Γνωρίστε την Άρτα

         

ΜΠΑΓΙΩΡΓΑ ΔΗΜΗΤΡΑ 

Η Άρτα, πρωτεύουσα του νομού Άρτας, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ηπείρου και γνωστή σε όλους για το περίφημο γεφύρι της το οποίο αποτελεί και το σήμα κατατεθέν της. Η Άρτα  είναι ένα πάρα πολύ ωραίο μέρος για να περάσεις το καλοκαίρι σου, καθώς οι άνθρωποι είναι φιλόξενοι και φιλήσυχοι, προσέχουν το περιβάλλον και την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Επίσης, έχει πολύ ωραίες θάλασσες με καθαρά  νερά και καθαρές αμμουδιές. Εκεί υπάρχουν άφθονες ταβέρνες με πεντανόστιμα  θαλασσινά, αλλά και κρεατικά. Εκτός όμως από τις φυσικές ομορφιές η Άρτα έχει και  πολλά φημισμένα όμορφα και καλοδιατηρημένα αξιοθέατα με μεγάλη ιστορία, όπως το γεφύρι της που αναφέρθηκε παραπάνω, το Οθωμανικό ρολόι, τους Βυζαντινούς ναούς της Παρηγορίτσας και της Αγίας Θεοδώρας , τον ναό του Απόλλωνα και πολλά ακόμα.

Η Άρτα είναι  πάρα πολύ ωραία, όμορφη  και γεμάτη ζωντάνια πόλη και έχει πολύ ωραία πράγματα για να επισκεφτείς τώρα που έρχεται επιτέλους το καλοκαίρι!

Ακολουθεί το περίφημο δημοτικό τραγούδι:

ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ 

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ” αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».

Τ” άκουσ” ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ” αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».

Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ” ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;
– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά “βρει;
– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά” σ” το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει με το μυστρι, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια “χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη*,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο , να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.

– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
«Αν τρέμουν τ” άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ” άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Ν. Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια
του ελληνικού λαού

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης