
[Οι Φαναριώτες 1]
Διασκευή από το μυθιστόρημα του Θανάση Πετσάλη Διομήδη «Οι Μαυρόλυκοι» Τόμος Β. σελ. 101-102 Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2006
Ο γέρο- Μαύρολυκος πέθανε γρήγορα από ευλογιά 58 χρόνων άνθρωπος. Μείνανε λοιπόν τότε ο Στέφανος και ο Γιάγκος κληρονόμοι. Τα είχε στείλει ο γέρος αυτά τα παιδιά να μάθουν ελληνικά στο Βουκουρέστι. Ύστερα ο Στέφανος πήγε να σπουδάσει γιατρός στην Πάντοβα της Ιταλίας. Ο Γιάγκος έμεινε στην Βλαχία υπασπιστής σε κάποιον αξιωματούχο. Του άρεσαν τα πολεμικά και χειριζόταν το σπαθί σαν να ήταν το δεξί του χέρι. Ο Στέφανος γύρισε γιατρός από την Πάντοβα. Κι όμως ο πατέρας του φρόντισε να τον διορίσει Σπαθάρη (αξιωματούχο) στη Βλαχία. Ήθελε βλέπεις ο γέρος να ανοίξει το παιδί του το δρόμο για τις Ηγεμονίες. Τον πάντρεψε κιόλας με μία ανιψιά του Σκαρλάτου από τις πιο ονομαστές και πλούσιες οικογένειες και του είπε:
-Άκου παιδί μου στη ζωή πετυχαίνει όποιος έχει τρία πράγματα: υγεία, χρήματα και υπομονή. Υγεία έχεις, χρήματα έχω, υπομονή ας σου δώσει ο Θεός.
Σούρωσε τα φρύδια και πρόσθεσε πιο χαμηλά:
- Αρκεί να τα μεταχειριστείς όπως πρέπει, όπου πρέπει και όταν πρέπει. Το πώς πρέπει σου το έμαθα. Το που και το πότε θα σου το μάθουν οι περιστάσεις.
Σούρωσε τα χείλια και ολοκλήρωσε:
-Αρκεί να έχεις μάτι, αυτί και μέση. Με το μάτι ζυγίζεις, με το αυτί αγοράζεις, με τη μέση σκύβεις…σκύβεις και μαζεύεις.
Έτσι ξεκίνησε ο Στέφανος για να εργαστεί στη Βλαχία. Όταν μάλιστα έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας ο Κωνσταντίνος Μπρανκοβεάνου, εκτίμησε τις ικανότητες του Στέφανου και τον έκανε ακόλουθό του. Εκεί εργάστηκε καλά ο Στέφανος. Ενίσχυσε την ελληνική Ακαδημία του Αγίου Σάββα και μόχθησε να επιβληθεί η ελληνική στα επίσημα έγγραφα της Ηγεμονίας. Ακόμη χάρη στη σχέση του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο έφερε στην ηγεμονία Έλληνες, ανώτερους κληρικούς και στο τέλος βοήθησε τους Έλληνες εμπόρους να πάρουν στα χέρια τους όλο το εμπόριο της Ουγγροβλαχίας.
Πέρσι όμως, όταν έπεσε ο Ηγεμόνας Μπρανκοβεάνου, έπεσε το κεφάλι του απ” το σπαθί του δήμιου, ο Στέφανος σώθηκε μόλις με τη βία. Πλήρωσε στον Μεγάλο Βεζύρη 200 πουγκιά χρυσά γρόσια για το κεφάλι του, ήρθε εδώ στην Πόλη και κλείστηκε στο παλιό ξύλινο σπίτι χαμένος πια από τα μάτια του κόσμου…