Δίνω το δικό μου τέλος στο διήγημα «ο πιστός φίλος» του Ηλία Δ.

-          Φυσικά και θα πάω να φέρω τον γιατρό, φίλε μου. Σε ευχαριστώ που με σκέφτηκες αμέσως. Έτρεξε σπίτι του, φόρεσε το παλτό και τον σκούφο του και ξεκίνησε. Ο μυλωνάς τον κοίταγε από μακριά, ώσπου γύρισε και έφυγε.

Ο μικρούλης Χανς είχε μεγάλο και μακρύ ταξίδι. Στο σπίτι του γιατρού οδηγούσε ένας μακρύς και δύσκολος δρόμος. Είχε λακκούβες και ο καθένας μπορούσε να σκοντάψει και να πέσει. Ξαφνικά πήδηξε κάτι πάνω του και τρόμαξε πολύ. Κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία του και αντίκρισε ένα άλογο. Το πλησίασε και το χάιδεψε. Το άλογο έδειχνε να το απολαμβάνει και τον δέχτηκε στην πλάτη του. Με το άλογο ο Χανς θα πήγαινε πολύ πιο γρήγορα.

Όταν έφτασαν στο σπίτι του γιατρού και του εξήγησε τι συνέβη, ο γιατρός πήρε και αυτός το δικό του άλογο και ξεκίνησαν. Ξημέρωνε και στο χωριό είχαν αρχίσει κιόλας να κυκλοφορούν άνθρωποι. Ο μυλωνάς καθόταν στον καφενέ και έπινε τσίπουρα παίζοντας τάβλι. Μόλις εμφανίστηκε ο Χανς, ο μυλωνάς τα έχασε. Δεν τον περίμενε τόσο νωρίς αλλά και ο Χανς δεν περίμενε να δει τον μυλωνά στον καφενέ. Ο Χανς δεν πίστευε στα μάτια του.

-          Μα πώς τολμάς να είσαι εδώ; Ο γιος σου είναι χτυπημένος και εσύ κάθεσαι και πίνεις παίζοντας τάβλι; Γι΄αυτό με έστειλες να πάω στον γιατρό νυχτιάτικα; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Ο μυλωνάς που τα είχε ακόμα χαμένα, είδε τον Χανς να γυρίζει την πλάτη και να φεύγει.

Μετά από αυτό είναι σίγουρο πως η φιλία τους τελείωσες και ο μυλωνάς δε θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον μικρούλη Χανς ποτέ ξανά.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης