγαν και κρύφτηκαν πίσω από την Τένεδο.
Το πρωί οι Τρώες, κοιτώντας από τα τείχη, δεν πίστευαν στα µάτια τους. Οι Αχαιοί είχαν φύγει και είχαν αφήσει πίσω τους µόνο ένα µεγάλο ξύλινο άλογο, δίπλα στο ακρογιάλι! Βγήκαν λοιπόν από τα τείχη, το πλησίασαν και είδαν πως ήταν αφιέρωµα στην Αθηνά. Πολλοί έλεγαν πως έπρεπε να το ανεβάσουν στην ακρό πολη της Τροίας, για να τους προστατεύει η θεά.
Άδικα η Κασσάνδρα, φώναζε πως µέσα στην κοιλιά του ήταν κρυµµένοι Αχαιοί. Κανένας δεν την πίστευε. Κι ένας Τρώας, ο Λαοκόoντας, που ήταν ιερέας του Απόλλωνα, είπε: «Να φοβάστε τους Αχαιούς ακόµη κι αν σας φέρνουν δώρα».

Αµέσως δυο τεράστια φίδια σταλµένα από τον Ποσειδώνα, βγήκαν από τη θάλασσα κι έπνιξαν τον Λαοκόοντα µαζί µε τα παιδιά του.
Βλέποντας το θαύµα αυτό οι Τρώες τρόµαξαν κι έσυραν το άλογο στην πόλη. Για να µπει, γκρέµισαν κι ένα µέρος απ’ τα τείχη της. Μετά έφαγαν, ήπιαν και γλέντησαν χαρούµενοι όλη τη µέρα. Τη νύχτα κοιµήθηκαν κουρασµένοι από το χορό κι από το φαγοπότι.
Τα µεσάνυχτα βγήκαν οι Αχαιοί από την κοιλιά του αλόγου. Έτρεξαν κι άναψαν φωτιές ψηλά στα τείχη κι άνοιξαν τις πύλες. Σε λίγο γύρισε κι ο στρατός από την Τένεδο. Μπήκαν όλοι οι Αχαιοί στην Τροία, σκότωσαν τους πολεµιστές και πήραν σκλάβους τα παιδιά και τις γυναίκες. Ο Μενέλαος έτρεξε στο παλάτι του Πρίαµου και πήρε πίσω την Ελένη. Μετά έβαλαν φωτιά κι έκαψαν την πόλη, χωρίς να σεβαστούν ούτε τους ναούς των θεών.
Το πρωί φόρτωσαν τα πλοία τους µε λάφυρα και ξεκίνησαν για να γυρίσουν στην πατρίδα.

260269012 224628909737170 5994930126523851942 n 259981584 1113029082837153 6230511930451798168 n 259964809 460166295485879 6647633487771493777 n 259618455 248954110561450 1041307053447569428 n 260343839 461858378885461 31155815256584699 n 259621560 381573387098411 2868216555783412100 n 260254827 927844574529973 3837086735887728615 n

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Αφού έπεσε η πόλη του Πριάµου και τέλειωσε ο δεκάχρονος Τρωικός πόλεµος, ξεκίνησαν τα πλοία των Αχαιών, για να γυρίσουν στην πατρίδα. Όµως οι θεοί του Ολύµπου ήτανε θυµωµένοι, γιατί µέσα στην Τροία οι Αχαιοί έκαψαν τους ναούς τους. Γι’ αυτό τους έστειλαν ανέµους δυνατούς κι άγρια θαλασσοταραχή, για να δυσκολέψουν το ταξίδι τους. Όλοι όµως γύρισαν γρήγορα στα σπίτια τους. Μόνο ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος βασιλιάς απ’ την Ιθάκη, περιπλανήθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια σε θάλασσες και σε χώρες µακρινές και πέρασε πολλές ταλαιπωρίες, ώσπου να φτάσει στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Τις περιπέτειες του Οδυσσέα µέχρι την επιστροφή του στην Ιθάκη µάς τις λέει ο Όµηρος στο έργο του «Οδύσσεια».

260783915 586836265870360 4591950713259841964 n

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ

Ο Οδυσσέας έφυγε µε δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα.

Ζωγράφισε ότι σου έκανε εντύπωση από το ταξίδι του Οδυσσέα στη χώρα των Κικόνων.

260221016 2408512376006818 5217071282881899247 n

Έφτιαξα τον πόλεμο.

Οι σύντροφοι του Οδυσσέα κοιμήθηκαν και ο Κίκονες τους επιτέθηκαν.

Ζωγράφισα τη μάχη που έγινε  μεταξύ των Κικόνων και των συντρόφων του Οδυσσέα.

Έφτιαξα έναν Κίκονα με το άλογό του.

Ένας Κίκονας ,έναν σύντροφο του Οδυσσέα.

Ο Οδυσσέας φωνάζει στο καράβι : Ελάτε!!».

Ζωγράφισα τον πόλεμο μεταξύ των Κικόνων και των συντρόφων του Οδυσσέα.

Ζωγράφισα έναν  Κίκονα που σκότωσε έναν  σύντροφο του Οδυσσέα.

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΛΩΤΟΦΑΓΩΝ

Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ανήσυχος ο Οδυσσέας πήγε να τους βρει. Τους πήρε µε το ζόρι κι αµέσως διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν.

260570731 923690981868570 5813829051671953130 n 260469775 600046981319105 6873136903341279822 n 259718098 930566174550806 3047168165661061237 n 259761942 4391851974274153 9029389169821737211 n 259951535 463294718692108 4427016461026315839 n

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.
Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω.Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.
Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.

Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. «Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. «Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. «Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.
Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ’ τη σπηλιά «Τι έπαθες, Πολύφηµε», ρωτούσαν. «Με τύφλωσε ο Κανένας». «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζεις» του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι.
Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά του πιο µεγάλου ζώου. Ο Κύκλωπας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν, και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.
Όταν βγήκαν όλοι απ’ τη σπηλιά, έτρεξαν στο καράβι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας.
«Πολύφηµε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την Ιθάκη». Άρπαξε τότε ένα τεράστιο βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε. Κι αµέσως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, µα αν είναι να γυρίσει, να περάσει χίλια βάσανα, να φτάσει µόνος, µε ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συµφορές».

260699574 444925990676449 2913931742562877665 n

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης