Στεκόμουν πίσω από τις κόκκινες κουρτίνες. Κρατούσα την κιθάρα μου στο αριστερό μου χέρι, που είχε ιδρώσει και το αισθανόμουν αδύναμο. Ήμουν έτοιμη να βγω στην σκηνή. Ο καθηγητής μου άνοιξε την κουρτίνα και μου έκανε νόημα να περάσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα, έσφιξα την κιθάρα με το χέρι μου και περπάτησα μπροστά. Κοίταξα το κοινό. Δεν έβλεπα απολύτως τίποτα, ένα απόλυτο σκοτάδι. Αυτό σήμαινε πως όλοι οι προβολείς ήταν στραμμένοι πάνω μου. Όλοι οι προβολείς ήταν στραμμένοι πάνω μου!
Όταν το συνειδητοποίησα χαμογέλασα πλατιά, σβήνοντας το βλέμμα της αγωνίας από τα μάτια μου. Οι θεατές δεν ήξεραν τι ένιωθα. Ήταν στο χέρι μου να τους κάνω να το φανταστούν. Αποφάσισα να μην τους αφήσω να φύγουν από το θέατρο με την εντύπωση πως παίζω τρομαγμένη. Ήθελα να αντιληφθούν πως ήξερα τι έκανα, πως η μουσική βγαίνει απ’ την καρδιά μου και πως το απολαμβάνω. Μόνο έτσι θα το απολάμβαναν κι αυτοί. Κάθισα στην καρέκλα. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Οι θεατές παρατηρούσαν και αξιολογούσαν την κάθε μου κίνηση. Έφτιαξα την στάση του σώματός μου, με την μέση μου ίσια και το στήθος μου μπροστά, άνοιξα τα πόδια μου και τοποθέτησα ανάμεσά τους την κιθάρα μου. Πήρα τον χρόνο μου, όπως ακριβώς με είχε μάθει ο καθηγητής μου, για να κάτσω βολικά, να τοποθετήσω το αναλόγιο έτσι ώστε να βλέπω καθαρά τις παρτιτούρες μου, αλλά και να με βλέπει το κοινό και οι φωτογράφοι και όταν όλα ήταν έτοιμα, έμεινα ακίνητη. Πήρα ακόμη μια βαθιά ανάσα και κοίταξα το χαρτί μου. Έπαιξα την πρώτη συγχορδία. Και τότε μπήκα σε έναν δικό μου κόσμο. Ξέχασα κάθε τι, τις κάμερες και τα μάτια που με κοιτούσαν ορθάνοιχτα, άφησα τα συναισθήματά μου να οδηγούν τα δάχτυλά μου, κούνησα το κεφάλι μου στον ρυθμό της μελωδίας και έκλεισα τα μάτια μου. Συνέχισα να παίζω καταφέρνοντας να σέβομαι το κομμάτι, να παίζω δηλαδή ακριβώς ό,τι μου υποδεικνύει η παρτιτούρα, αλλά και να περάσω στους ακροατές και θεατές την μαγεία του κομματιού. Επιδίωξα τον τέλειο συνδυασμό ρομπότ και ανθρώπου. Σταθερά στην ταχύτητα όσο ένα ρομπότ, και τόση ερμηνεία και συναισθήματα όσο ένας άνθρωπος. Ήθελα οι θεατές να ταξιδέψουν πνευματικά εκεί που ταιριάζει στον καθένα.
Το σημαντικότερο όμως για μένα ήταν ότι μπορούσα να κάνω αυτό που αγαπώ και στο οποίο έχω αφιερώσει όλη μου την ζωή, και να μην μείνει στους τέσσερεις τοίχους αλλά να μπει στις ψυχές των ανθρώπων. Με αυτή την σκέψη ήμουν ολοκληρωμένη. Είχαν πλέον περάσει τρία τέταρτα και το πρόγραμμά μου είχε τελειώσει. Σηκώθηκα απ’ την καρέκλα με τα πόδια μου να τρέμουν. Κοίταξα τον καθηγητή μου που στεκόταν την γωνία. Μου χαμογέλασε. Κατάλαβα πως ήταν ευχαριστημένος, πράγμα που για μένα σήμαινε πάρα πολλά. Ήταν ο τρόπος μου να τον ευχαριστήσω που μου σύστησε το αντικείμενο, στο οποίο άνοιξα την καρδιά μου και με έκανε να το αγαπήσω και να το εκτιμήσω. Έκανα τρία βήματα μπροστά. Τα φώτα άνοιξαν και είδα πόσος κόσμος με παρακολουθούσε. Είδα πρόσωπα χαμογελαστά, σοβαρά, συγκινημένα… Έκανα μια βαθιά υπόκλιση και όλο το θέατρο αντήχησε χειροκροτήματα. Χαμογέλασα πλατιά και πήγα πάλι πίσω απ’ τις κουρτίνες. Ήξερα και δεν ντρεπόμουν να παραδεχτώ ότι αυτό που έκανα ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο. Και γι’ αυτό ένιωσα πάρα πολύ περήφανη, και χαρούμενη που ο κόπος μου είχε ανταμειφτεί. Ήταν η πιο όμορφη και ταυτόχρονα η πιο τρομακτική εμπειρία της ζωής μου. Και θα το ξαναέκανα μέχρι να τελειώσει η μουσική. Για πάντα.
Αυτοβιογραφικό κείμενο της Μαίρης Τότση (μαθήτρια Α΄ Λυκείου)
