Ινδία

Η Ινδία, ή επίσημα Δημοκρατία της Ινδίας (Bhārat Ganarājya) είναι χώρα στη Νότια Ασία. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως σε πληθυσμό μετά την Κίνα, με 1.380.004.000 κατοίκους[3], με βάση τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2020, και η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση με 3.287.263 τ.χλμ..[7] Εκτείνεται ανάμεσα στα Ιμαλάια όρη και τον Ινδικό ωκεανό από τον οποίο ορίζεται στα νότια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά. Συνορεύει ανατολικά με το Μπανγκλαντές και τη Μιανμάρ, βόρεια με την Κίνα και τα κρατίδια Μπουτάν, Νεπάλ, βορειοδυτικά με το Πακιστάν, ενώ δυτικά βρέχεται από την Αραβική θάλασσα και νότια-νοτιοανατολικά από τον Ινδικό ωκεανό και τον κόλπο της Βεγγάλης. Η Ινδία, κατά τη διάρκεια της ιστορίας υπήρξε κοιτίδα και σταυροδρόμι πολλών σημαντικών πολιτισμών και θρησκειών. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα σταδιακά υποτάχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το 1947 απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά από γενικευμένο αγώνα αυτοδιάθεσης που χαρακτηρίστηκε από μη βίαιες αντιδράσεις. Σήμερα η Ινδία είναι από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρόλο που η φτώχεια παραμένει έντονο κοινωνικό φαινόμενο.

Ιστορία

Οι πρώτοι ιθαγενείς κάτοικοι της χώρας εξοντώθηκαν ή αφομοιώθηκαν από λαούς που κατέβηκαν από το Βορρά το 2.000 π.Χ. και επέβαλαν θρησκεία που τους ευνοούσε (το Βεδισμό). Ως αντίδραση σ” αυτήν την καταπίεση γεννήθηκε ο Βουδισμός, ο Ζαϊνισμός και πολλές αιρέσεις των τριών αυτών θρησκειών που προκάλεσαν φυλετικούς και πολιτικούς αγώνες ανάμεσα στις κατά τόπους ηγεμονίες. Ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος Α΄ επωφελήθηκε από τις διαμάχες αυτές και εισέβαλε στο παράκτιο δυτικό τμήμα της χώρας που το κατέλαβε το 517 π.Χ. Κατά την αρχαιότητα η Ινδία ήταν χωρισμένη σε 118 βασίλεια (όπως γράφει ο Μεγασθένης που έγραψε πρώτος για τον ινδικό κόσμο) και ο λαός του κάθε βασιλείου διαιρούνταν σε 7 τάξεις (ή κάστες) δηλαδή τους φιλόσοφους (Βραχμάνες), τους γεωργούς, τους βοσκούς, τους τεχνίτες, τους στρατιώτες, τους επόπτες και τους συμβούλους του βασιλιά. Για πρώτη φορά οι Ινδοί ήρθαν σ” επαφή με το δυτικό κόσμο, με την προέλαση του Μεγάλου Αλέξανδρου μέχρι τον Ινδό ποταμό. Η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Ινδούς υπήρξε βαθιά. Δείγματά της ανακαλύπτουμε πολλά στην ινδική τέχνη. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου δημιουργήθηκαν ινδικά κρατίδια με Έλληνες ηγεμόνες που διατηρήθηκαν μέχρι το 50 π.Χ. (κατά την περίοδο αυτή διαδόθηκε ευρύτατα ο Βουδισμός που δημιουργήθηκε γύρω στα 1700 π.Χ. ως αντίδραση προς τον Βεδισμό). Από τότε νέα φύλα εισβάλλουν από την κεντρική Ασία στην Ινδία και επικρατούν. Τον 7ο αιώνα η Ινδία εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη σε κρατίδια, από τα οποία σπουδαιότερα ήταν το Κασμίρ και το Νεπάλ. Από αυτήν την εξασθένηση της χώρας επωφελήθηκαν οι μουσουλμάνοι, που εισέβαλαν για πρώτη φορά το 711 και υπόταξαν τις χώρες γύρω από τον Ινδό. Η μουσουλμανική κατάκτηση της Ινδίας ολοκληρώνεται στις αρχές του 14ου αιώνα. Επικίνδυνοι αντίπαλοι των μουσουλμάνων ηγεμόνων αρχίζουν να γίνονται τότε οι Μογγόλοι. Στο τέλος του 14ου αιώνα εισέβαλε στην Ινδία ο Ταμερλάνος και οι ταταρικές ορδές που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Μετά την ταταρική εισβολή ακολούθησε η επικράτηση των Μογγόλων που τη διαδέχθηκε η αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής διείσδυσης υπήρξαν οι Πορτογάλοι. Ο Βάσκο ντα Γκάμα, που ονομάστηκε αντιβασιλιάς της Πορτογαλίας στην Ινδία το 1524, θεμελίωσε την εκεί πορτογαλική κυριαρχία. Αυτή διήρκεσε πολλές δεκάδες χρόνια και υπήρξε απόλυτη στη δυτική ακτή της ινδικής χερσονήσου. Κατά τις αρχές του 17ου αιώνα αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τους Πορτογάλους οι Ολλανδοί και κυρίως οι Άγγλοι. Αυτοί, με την «Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών» που έγινε πανίσχυρη, απέκτησαν σημαντικά πρακτορεία και προνόμια στην Ινδία. Επί δυο αιώνες (17ο και 18ο) αγγλικά και γαλλικά συμφέροντα ανταγωνίζονταν στην Ινδία με αποτέλεσμα να επεκτείνουν βαθμηδόν την επιρροή τους, άλλοτε με τη βία και άλλοτε με την υπογραφή συμφωνιών με τους ντόπιους ηγεμόνες σ” όλη την ινδική χερσόνησο. Τελικά επικράτησαν οι Άγγλοι, που, αφού αντιμετώπισαν εξεγέρσεις των ιθαγενών, καθαίρεσαν τον τελευταίο Μογγόλο ηγεμόνα το 1857 και μεταβίβασαν (το επόμενο έτος) την εξουσία από την «εταιρεία των Ινδιών» στο αγγλικό στέμμα. Το 1877 η βασίλισσα Βικτώρια ονομάστηκε «αυτοκράτειρα των Ινδιών». Ακολούθησαν ακούραστες προσπάθειες των Ινδών να απαλλαγούν από την αγγλική κυριαρχία, ειρηνικές κι ένοπλες εξεγέρσεις που πνίγηκαν στο αίμα. Το 1885 ιδρύθηκε το «Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο», το οποίο έθεσε ως στόχο του την απελευθέρωση της Ινδίας και έγινε ισχυρότατη οργάνωση, υποστηριζόμενη από όλους τους Ινδούς. Κατά τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ινδοί πολέμησαν στο πλευρό των Άγγλων, πιστεύοντας ότι η λήξη του πολέμου θα σήμαινε την ανεξαρτησία τους. Επικεφαλής του κινήματος είχε τεθεί ο Μαχάτμα Γκάντι, που επιδίωξε να εξαναγκάσει τους Άγγλους να δεχτούν το αίτημα των συμπατριωτών του για ανεξαρτησία με την «παθητική αντίσταση». Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε τo 1948. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου έγιναν πολλές ένοπλες εξεγέρσεις των Ινδών, που πολέμησαν και πάλι στο πλευρό των Άγγλων στο Β” Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέλος, μετά από μακρές και δυσχερείς διαπραγματεύσεις, το 1947 η Ινδία χωρίστηκε σε δύο αυτόνομα κράτη, στο πλαίσιο της βρετανικής κοινοπολιτείας: το Πακιστάν και τη μεγάλη, αυτόνομη Ινδική Δημοκρατία. Η σινο-ινδική παραμεθόριος διένεξη προσέλαβε το 1962 διαστάσεις διεθνούς αλλά και εσωτερικής κρίσης στην Ινδία, όταν τον Οκτώβριο κινεζικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ινδικό έδαφος, στις βορειοανατολικές περιοχές πάντω από το κρατίδιο του Άσαμ. Ήδη από το 1956 η Κίνα, επιδιώκοντας τη συνένωση των νοτιοανατολικών περιοχών της με το Θιβέτ, κατέλαβε τμήμα εδάφους στη βορειοδυτική Ινδία. Στην εύθραυστη Ινδία του 1962, το δεξιό κόμμα των Ινδουιστών, αλλά και φοιτητές, διαδήλωναν στο Νέο Δελχί. Όταν μετά τις σφοδρές συγκρούσεις οι Κινέζοι προωθήθηκαν και οι Ινδοί υποχωρούσαν, διαδηλωτές ζητούσαν αδιαλλαξία, ενώ εκατοντάδες γυναίκες «τέθηκαν στη διάθεση του έθνους» σε πορεία στην Καλκούτα. Η κρίση έληξε με κατάπαυση του πυρός τον Δεκέμβριο του 1962, αφού προηγουμένως ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού ζήτησε βοήθεια από τις.

Φύση – Κλίμα

Παραλία στη νότια Ινδία Βουνά στη Βόρεια Ινδία Η χώρα διαιρείται σε τρία κύρια φυσικά διαμερίσματα: Το βόρειο μεγάλο ορεινό τείχος, που αποτελείται κυρίως από τα Ιμαλάια και τις παρυφάδες του, τη μεγάλη χαμηλή πεδιάδα, που βρίσκεται νότια του ορεινού τείχους και διαρρέεται από τους μεγάλους ποταμούς Γάγγη, Ινδό (γι” αυτό ονομάζεται Ινδογαγγική) και Βραχμαπούτρα, και το νότιο μεγάλο οροπέδιο που ονομάζεται Ντεκκάν και καταλήγει στο ακρωτήριο Κομορίν, το νοτιότερο της Ινδίας. Η Σρι Λάνκα (πρώην Κεϋλάνη) και μερικά μικρά νησιά που προεκτείνονται βαθιά στον Ινδικό ωκεανό αποτελούν γεωλογική συνέχεια της Ινδικής χερσονήσου. Εκτός από τις ψηλές ορεινές περιοχές της, η Ινδία δέχεται την επίδραση της τροπικής θερμότητας με μέση ετήσια θερμοκρασία 24-28 °C. Το κλίμα της επηρεάζεται από τους ετήσιους ανέμους μουσώνες (μουσούν). Διακρίνουμε κυρίως 3 εποχές: τον ήπιο και χωρίς πολλές βροχές χειμώνα, τη θερμή και ξερή άνοιξη και το υγρό, τροπικό καλοκαίρι. Η καθυστέρηση της βροχής συχνά καταστρέφει τις καλλιέργειες και προκαλεί ομαδικούς θανάτους από πείνα. Η σοδειά καταστρέφεται πολλές φορές εξαιτίας καταρρακτωδών βροχών που προκαλούν μεγάλης έκτασης πλημμύρες. Η βλάστηση της Ινδίας μοιάζει με την αφρικανική. Στα ινδικά δάση συναντάται μεγάλη ποικιλία τροπικών φυτών και ζώων.