Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής λογοτεχνίας μαθητές του σχολείου μας με διδάσκουσα καθηγήτρια την φιλόλογο Κουβρούκη Δήμητρα ασκούμενοι στην δημιουργική γραφή εμπνεύστηκαν από τα κείμενα που διδάχθηκαν και έγιναν λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι. Ένα μεγάλο μπράβο στα παιδιά για τις γεμάτες έμπνευση συνθέσεις τους.
Μαθητές της Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ έγραψαν μια ιστορία αξιοποιώντας τους τίτλους των κειμένων που διδάχθηκαν κατά την διάρκεια της χρονιάς. Ακόμη και το λογοτεχνικό τους ψευδώνυμο αποτελεί τίτλο κειμένου που ανθολογείται στο βιβλίο τους:
Ο παππούς και το εγγονάκι του, η Νινέτ, ήθελαν να βάλουν κάτι ξεχωριστό στο τραπέζι. Έτσι αγόρασαν το πιο γλυκό ψωμί για την παραμονή των Χριστουγέννων. Κάλεσαν τον πιο πιστό φίλο της Νινέτ, τον Κωνσταντή, με την γιαγιά του, την Δάφνη. Μετά απ’ το φαγητό βγήκαν να δουν το ηλιοβασίλεμα. Ο παππούς και η Νινέτ, κοιτώντας την Αθήνα, κατάλαβαν πως έκαναν μεγάλο λάθος που άφησαν την ζωή στην Σύμη. Και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω με πλοίο.
“Τα φαντάσματα”
Μαθητές της Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ μελετώντας τα ποιήματα του Ν. Καββαδία, “Kuro Siwo” και της Μ. Πολυδούρη, “Γιατί μ’ αγάπησες” μας αποκάλυψαν με την δική τους ποιητική ματιά τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους για την ζωή των ναυτικών και την αγάπη αντίστοιχα.
8 μήνες ταξίδι
Σε μια χώρα νέα.
Φουρτούνες, κεραυνοί
Και δυσκολίες τόσες
Καπετάνιος σ’ ένα καράβι μοναχό
Στης θάλασσας τα βάθη.
24ωρο ωράριο εργασίας
Δίχως ύπνο, πείνα και κακουχίες.
Από το πρώτο λεπτό
μέχρι το τελευταίο
στον συλλογισμό μου
έχω μόνο ένα πράγμα,
την οικογένεια μου
που τόσο πολύ την αγαπώ
ΠΕΡΙ ΝΑΥΛΟΥ
Το χάραμα φύγαμε για την Χαβάνα
Απ’ τον Περαία με θάλασσα ωραία
Και μαζί με το
αγέρι
Φτάσαμε στο Αλγέρι.
Στο λιμάνι μας περίμεναν Βερβέροι
με καμήλες και χαλιά,
Είχαν από ελεφαντόδοντο μαχαίρια κοφτερά
Μας κυνηγήσαν και άντε κάτω τα πανιά.
Μας παίρνουνε τα κύματα μακριά απ’ την Αφρική
Παναγιά μου θαλασσοταραχή.
Σώνει το νερό κι η τροφή,
Μας συλλαμβάνει η πολιτοφυλακή.
Με τούτα και με κείνα μας αφήνουν από ‘κει,
ιστορία γι’ άλλο ποίημα αυτή.
Ανοιγόμαστε ταλαίπωροι στην Ιβηρική
Ciao Αδριατική, ciao Αδριατική!
Ισπανοί και Πορτογάλοι μας στέλνουνε αγάπη
Τη βάζουμε κι αυτή μέσα στο αμπάρι!
Με της Ινδίας το μπαχάρι
Γεμίζει και βαραίνει το καράβι.
Και σαν πάμε στη Σεβίλλη
Το καράβι σε μία δίνη,
Πώς τα θέλει ο θεός,
Ο κάπτεν μας νεκρός.
Ζαριά στη Λισαβόνα για του σκαριού τον νέο βασιλιά
Άγιε μου Νικόλα, δεν είμαι εγώ γι ‘αυτά!
Έτσι αλλάζω πόστο, αλλάζω προορισμό,
βουρ για το Ρίο, εμπρός ολοταχώς.
Στο Ντε Τζανέιρο θε να πα να ζήσω
Στο καρναβάλι το σώμα μου να ντύσω.
Μα ένα βράδυ στου Ατλαντικού τα νερά
η βαρκούλα μας πλάγιασε απαλά.
Πρέπει να‘ ταν το καραντί
Που του πληρώματος
ζωντανοί
Έμεινα εγώ και ένα ενοχλητικό πουλί…..
ΆΤΙΤΛΟ Ι
Κάποιες ώρες την ημέρα και ιδιαίτερα το βράδυ,
Σκέφτομαι τι να’ ναι κείνο
Που δε διαλύει το σκοτάδι;
Το σκοτάδι της ψυχής μας
Τα κενά μες την καρδιά μας
Και τις γκρίζες μας τις σκέψεις
Τι τις παίρνει μακριά μας;
Ψάχνοντας να βρω τη λύση
Ψάχνοντας αυτό το κάτι,
Μια φωνή μες την ψυχή μου
Μου ψιθύρισε « Αγάπη».
Δίνει νόημα στον χρόνο
Στην κοντή την ύπαρξή μας.
Χρωματίζει όλο το σύμπαν
Και τη σύντομη ζωή μας!
ΆΤΙΤΛΟ ΙΙ
Κατάλαβα πως σε αγαπώ,
Όταν άρχισα να σε βλέπω στα ηλιοβασιλέματα και στο φεγγάρι.
το μόνο που με καθησύχαζε
Ήταν η γνώση που έβλεπες κι εσύ τον ίδιο ουρανό.
Κατάλαβα πως σε αγαπώ,
Όταν ξαφνικά κάθε στίχος τραγουδούσε για το περιθώριο ανάμεσα στα βλέμματά μας.
Κατάλαβα πως σε αγαπώ,
όταν κάθε φορά που ζούσα μια όμορφη στιγμή,
σκεφτόμουν πόσο πιο ωραία θα ήταν αν τη ζούσαμε μαζί.
Και μέχρι να τα σκεφτώ όλα αυτά,
η στιγμή είχε ήδη γίνει ανάμνηση…..
ΆΤΙΤΛΟ ΙΙΙ
Γλυκές οι προθέσεις μου
Μα πικρά τα λόγια μου,
Σαν τον ήλιο όταν πέφτει η νύχτα,
Από την αγάπη μου δε μένει τίποτα.
Για όλα αυτά φταίω εγώ
Που πλέον στην καρδιά μου δε ζω.
Αλλά και να είναι παγίδα,
Εγώ θα κρατήσω την ελπίδα
Πως μια μέρα ξανά,
Θα βρεις σε μένα αυτό που αγαπάς…..





