70 χρόνια μετά το μπλόκο της Καλογρέζας

Χριστίνα Μπασιούκα, Ευφροσύνη  Μαλάκη – B2

  Εικόνα1

(Φυλακές Χατζηκώστα 1946)

Την Τρίτη 14 Μαρτίου 1944 ο Υπουργός Εσωτερικών Ταβουλάρης κάλεσε σε σύσκεψη την ηγεσία των Σωμάτων Ασφαλείας, στην οποία αποφασίστηκε η διενέργεια ερευνών και συλλήψεων «εν τω Συνοικισμώ Καλογραίζης και των πέριξ αυτού μικροσυνοικισμών την επομένην ημέραν».

Στις 9:00 το βράδυ της ίδιας ημέρας συγκεντρώθηκαν όλες οι δυνάμεις της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας στο Υπουργείο, επιχείρηση που ολοκληρώθηκε στη 1:00 μετά τα μεσάνυχτα. Η δύναμη αυτή μεταφέρθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες με λεωφορεία στην Καλογρέζα. Οι άνδρες αποβιβάστηκαν και περικύκλωσαν την Καλογρέζα και τις γύρω συνοικίες. Το μπλόκο άρχισε «Ευθύς άμα τη ανατολή του ηλίου ήρξαντο ομοβροντιών δι όπλων και χειροβομβίδων προς τρομοκράτησιν των κατοίκων εν ω ταυτοχρόνως εξ όλων των σημείων εισήρχοντο εις τα πρώτα οικήματα προς ενέργειαν ερευνών και συλλήψεων ολοκλήρου του άρρενος πληθυσμού άνω των 14 ετών ους και μετέφερον εις τι εκεί πλησίον περιμανδρωμένον οικόπεδον«.

 Εικόνα2

(Η συμφωνία του Λιβάνου)

 

Μετά από λίγες ώρες και αφού είχε δημιουργηθεί μια εικόνα πλήρους τρομοκρατίας με αδιάκριτους ξυλοδαρμούς και πλιάτσικο στα σπίτια της συνοικίας, ολοκληρώθηκαν οι συλλήψεις που ανήλθαν σε 285 άτομα. Ακολούθησε η εκτέλεση 22 ατόμων με την κατηγορία ότι ανήκαν στο ΕΑΜ, από εκτελεστικό απόσπασμα ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας, η παράδοση 50 ατόμων στους Γερμανούς, η κράτηση και μεταφορά 150 ατόμων από την Ειδική Ασφάλεια στις φυλακές Χατζηκώστα και η απόλυση των υπολοίπων.

Ο ναυτικός Αντώνιος Κ., συνελήφθηκε τα ξημερώματα από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας καθώς πήγαινε στη δουλειά του. Τον οδήγησαν σε ένα βουναλάκι όπου ήταν και άλλοι κρατούμενοι. Από εκεί τους πήγαν στην πλατεία «όπου μας έλεγαν «κερατάδες θα σας σφάξουμε σαν τραγιά»». Στην πλατεία φέρανε τον Χρυσαυγή τον οποίον πίεζαν να μαρτυρήσει και αφού αρνήθηκε, «τότε ο Λάμπου είπε «τυφεκίστε τον»». Ύστερα έγινε η ανάγνωση ονομάτων από κατάλογο και οι 20 οδηγήθηκαν, με τη συνοδεία Χωροφυλάκων και Τσολιάδων, σε ένα ρέμα 100 μέτρα από την πλατεία όπου και εκτελέστηκαν. Κατά τη διάρκεια του μπλόκου άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας συνέλαβαν τον Δημήτριο Αργυρόπουλο, αδελφό της Μαρίας Μ. Όταν αυτή έφτασε τρέχοντας στο σημείο όπου μετά από λίγο έγινε η εκτέλεση, είδε τον επικεφαλής της Ειδικής Ασφάλειας Λάμπου, ο οποίος «βαστούσε στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας και έλεγε «με την διαταγήν αυτής θα πιώ αίμα»». Την ίδια τραγική τύχη είχαν και τα δύο αδέλφια της Χριστίνας Π. Μάλιστα την επόμενη ημέρα ένας από τους ομαδάρχες των ομάδων κρούσης της Χωροφυλακής, την επισκέφτηκε και την απείλησε ότι σε περίπτωση που καταθέσει μήνυση εναντίον τους, θα την εκτελέσει ο ίδιος:

«Όταν συνελήφθη ο αδελφός μου οδηγήθη εις τον Λάμπου όστις διέταξε τον Χανιώτη να τον κτυπήση, όπερ και εγένετο. Όταν ο έτερος αδελφός μου Γεώργιος είδαν ότι εκτυπούσαν τον αδελφόν μας μετέβη εκεί και είπεν εις τον Λάμπου ότι είναι αθώος και συνεπώς αδίκως τον κτυπούν. Τότε ο Λάμπου διέταξε και συνέλαβον και τον έτερον αδελφόν μου και μαζί με άλλους 21 εξετέλεσαν επί τόπου και τους δύο αδελφούς μου. Την επομένην ημέραν ήλθεν ο Παρθενίου και μου είπεν να μην υπάγω εις την Ασφάλειαν διότι θα με εκτελέση ο ίδιος εις τα σκαλιά της Ασφάλειας».

Από ένα σημείο και μετά, πέρα από τις πολιτικές επιδιώξεις των ηγεσιών των δύο πλευρών που βρίσκονταν σε σύγκρουση, η δράση των απλών μελών δημιούργησε ένα διαρκώς κλιμακούμενο κύκλο βίας. Σε αυτό τον κύκλο, ιδεολογία και πολιτική στράτευση πολλές φορές παραμερίζονταν από το μίσος και την επιθυμία για εκδίκηση. Οι πράξεις που εκπορεύονταν από τη λογική της βίας, οδηγούσαν στη διεύρυνση και εμβάθυνσή της.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση των ανδρών των Σωμάτων Ασφάλειας καθορίζονταν όλο και λιγότερο από τις «άνωθεν» εντολές και όλο και περισσότερο από τις «πρωτοβουλίες» τις οποίες λάμβαναν, για τις οποίες άλλωστε δεν λογοδοτούσαν σε κανένα. Ακόμη και αν δεχτεί κάποιος ότι οι άνδρες των Σωμάτων Ασφάλειας – παρά την εμπλοκή τους σε κυκλώματα εκβιαστών, τη συμμετοχή τους σε αναρίθμητες λεηλασίες οικιών και καταστημάτων και τις παράνομες απολαβές που είχαν για την απελευθέρωση κρατουμένων – πολέμησαν για να μην υπερισχύσει ο κομμουνισμός, η ιδιότητά τους ως κρατικών οργάνων, διαφοροποιούσε σημαντικά τη θέση τους σε σχέση με αυτή των αντιπάλων τους.

Σε αυτή τη διάσταση αναφέρθηκε λίγο μετά την απελευθέρωση ο Αριστοτέλης Κουτσουμάρης, καταγράφοντας την οπτική ενός σημαντικού τμήματος των κατοίκων της Αθήνας που διαφωνούσε με την εαμική πολιτική και δράση, αλλά παράλληλα έβλεπε με απέχθεια τα όσα διέπρατταν τα Σώματα Ασφαλείας:

«Ποτέ δεν εντράπηκαν περισσότερον οι πραγματικοί εθνικισταί, όσο τώρα, που εμφανίζονται ομοϊδεάται τους οι εγκληματίες αυτοί των Σωμάτων Ασφαλείας. Σ’ εκείνους, που τους λένε, γιατί κάνετε τα εγκλήματα αυτά απαντούν. Στη βία των Εαμιτών, εφαρμόζουμε τη βία. Μας σκοτώνουν, τους σκοτώνουμε. Η διαφορά όμως είναι ουσιώδης μεταξύ εαμιτών και κρατικής υπηρεσίας. Εκείνοι είναι ανεύθυνοι παράγοντες. Κάνουν βεβαίως άσχημα να κάνουν εγκλήματα. Αυτό όμως δεν θα ειπή πως μια Κρατική Υπηρεσία πρέπει να κάνη τα ίδια εγκλήματα. […] Η πολιτεία έχει τη δικαιοσύνη, για να κολάζη τους εγκληματούντας. Ποτέ δεν έδοσε στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας το δικαίωμα αυτό.»

Μια από τις πολλές πράξεις των Σωμάτων Ασφαλείας, που έκαναν τον Κουτσουμάρη να περιγράψει με μελανά χρώματα τη δράση τους στην Αθήνα, ήταν και τα όσα διαδραματίστηκαν το πρωί της 24ης Ιουνίου 1944 σε εργοστάσιο εριουργίας στη Νέα Ιωνία. Όταν περίπου 15 φοιτητές, μέλη διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων, πήγαν εκείνο το πρωί στο εργοστάσιο για να εξηγήσουν στους εργαζομένους τα όσα είχαν επιτευχθεί με τη Συμφωνία του Λιβάνου, αιφνιδιάστηκαν βλέποντας εργάτες, μυστικά μέλη της Ειδικής Ασφάλειας, να ανοίγουν πυρ εναντίον τους.

Afisa_bloko_2

 

Σχολιάστε

Top