ΑΝΤΩΝΟΥΣΑ ΚΑΣΤΑΝΗ
Ήταν από την Κερά Κισάμου. Στο μεγάλο ξεσηκωμό του 1866-69 ήταν 22 χρονών. Σκότωσε του Τούρκο Μουσά – δερβίση. Η παράλογη απαίτησή του να ζητά επίμονα τα κατοικίδια ζώα του σπιτιού της για το συσσίτιο των ανδρών του τουρκικού στρατοπέδου στο Καστέλι αποτέλεσε την αφορμή της δολοφονίας του. Ζώστηκε η Αντωνούσα τ’ άρματά του και βγήκε στο βουνό με τους άντρες πολεμιστές της Κισάμου.
Παίρνει μέρος σε πολλές μάχες από το 1866 έως το 1897. Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία που έδειχνε σε κάθε μάχη έκανε τον οπλαρχηγό της να αισθάνεται υπερήφανος. Έγραψε την δική της ιστορία αλλά και η ιστορία ευτυχώς δεν την ξέχασε. Τοποθέτησε τη θρυλική μορφή της δίπλα στις φωτογραφίες των οπλαρχηγών και των άλλων Κρητικών ηρώων στο ιστορικό αρχείο Κρήτης όπου διαβάζουμε:
«Ανδρικά ενδεδυμένη και φέρουσα την σπάθην και το πυροβόλον, εμάχετο παρά το πλευρόν των ανδρών. Κατήγετο εκ Κεράς Κισάμου»
Ο λαός λέει ότι οι Τούρκοι την συνέλαβαν και την έβαλαν στις μυλόπετρες που βάζαν τις ελιές για να βγάλουν το λάδι και την συνέθλιψαν.
ΑΝΝΑ ΚΑΛΛΕΡΓΗ
Γεννήθηκε στη Ρογδιά Μαλεβιζίου το 1841 και ήταν κόρη του οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Καλλέργη. Ακολούθησε τον ηρωικό πατέρα της και πήρε μέρος σ’ όλες τις μάχες που έγιναν στο Μαλεβίζι. Όταν το χωριό της, η Ρογδιά, είχε πολιορκηθεί από τους Τούρκους, εκείνη πήρε το όπλο πολεμώντας μαζί με τους άνδρες μαχητές και απώθησαν τους Τούρκους από το χωριό. Τραυματίστηκε και η ίδια σοβαρά στο κεφάλι. Η επαναστατική δράση τής οικογένειάς της, αποτελεί την αιτία ενός άγριου διωγμού της από τους Τούρκους. Αναγκάζεται η οικογένεια και μετοικεί στο Σέλινο.Εκεί παντρεύτηκε τον Ι. Κοντογιάννη από τον Πελεκάνο του Σελίνου και συνέχισε τη δράση της ως Κοντογιάνναινα ή Καπετάν Γιάννενα ή Σπανονικολής. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στην περιοχή των Χανίων και η Κοντογιάνναινα γίνεται θρύλος.
Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 1938 και της αποδόθηκαν τιμές οπλαρχηγού όπως της άξιζαν.
ΣΓΟΥΡΟΦΥΛΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΣΟΥΛΗ ΜΠΟΥΡΜΠΑΧΗ
Σκοτώθηκαν πολεμώντας στην καταστροφή του Ιμπραήμ Αληδάκη στο Εμπρόσνερο Αποκορώνου το 1774, όπως διασώζει δημοτικό τραγούδι της εποχής.
ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΑΚΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΟΥΠΑΣΗ ΠΑΤΣΟΥΡΟΖΑΜΠΙΑ
Πήραν μέρος πολεμώντας στην πολιορκία του Πύργου του Αληδάκη στο Εμπρόσνερο το 1774.
Η αδελφή του μοναχού της Μονής Οδηγήτριας Ιωάννου Μαρκάκη η Ξωπατέρα πολέμησε μαζί με τον αδελφό της στην πολιορκία του πύργου του Ξωπατέρα.
Από το βιβλίο του Γεώργιου Ι. Παναγιωτάκη «Η γυναίκα της Κρήτης στο χθες και το σήμερα»
ΟΙ ΣΚΛΑΒΕΣ
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη κατηγορία γυναικών, καθόλου μάλιστα ευκαταφρόνητη, που έγινε αντικείμενο αγοραπωλησίας για διάφορους λόγους και κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες δουλεμπορίου. Από το τουρκικό αρχείο Ηρακλείου δανειζόμαστε την περίπτωση δούλης που πουλήθηκε, γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί, όπως προκύπτει από το με αριθμό 573/16 Μαΐου 1672 μεταφρασμένο έγγραφο, που λέει:
«Ο Σινάν Μπεσέ… κατέθεσεν… τα ακόλουθα: Επειδή η με κεχωρισμένους οφρύς, γαλανούς οφθαλμούς και μεσαίου αναστήματος ιδιόκτητος δούλη μου Αννίκα, χριστιανή την εθνότητα, ηρνήθη να ασπασθή τον ισλαμισνόν, την επώλησα αντί 56 ασλανίων γροσίων και την παρέδωσα εις τον Μεναχίμ, παρά του οποίου, μετά την αποχοχήν της αγοράς και την παραλαβήν της πωληθείσης, έλαβον ανελλιπώς το ποσόν των 56 ασλανίων γροσίων. Από τούδε και εις το εξής η δούλη αυτή είναι ιδιοκτησία εξ αγοράς του ρηθένος Μεναχίμ, ουδέν δε δικαίωμα σχέσεως και μετοχή κέκτημαι εγώ επ’ αυτής».
Εκτός όμως από τις μεμονωμένες περιπτώσεις έχουμε και ομαδικές αγοραπωλησίες γυναικών με την τιμή πώλησης της καθεμιάς. Αυτό συνέβη με την κατάληψη του φρουρίου της Σπιναλόγκας, όταν με αυτοκρατορική διαταγή πωλήθηκαν 243 γυναίκες στο σκλαβοπάζαρο του Ηρακλείου, απέναντι από το κτίριο της σημερινής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Από την απάνθρωπη αυτή πράξη, που φέρνει τον τίτλο «ονομαστικός κατάλογος των πωληθέντων της Σπιναλόγκας» με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 1717 και αριθμό μετάφρασης του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου 1891, σημειώνουμε ενδεικτικά μικρό αριθμό γυναικών: α) Εργίνα εχθρά, ετών 50, η κόρη της Τζουβάνα ετών 7, η κόρη της Ελενιά ετών 6, ο υιός της Νικολός ετών 5. Άτομα 4. Αξία: γρόσια 270 β) Σοφία, εχθρά, ετών 90. Αξία: γρόσια 26,5 γ) Εργίνα, εχθρά ετών 20,. Εν άτομον. Αξία: γρόσια 199 δ) Μαρίτα, εχθρά, ετών 40 Εν άτομον. Ο υιός της Μανώλης ετών 6 Ατομα 2 Αξία: γρόσια 171 ε) Η κόρη της Σοφούλα, ετών 20 Εν άτομον Αξία: γρόσια 381 στ) Αυγουστίνα, παρθένος, ετών 25 εν άτομον Αξία: γρόσια 180 ζ) Παπαδιά εχθρά, ετών 70 Εν άτομον. Αξία: γρόσια 130 η) Ελιά, γυναίκα 40 ετών, εν άτομον. Αξία: γρόσια 130 θ) Ελιά, παρθένος, 16 ετών Εν άτομον. Αξία: γρόσια 177,5 ι) Σοφούλα, εχθρά, 50 ετών Εν άτομον Αξία: γρόσια 62,5.
Πέρα από την πλειοδοσία αυτή εισπράχθηκε ειδικό κονδύλι από την πώληση και των αποσκευών τους ακόμα. Η ανθρώπινη συνείδηση εξεγείρεται και η Κρητική ψυχή βουρκώνει όταν αναλογίζεται που θα βρεθούν οι άνθρωποι αυτοί. Σε ποια παζάρια της Ανατολής θα ξαναπουληθούν σαν ζώα και τι θα βιώσουν.
Από το βιβλίο του Γεώργιου Ι. Παναγιωτάκη «Η γυναίκα της Κρήτης στο χθες και το σήμερα»
ΟΙ ΣΚΛΑΒΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΥΖΥΓΟΙ
ΕΛΕΝΗ ΒΟΛΑΝΗ
Καταγόταν από τα Σκουλούφια του Μυλοποτάμου. Κατά την επανάσταση του 1821 ο Μουσταφά Ναϊκή Πασάς άρπαξε με τη βία την Ελένη, «περιάκουστον περί κάλλει», όπως την χαρακτήριζαν. Ήταν ευνοούμενη στο χαρέμι του κι έγινε τελικά γυναίκα του. Στο Ηράκλειο μάλιστα ακουγόταν ως «Μουσταφά Πασάδαινα».
Όταν ο Μουσταφά Πασάς έγινε μέγας Βεζίρης και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ανήγειρε μεγαλοπρεπές μέγαρο. Στο μέγαρο αυτό κτίστηκε και χριστιανική εκκλησία, στην οποία τελούσε τη θεία λειτουργία ορθόδοξος ιερέας τον οποίο μισθοδοτούσε ο ίδιος. Όταν μάλιστα η Ελένη πέθανε, κηδεύτηκε ως Χριστιανή.
Ο Μουσταφά Πασάς για τη μακρόχρονη παραμονή του στην Κρήτη, πήρε την επωνυμία Γκιριτλή, δηλαδή Κρητικός. Για πολλούς παραμένει απορίας άξιο πως συνδυάζεται η γνωστή σκληρότητά του, η απληστία του και η αγριότητά του με την ευγένεια και την ανωτερότητα που επιδείκνυε στη γυναίκα του. Ο Μουσταφά απέκτησε μαζί της τρεις γιούς. Τον Βελιουνδίν Ριφάτ Πασά (Βελή Πασά), τον Χασάν Πασά και τον Μεχμέτ Βέη.
Η Ρεθύμνια Σουλτάνα ΡΕΜΠΙΑ ΓΚΙΛΝΟΥΣ
( ΕΥΓΕΝΙΑ Ή ΕΥΜΕΝΙΑ ΒΕΡΓΙΤΣΗ)
Τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατό της, η ιστορία της γυναίκας αυτής συνεχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον των ιστορικών ερευνητών, γεγονός, που αποδεικνύεται από το ότι στην Ισπανία προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες ιστορικό ντοκιμαντέρ για την περίοδο δράσης της Ρεμπιά Γκιουλνούς, ενώ ανάμεσα στα βιβλία που ανατυπώνονται από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη και τον Δήμο Ηρακλείου είναι το συγγραφικό πόνημα του Νικόλαου Σταυρινίδη «Ρεμπιά Γκιουλνούς η Ρεθύμνια Χριστιανή Σουλτάνα».
Η νεαρή χριστιανή, κόρη Ιερέα από το Ρέθυμνο, η Ευμενία Βεργίτση, μέσα από μια ομιχλώδη διαδρομή στα σκοτεινά χαρέμια του Τόπ Καπί Σαράϊ όπου οδηγήθηκε παιδούλα, δεν κατάφερε μόνο να αναρριχηθεί στο υψηλότερο γυναικείο αξίωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά κυρίως να επικρατήσει και ουσιαστικά να διακυβερνήσει αρχικά ως Χασεκί Σουλτάνα και ακολούθως ως Βαλιδέ Σουλτάνα επηρεάζοντας και ελέγχοντας την πολιτική και τη δράση τριών Σουλτάνων!
Στους πολλούς αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελάχιστες γυναίκες έμειναν στην ιστορία. Ανάμεσα τους είναι η Εμετουλάχ Ρεμπιά Γκιουλνούς, δηλαδή η Χασεκί του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ και Βαλιδέ (=μητέρα) των Σουλτάνων Μουσταφά Β’ και Αχμέτ Γ’.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ναϊμά ευθύς μετά την άλωση του Ρεθύμνου τον Οκτώβριο του 1648 από τον Χουσεΐν Πασά, συνελήφθησαν και στάλθηκαν ως δώρο στο Σουλτάνο Ιμπραήμ Α’ είκοσι Ρεθεμνιώτες καπεταναίοι, δέκα ρωμαλέοι προύχοντες και δέκα κορίτσια ως σκλάβες για το χαρέμι του. Οδηγήθηκαν εκεί από τον Αλή Αγά, ο οποίος μετέφερε και την είδηση της κατάληψης της πόλης.
Ακολούθως το 1663 ο Μεχμέτ Δ’ φαίνεται να έχει πρώτη σύζυγο, δηλαδή Χασεκί Σουλτάνα την Ρεμπιά Γκιουλνούς, η οποία αναφέρεται καταγωγής Ρεθύμνου. Πιθανόν, δηλαδή, να ήταν μία από τις δέκα σκλάβες που είχαν σταλεί δώρο στον πατέρα του το 1648, κάτι το οποίο δεν αποδεικνύεται, όπως υποστηρίζει ο Ν. Σταυρινίδης, αφού δεν αποκλείεται να υπήρχαν και άλλες απαγωγές γυναικών στα μετέπειτα χρόνια.Σε κάθε περίπτωση, μετά την άλωση του Ρεθύμνου και πριν το 1663 η Ευμενία Βεργίτση βρέθηκε στο χαρέμι του Τοπ Καπί και στην κλίνη του Σουλτάνου Αχμέτ Δ’ που την ερωτεύτηκε παράφορα και της παραδόθηκε πλήρως.
Εκείνο το οποίο επίσης έχει ενδιαφέρον, είναι, ότι για πολλούς, λόγω επωνύμου, η καταγωγή της Βεργίτση ήταν από την περιοχή Μυλοποτάμου αφού σε χωριά της επαρχίας αυτής συνηθίζεται το συγκεκριμένο επώνυμο ενώ έχει υποστηριχτεί, ότι ο πατέρας της Ιερέας ήταν από τους Ασυρώτους, σημερινό χωριό Κρυονέρι στον Μέσα Μυλοπόταμο. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο των Σπηλαιολόγων Ρεθύμνου κ. Βασίλη Σιμιτζή, που επίσης έχει ερευνήσει το θέμα της Ευμενίας Βεργίτση, ο πατέρας της, ο Παπάς Βοργιάς, όπως τον γνώριζαν όλοι – το Βοργιάς είναι παράφραση του Βεργίτση- λειτουργούσε στην Εκκλησία που υπάρχει στα φαράγγια της περιοχής, η οποία άλλωστε είναι σε κοντινή απόσταση με το Κρυονέρι. Την περιοχή αυτή έχει προσδιορίσει ο Ακαδημαϊκός Μανούσος Μανούσακας και άλλοι επιστήμονες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους στρέφονται σε καταγωγή της Ευμενίας από τους Ασυρώτους, δηλαδή το Κρυονέρι Μυλοποτάμου ενώ Τουρκικές Πηγές, φαίνεται να συμφωνούν προς αυτή την κατεύθυνση.Υπάρχει, πάντως η αρχοντική οικογένεια των Βεργίτσηδων και στο Ρέθυμνο της εποχής εκείνης αλλά και στην Βισταγή Αμαρίου, οπότε κάθε σενάριο είναι πιθανό.Η Ευμενία Βεργίτση, που στο μεταξύ είχε λάβει το όνομα Εμετουλάχ Ρεμπιάς Γκιλνούς, έλαβε τουρκική και μουσουλμανική εκπαίδευση στο χαρέμι του παλατιού Τοπ Καπί και σύντομα προσέλκυσε την προσοχή του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’. Απέκτησαν δύο γιους, τον Μουσταφά Β” (1664-1703), τον οποίο γέννησε σε ηλικία 22 ετών και τον Αχμέτ Γ” (1673-1736) σε ηλικία 31 ετών. Είχε επίσης μία κόρη, την Χατιτζέ Σουλτάν.
Όλοι οι βιογράφοι της πάντως, αναφέρονται σε σειρά εγκλημάτων, που διέπραξε προκειμένου να μείνει τόσες δεκαετίες στην εξουσία. Χαρακτηριστικό είναι, ότι από τη στιγμή που είχε γίνει πρώτη Χασεκί του Μεχμέτ Δ’, όποια άλλη προσέλκυε το ενδιαφέρον του, κατέληγε στα βάθη του Βοσπόρου ή στραγγαλιζόταν ή δηλητηριαζόταν μέσα στο Χαρέμι. Για παράδειγμα, ο ανταγωνισμός της με την Γκιουλμπεγιάζ, μια παλλακίδα του Μεχμέτ Δ’, καταγράφηκε με δραματικούς τόνους από τους ιστορικούς. Αναφέρεται, ότι ο Μεχμέτ Δ” ήταν βαθιά ερωτευμένος με την Γκιουλνούς, αλλά όταν η Γκιουλμπεγιάζ μπήκε στο χαρέμι η αγάπη του κλονίστηκε και η Γκιουλνούς ακόμα ερωτευμένη με τον Σουλτάνο έγινε τρελά ζηλιάρα. Μια μέρα, καθώς η Γκιουλμπεγιάζ καθόταν σε έναν βράχο κοιτώντας την θάλασσα, η Γκιουλνούς την έσπρωξε από τον βράχο και πνίγηκε. Για την ίδια, άλλοι ιστορικοί της εποχής έγραψαν, ότι την στραγγάλισε με μαύρους κωφάλαλους ευνούχους.
Ανάμεσα σε άλλες αναφέρεται και μία Τσερτσέζα χορεύτρια, την οποία σκότωσε μπροστά στα μάτια του Σουλτάνου όταν βλέποντας τον να απολαμβάνει τον χορό της, του πρότεινε να χορέψει μαζί της και ένας Μαύρος Μαυριτανός ευνούχος για να γίνει ο χορός πιο ελκυστικός και χαρούμενος. Ο Σουλτάνος το δέχθηκε. Όμως η Γκιουλνούς είχε συνεννοηθεί τον ευνούχο και καθώς εκείνος στροβιλίζονταν με την χορεύτρια στους ρυθμούς ενός Μαυριτανικού χορού που διεξαγόταν στο ανάκτορο του Καντιλή, σε ένα εξώστη δίπλα στη θάλασσα, ο υπηρέτης της Ρεμπιάς Γκιουλνιούς σε ένα τίναγμα του χορού έσπρωξε την κοπέλα, η οποία βρέθηκε στο κενό και σκοτώθηκε πέφτοντας από τα τείχη στα βράχια. Φάνηκε ως ατύχημα όπως και για τόσες άλλες, για τις οποίες έχει γράψει εκτενείς αναφορές ο Γάλλος ζωγράφος Ντελακρουά αλλά και ο ιστορικός Χάμμερ.
Πιο τυχερή φάνηκε μια Χριστιανή, την ο οποία ο Σουλτάνος γνώρισε και συναντούσε κρυφά από την Χασεκί του σε μια εκδρομή τους στον Θεσσαλικό κάμπο για κυνήγι. Το αντελήφθηκε η Ρεμπιά Γκιουλνούς και με συνοπτικές διαδικασίες την πάντρεψε με ένα αξιωματικό της.
Κατηγορήθηκε, ότι προσπάθησε να επιτύχει τον στραγγαλισμό των αδελφών του συζύγου της από άλλες μητέρες, δηλαδή, του Σουλεϊμάν Β” και του Αχμέτ Β’, αφότου γέννησε τον πρώτο της γιο, τον Μουσταφά Β’, αλλά η μητέρα του συζύγου της, η Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάνα, εμπόδισε αυτές τις απόπειρες δολοφονίας την τελευταία στιγμή.
Ως Χασεκί ήρθε σε σκληρή κόντρα με την Τουρχάν Χατιτζέ που ήταν Βαλιδέ Σουλτάνα εκείνη την εποχή, για αυτό και όταν πέθανε ο Μεχμέτ Δ’ εκείνη διώχτηκε από το Τοπ Καπί για να επιστρέψει αργότερα κυρίαρχη γυναίκα ως Βασιλομήτωρ!
Γενικότερα, υπήρξε Χασεκί Σουλτάνα έως το Νοέμβριο του 1687 και μάλιστα ήταν η τελευταία γυναίκα που έφερε τον τίτλο της Χασεκί Σουλτάνας, εφόσον καταργήθηκε μετά. Έγινε Βαλιντέ Σουλτάν όταν ο μεγαλύτερος γιος της, Μουσταφά Β’, έγινε Σουλτάνος. Κράτησε τη θέση της κατά την διάρκεια της βασιλείας και των δύο γιων της. Το 1703 της είχε ζητηθεί να εγκρίνει τη διαδοχή του άλλου της γιου, Αχμέτ Γ’, το οποίο και έκανε. Έμεινε Βαλιδέ από 6 Φεβρουαρίου 1695 έως 6 Νοεμβρίου 1715, οπότε πέθανε στο ανάκτορο της Αδριανούπολης σε ηλικία 73 ετών. Είναι θαμμένη στο Γενί Βαλιντέ Τζαμί, σε έναν τάφο που είναι ανοικτός στον ουρανό.
Γι’ αυτά και όλα τα άλλα που βίωνε ο λαός από τον κατακτητή Τούρκο η συμμετοχή της Κρητικιάς στους απελευθερωτικούς αγώνες ήταν πολύ μεγάλη. Η ιστορία της Κρήτης δεν έχει καταγράψει όπως έπρεπε στις σελίδες της την γυναικεία προσφορά.Η υποτυπώδης αυτή σκιαγραφία αποτελεί τιμή σε όλες τις γυναίκες της Κρήτης που είχαν υποστεί τα δεινά του κατακτητή. Η θυσία τους μας δείχνει ολοκάθαρα τον δρόμο της αντίστασης προς κάθε κατακτητή. Όποιο προσωπείο και αν φοράει!

