Το κάστρο των Ιωαννίνων

Το κάστρο των Ιωαννίνων είναι κτισμένο στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης και στη μικρή βραχώδη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη Παμβώτιδα.

Η σημερινή του μορφή χρονολογείται στην ύστερη οθωμανική περίοδο, ωστόσο, έχουν ενσωματωθεί τμήματα προγενέστερων οχυρώσεων, της αρχαίας και βυζαντινής περιόδου.

Ενδείξεις και ευρήματα για την ύπαρξη του τειχισμένου οικισμού, στο κάστρο, υπάρχουν ήδη από την όψιμη κλασσική και ελληνιστική περίοδο, Ωστοσο η μέχρι σήμερα έρευνα, δεν έχει ταυτίσει τον οικισμό αυτό με κάποια από τις αναφερόμενες στις ιστορικές πηγές, ηπειρωτικές πόλεις.

Αρκετοί ερευνητές τοποθετούν στο κάστρο των Ιωαννίνων την πόλη Νέα Εύροια, όπου τον 6ο αιώνα σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, μετέφερε τον πληθυσμό της πόλης Εύροιας. Η άποψη αυτή δεν είναι γενικά αποδεκτή, αφού δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα να τη τεκμηριώνουν.

Η πρώτη γραπτή αναφορά της πόλης των Ιωαννίνων μαρτυρείται το 879, στα Πρακτικά Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, το 1082, οι Νορμανδοί με αρχηγό τον Βοημούνδο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Άννας Κομνηνής στο βιβλίο της «Αλεξιάδα», κατέλαβαν την πόλη και ενίσχυσαν την υπάρχουσα οχύρωση. Λείψανα της οχύρωσης αυτής σώζονται μέχρι σήμερα και βρίσκονται στη νοτιοανατολική ακρόπολη (Ιτς Καλέ) του κάστρου, τα περισσότερα ενσωματωμένα στα ερείπια του Σεραγιού του Αλή πασά. Πρόκειται για τον κυκλικό πύργο που δεσπόζει στο κέντρο περίπου της ακρόπολης του Ιτς Καλέ και ο οποίος είναι γνωστός ως πύργος του Βοημούνδου και τη βάση ενός δεύτερου παρομοίου πύργου στην ανατολική πλευρά της ίδιας ακρόπολης, κοντά στο κτήριο των ?Μαγειρίων?.

Την υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-15ος αιώνας), η πόλη των Ιωαννίνων γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη και κατέστη σημαντικό διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας (1205-1215), ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ενίσχυσε ή ανοικοδόμησε μεγάλα τμήματα των τειχών της πόλης και εγκατέστησε στο κάστρο μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, Η οποία είχε καταληφθεί από τους Φράγκους το 1204.

Από την οχύρωση των Ιωαννίνων και όπως αυτή εξελίχθηκε μετά τις ριζικές ενδεχομένως εργασίες του 13ου και τις προσθήκες ή βελτιώσεις του 14ου αιώνα, διατηρείται σήμερα ένα μεγάλο μέρος, λιγότερο ή περισσότερο αναγνωρίσιμο, στο σημερινό κάστρο.

Η βυζαντινή οχύρωση του 13ου-15ου αιώνα αποτελείτο από έναν ισχυρό περίβολο, η έκταση του οποίου στο μεγαλύτερο μέρος της συμπίπτει με αυτή του σημερινού κάστρου. Λιγοστοί από τους βυζαντινούς πύργους ήταν γνωστοί, ενώ άλλοι ήλθαν στο φως, κατά τη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών, που γίνονται τα τελευταία χρόνια στο κάστρο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Από τους πιο γνωστούς είναι ο πύργος του Θωμά, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση δεξιά της σημερινής κεντρικής πύλης. Ο πύργος κτίστηκε πιθανότατα από το σέρβο ηγεμόνα της πόλης Θωμά Πρελιούμποβιτς, στην προσπάθεια του να ενισχύσει το κάστρο και να προστατέψει την πόλη από τις επεκτατικές βλέψεις των Αλβανών, που την εποχή αυτή είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας πραγματοποιήθηκαν πιθανότατα εργασίες στα τείχη του κάστρου, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν σήμερα. Το κάστρο άλλαξε ριζικά με τις επεμβάσεις, που έγιναν κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Αλή πασά, στο περιμετρικό τείχος και στις δύο ακροπόλεις του.

Οι εργασίες ανοικοδόμησης του ολοκληρώθηκαν το 1815, περίοδος που σηματοδοτείται από τη ρήξη του Αλή με την Υψηλή Πύλη. Σκοπός των εργασιών ήταν να καταστεί το κάστρο ιδιαίτερα οχυρό και απροσπέλαστο από κάθε πλευρά και αντάξιο της δύναμης του πασά των Ιωαννίνων.

Κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεων του Αλή, στο κάστρο, διατηρήθηκαν μόνο όσα από τα τμήματα της προϋπάρχουσας υστεροβυζαντινής οχύρωσης σώζονταν σε καλή κατάσταση. Κατασκευάστηκε ένα ισχυρότατο νέο τείχος στην εξωτερική παρειά του προϋπάρχοντος και το κενό ανάμεσα στα δύο τείχη καλύφθηκε με καμάρες, όπου διαμορφώθηκαν στοές και αναπτύχθηκαν επίσης και άλλες θολωτές κατασκευές. Οι επιχώσεις μεταξύ του εσωτερικού και εξωτερικού τείχους, διαμόρφωσαν στο πάνω μέρος έναν ευρύτατο περίδρομο που εξυπηρετούσε στρατιωτικούς σκοπούς και έφερε πλήθος κανονιοθυρίδων. Τμήμα της οχύρωσης αποτελούσε επίσης η πλατιά τάφρος, που κατακλυζόταν από τα νερά της λίμνης και έδινε στο κάστρο τη μορφή νησίδας.

Τρεις πολυγωνικοί πύργοι, στην περιοχή του Μώλου, κοντά στη σημερινή κύρια πύλη και κοντά στην πύλη της Σκάλας, ενίσχυαν επιπλέον το περιμετρικό τείχος. Ένας σημαντικός αριθμός πυλών και πυλίδων είναι γνωστός, με χαρακτηριστικότερη την κύρια πύλη, η οποία έκλεινε με ξύλινη κινητή γέφυρα. Νότια της κύριας πύλης και πριν τον προμαχώνα του μώλου, ανοίγεται μια δεύτερη πύλη σε σημείο που υπήρχε βυζαντινός πύργος. Πύλες υπάρχουν και στο νότιο μέρος των τειχών από τις οποίες σημαντικότερες είναι αυτή κοντά στον προμαχώνα της Σκάλας και η νοτιοανατολική πύλη που οδηγούσε στην ακρόπολη του Ιτς Καλέ.

 

Πηγή: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=7642

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης