Eισαγωγικό σημείωμα για αφιέρωμα στην επέτειο των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση

Άρθρο του φιλολόγου κ. Ιακωβίδη Κωνσταντίνου

200 χρόνια επετειακής μνήμης της ελληνικής επανάστασης του 1821. Δεν θα ήταν καινοφανές να αναγνωρίσουμε πως το ιστορικό αυτό γεγονός που οριοθετεί την έναρξη του ανεξάρτητου πολιτικού βίου του έθνους μας στα νεότερα χρόνια, αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για τη διαμόρφωση των βασικών δομών της νεοελληνικής κοινωνίας, στάθηκε αφετηρία προσδιορισμού της εθνικής μας φυσιογνωμίας  και της θέσης του λαού μας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χάρτη ενώ παράλληλα λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως πολύτιμη παρακαταθήκη συμπυκνωμένης ιστορικής γνώσης και εμπειρίας και ως μόνιμη πηγή για την άντληση υψηλών ιδανικών και στόχων στην διαχρονική του δυναμική.

Επιχειρώντας ωστόσο κανείς να αποδώσει τα εύσημα και την απαιτούμενη τιμή σ΄ αυτούς που με τις θυσίες τους κατάφεραν το «ακατόρθωτο» σε καιρούς δίσεκτους και χαλεπούς κινδυνεύει να παρεκτραπεί σε επιφανειακά σχήματα προγονολατρείας, να εξαντλήσει τον πατριωτισμό του σε ρητορικές κορώνες θαυμασμού ή, για να ικανοποιήσει ένα ρηχό αίσθημα φιλοπατρίας, να παγιδευτεί σε διατυπώσεις εθνικιστικής έξαρσης. Ως ενεργοί λειτουργοί του εκπαιδευτικού χώρου, εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες, προσπαθώντας να μην προδώσουμε την ιστορική-γνωστική αλλά και παιδαγωγική μας ευθύνη, νιώθουμε πως ο πιο ουσιαστικός τρόπος απόδοσης φόρου τιμής προς τους επώνυμους και κυρίως ανώνυμους συντελεστές της εποχής, δεν είναι παρά η βαθιά γνώση των ιστορικών δεδομένων, η έγκυρη και ποιοτική ανάγνωση των ιστορικών σελίδων και πηγών, η αφομοίωση της ανθρώπινης αλήθειας που διακτινίζει στον πανανθρώπινο χρόνο το ΄21, η συνειδητοποίηση της ηθικής αξίας και της ιδεολογικής αναγκαιότητας του αγώνα τους και τελικά η μετουσίωση όλων αυτών σε σύγχρονο λόγο, πράξη και στάση ζωής.

Ζούμε δυστυχώς σε καιρούς κρίσιμους και συχνά αντιφατικούς, όπου έννοιες όπως ο ηρωισμός, η θυσία, ο αγώνας, η ελευθερία περιβάλλονται από περίεργες και ανερμάτιστες ιδεολογικές και πολιτικές στρεβλώσεις ή αξιολογούνται με μια διάθεση μουσειακής αντιμετώπισής τους,  ως αξίες παρωχημένων εποχών. Θέλουμε ωστόσο να πιστεύουμε ότι εξακολουθούν να  είναι ζωντανές, γιατί καλώς ή κακώς και στις μέρες μας συντρέχουν οι λόγοι που τις καθιστούν αναγκαίες και αναντικατάστατες για τη διατήρηση των εθνικών αλλά και παγκόσμιων ανθρωπιστικών αξιών. Δεν είναι εδώ ο χώρος να περιγράψουμε το εκρηκτικό σκηνικό της κρίσης, εθνικής, πολιτικής, ηθικής, πολιτισμικής, πανανθρώπινης. Με αυτή την οπτική, η επανάσταση του 21 γίνεται σύμβολο ελπιδοφόρο που σηματοδοτεί το δρόμο προς το μέλλον και δίνει νόημα στα οράματα του σήμερα.

    Η εκτίμηση λοιπόν και η αξιοποίηση αυτής της παρακαταθήκης, ας μην εγκλωβιστεί στην απλή εξύμνηση. Οι εορτασμοί είναι απλά οι αφορμές για να ελέγξουμε την ορθότητα της ιστορικής μας πορείας και να επαναπροσδιορίσουμε τους εθνικούς προσανατολισμούς μας, οι οποίοι οφείλουν να αποτελούν μία βιωματική κατάσταση για τον κάθε πολίτη. Είναι ίσως τώρα μια ευκαιρία εθνικής αυτογνωσίας στη θεμελιακή αρχή πως «εθνικό είναι ό, τι είναι αληθινό». Ευκαιρία για επανατοποθέτηση απέναντι σε «υπαρξιακά» ερωτήματα εθνικής ταυτότητας και ιστορικής συνειδητότητας. Αφορμή για ιστορική ενδοσκόπηση, αυτοέλεγχο και αυτοβελτίωση. Ώρα για «εθνική ψυχανάλυση» στον καναπέ του ψύχραιμου –όχι απαθούς- ιστορικού ερευνητή. Και αυτό επιτυγχάνεται μόνο αν εστιάσουμε θαρρετά και τίμια όχι στην υμνολογία ενός εξωραϊσμένου παρελθόντος ένδοξων γεγονότων αλλά κυρίως στις αδυναμίες, τα ελλείμματα και τις κακοτοπιές του. Γιατί αυτές οι τελευταίες ταλανίζουν ακόμα τις νεότερες γενιές και αναπαράγουν τους φαύλους κύκλους της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής παθογένειας. Είναι ένδειξη ιδεολογικής και εθνικής διάβρωσης αν αξιοποιούμε τις εθνικές επετείους ως μεμονωμένες απόπειρες έντεχνης γένεσης εθνικών ιδεωδών και πρόκλησης μιας επιφανειακής και συναισθηματικής φόρτισης. Η αποστολή τους τότε εξαντλείται στο χρόνο που αυτές διαρκούν.

 

Είναι, τέλος, πολύ σημαντικό δύο αιώνες μετά να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε όλες  τις φωνές της καταλυτικής εκείνης ιστορικής περιόδου που δεν μπόρεσαν να βρουν θέση στις σελίδες της επίσημης ιστορίας και να ακουστούν. Συχνά, όμως, οι «σιωπές» της ιστορίας είναι «εκκωφαντικές» και εξίσου ή και περισσότερο ουσιαστικές από τις  ηχηρές  τυμπανοκρουσίες των προβεβλημένων αναφορών που τις επισκιάζουν και που αφορούν συνήθως πολιτικοστρατιωτικά και διπλωματικά γεγονότα. Στα πλαίσια αυτής της συνειδητότητας θεωρήσαμε καθήκον μας ως απόγονοι μιας τέτοιας κληρονομιάς να αναδείξουμε τη φωνή μιας γυναίκας διανοούμενης της εποχής, της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου και να «συνομιλήσουμε» μαζί της, έστω συμβολικά. Με αφορμή ένα αυτοβιογραφικό απόσπασμα που ανθολογείται στο σχολικό εγχειρίδιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας της Γ΄ γυμνασίου μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε μια νέα κοπέλα της εποχής, της αριστοκρατικής γενιάς της Ζακύνθου και μια από τις λίγες γυναίκες συγγραφείς που έχει να παρουσιάσει  η εποχή. Μια γυναίκα που στο περιθώριο της εθνικής παλιγγενεσίας παρακολουθεί  τα γεγονότα της επανάστασης  με ασίγαστο πατριωτικό πάθος, που όμως εγκλωβίζεται στο «κελί» που της επέβαλε το φύλο της και τα κοινωνικά και πολιτισμικά στερεότυπα της εποχής της.

     Αναζητώντας λοιπόν με εμμονή τα ανθρωπιστικά μηνύματα και τις μεγάλες πανανθρώπινες αξίες, έστω και κάτω από τις στάχτες πολέμων, σφαγών και καταστροφών, ελπίζουμε η επετειακή μνήμη του 1821 να  γίνει αντιληπτή ως βίωμα ατομικό, συλλογικό, διαχρονικό και διατοπικό, ως  πράξη κοινωνική, σύγχρονη και πρωτοπόρα. Γιατί πάντα οι μεγάλες ιδέες θα είναι προοδευτικές και πάντα θα ανταποκρίνονται επάξια στα νέα αιτήματα των καιρών, εφόσον ο άνθρωπος,  τουλάχιστον ακόμα, θεωρεί ότι καταξιώνει τον εαυτό του μέσα σε συνθήκες δικαιοσύνης,  ισονομίας, αξιοπρέπειας και  ελευθερίας, εξωτερικής και εσωτερικής.

Φωτογραφία από Dimitri Houtteman από το Pixabay