Ο Όττο Φρανκ γράφει στο ημερολόγιο της Άννας

Πώς αισθάνθηκε άραγε ο πατέρας της Άννας Φρανκ όταν διάβασε το ημερολόγιο της κόρης του; Θα αισθανόταν την ανάγκη, ίσως, να μιλήσει με την φανταστική φίλη της Άννας, την Κίτυ; Ας φανταστούμε τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τα συναισθήματά του!

Ελισάβετ Μαραγκού (Β1)     

ημερολογο

Δευτέρα, 3 Μαρτίου 1945

Αγαπητή Κίτυ,

Σήμερα δεν σου γράφει η φίλη σου, η Άννα, αλλά ο πατέρας της. Ξέρω, έχεις ακούσει πολλά για μένα… Ας τα πάρω όμως με την αρχή. Έχουν συμβεί πολλά από τότε που σου έγραψε τελευταία φορά η Άννα, από πέρσι, στις 1 Αυγούστου.

Τρεις μέρες αφού σου έγραψε, μας βρήκαν οι Ναζί. Δεν ξέω πώς, δεν ξέρω γιατί, το μόνο που θυμάμαι είναι να ακούω ξαφνική φασαρία από κάτω, στο μαγαζί. Η καρδιά μου σταμάτησε, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Όλοι σταματήσαμε να αναπνέουμε, δεν ακουγόταν κιχ. Ένιωθα σαν να είχα παραλύσει, και πάνω που νόμιζα ότι θα έφευγαν επιτέλους, μπάμ! Με μια κλοτσιά έπεσε η πόρτα, μπήκαν τέσσερεις στρατιώτες και μας έπιασαν χειροπόδαρα. Εμένα με έσπασαν στο ξύλο, είχα γεμίσει αίματα, αλλά περισσότερο πονούσε το να ακούω την γυναίκα μου και την Άννα να κλαίνε και να σφαδάζουν.

Νομίζω πως από τον πόνο λιποθύμησα, γιατί το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να είμαι χάμω στην γωνία ενός βαγονιού γεμάτου. Δεν είχε χώρο να σαλέψεις. Άρχισα να φωνάζω, να προσπαθώ να βρω την οικογένειά μου αλλά τίποτα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ράγες του τρένου και κάτι στρατιώτες να φωνάζουν. Όταν φτάσαμε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, εγώ και οι άλλοι άτυχοι που τους έπιασαν, χωριστήκαμε σε παιδιά, γυναίκες και άντρες. Τότε ήταν η τελευταία φορά που είδα την οικογένειά μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα μάτια τους κοκκινισμένα από τό κλάμα. Πήγα να τις πλησιάσω αλλά δυο στρατιώτες με κράτησαν και μ’έρηξαν στο χώμα. Μας έβαλαν εμένα και κάτι άλλους γεροδεμένους σε ένα δωμάτιο, τι δωμάτιο δηλαδή σαν αποθήκη ήταν, γεμάτο με σίδερα τα οποία αποκαλούσαν κρεβάτια. Μας έδωσαν κάτι ριγέ πιτζάμες και ένα καπέλο, μας χάραξαν στο χέρι ένα νούμερο, λες και ήμασταν ζώα χωρίς ψυχή, και μας έβαλαν να δουλεύουμε όλη μέρα και όλη νύχτα. Πονούσε τόσο το σώμα μου, όσο και η καρδιά μου. Ένιωθα σαν φάντασμα με κόκαλα. Όσο δουλεύαμε οι στρατιώτες μας χλεύαζαν. Μόνο που τους άκουγα ήθελα να τους σκοτώσω, αλλά δεν είχα δύναμη και ενέργεια ούτε να τους κοιτάξω. Όμως φτάνει για εμένα, αυτό το γράφω για την Άννα.

Μετά από μήνες, οι οποίοι μου φαινόταν ατέλειωτοι από κακουχίες και πόνο, μια μέρα ξυπνάω, νιώθοντας πως θα πέσω. Δεν άντεχα άλλο. Πίστευα πως θα ήταν μια ακόμη εξοντωτική απελπιστική μέρα, γεμάτη σκληρή δουλειά, αλλά έκανα λάθος. Ξύπνησα για πρώτη φορά μόνος μου, χωρίς κανέναν Γερμαναρά να ουρλιάζει από πάνω μου, αργά το μεσημέρι νομίζω. Βγαίνω έξω, και οι μοναδικοί στρατιώτες που είδα ήταν πάνω σε ένα τανκ, γεμάτο, βιαστικό, να περνά τις πύλες και να φεύγει. Ήμασταν ελεύθεροι! Σαν ψέμα μου φαινόταν. Όσοι είχαν επιζήσει έφευγαν τώρα, όσοι είχαν δύναμη έτρεχαν κιόλας. Εγώ έμεινα οριακά τελευταίος, περίμενα να βγει η οικογένειά μου, ρώτησα όσους έβλεπα, κανένας δεν τις είχε δει. Ήταν ξεκάθαρο, μόνο εγώ είχα μείνει. Ναι Κίτυ, καλά άκουσες, η φίλη σου δεν πρόκειται να σου ξαναγράψει… Κανονικά θα έκλαιγα, αλλά εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να δείξω κανένα συναίσθημα, είχα μείνει κενός. Με βαριά καρδιά έκανα να φύγω κι εγώ.

Μετά από κάτι μέρες, ούτε θυμάμαι πώς, έφτασα επιτέλους σπίτι μου, εκεί που κρυβόμασταν τόσο καιρό δηλαδή. Δεν ήταν κανείς κάτω στο μαγαζί. Περίεργο, αλλά δεν με ένοιαζε τίποτα εκείνη την στιγμή. Ανέβηκα πάνω και η καρδιά μου μαύρισε ακόμα περισσότερο. Τα πάντα ήταν έτσι όπως τα είχαν αφήσει η κόρη και η γυναίκα μου. Ήταν άδειο χωρίς αυτές. Δεν το πιστεύω πως δεν θα τις ξαναδώ ποτέ μου…  Έπεσα στο πάτωμα και κοιμήθηκα, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, δεν είχα κουράγιο για τίποτα. Με ξύπνησε η καθαρίστριά μας. Ήταν τόσο χαρούμενη που ήμουν ζωντανός. Όμως έχασε το χαμόγελό της όταν της είπα την κατάληξη των υπολοίπων. Για τις επόμενες ημέρες με πήρε στο σπίτι της, με φρόντισε λες και ήμουν παιδί της μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Μέσα σε αυτό το διάστημα αναστηλώθηκα, πήρα χρόνο για τον εαυτό μου, επεξεργάστηκα και αποδέχτηκα τα όσα είχαν συμβεί. Πονούσε ακόμη, αλλά τουλάχιστον επουλωνόταν.

Η γαλήνη μου όμως δεν κράτησε για πολύ. Λίγες μέρες αφού γύρισα στο σπίτι μου και προσπάθησα να ενσωματωθώ στους παλιούς ρυθμούς μου, με επισκέφτηκε η καθαρίστρια. Ήρθε για να δει πώς τα πάω, και για να μου δώσει κάτι. Της είχα πει να πάει να καθαρίσει το πατάρι της εταιρίας μου, εκεί που κρυβόμασταν, γιατί εγώ δεν τολμούσα να πλησιάσω εκεί, θα κατέρρεα. Καθώς καθάριζε λοιπόν, βρήκε ένα βιβλίο, σαν τετράδιο, και σκέφτηκε να μου φέρει μια κούτα με αυτό και ό,τι άλλο είχε βρει. Δεν έδωσα πολλή σημασία αρχικά, γιατί δεν ήθελα να ξανανιώσω τον πόνο της απώλειάς τους, αλλά μια νύχτα, που άρχισαν να μου λείπουν πολύ, άνοιξα την κούτα και άρχισα να ψάχνω. Βρήκα μέσα κάτι χρυσαφικά της γυναίκας μου, τα αγαπημένα της, κάτι δικά μου παλιά ρούχα, ένα βιβλίο της Μαργκότ για το οποίο είχαν μαλώσει οι κόρες μου κάτι χρόνια πριν και άλλα. Αυτό που τράβηξε την προσοχή μου όμως ήταν το ημερολόγιο της Άννας μου. Της το πήραμε για τα δέκατα τρίτα γενέθλιά της. Την έβλεπα πολλές φορές να γράφει σε αυτό με τόσο ενθουσιασμό, σαν να ξέσκαγε εκεί ένα πράγμα. Είπα να το διαβάσω, έτσι για να νιώσω σαν να της μιλάω πραγματικά, αλλά αυτά που διάβασα θα με στοιχειώνουν για πάντα…

α

Ξέρεις για τι μιλάω. Κάθε μέρα σου έγραφε. Αλλά διαβάζοντας το ημερολόγιό της έμαθα αληθινά το παιδί μου. Ήξερα πως δεν τα πάει καλά μα την μητέρα και την αδερφή της αλλά πίστευα πως ήταν απλά παιδιαρίσματα. Ήξερα πως είχε κατάθλιψη, και πραγματικά προσπαθήσαμε να την βοηθήσουμε, αλλά δεν ήξερα πόσο πόνο και οργή είχε μέσα της. Ήξερα πως ήταν σχετικά απόμακρη, αλλά δεν ήξερα πόσο μόνη ένιωθε. Δεν ήξερα πως είχε φτάσει σε σημείο να μιλά σε φανταστικούς φίλους για να μην νιώθει τόσο μόνη. Αλλά αυτό που με πόνεσε περισσότερο ήταν τα λόγια της για μένα. Ολημερίς και ολονυχτίς, εδώ και κάτι μέρες διαβάζω το ημερολόγιό της, και ένα πράγμα παρατήρησα: πόσο βασιζόταν πάνω μου. Εμένα με αγαπούσε όσο κανέναν. Εμένα με είχε ανάγκη περισσότερο. Μόνο εγώ της έδινα έστω και ελάχιστη οικογενειακή στοργή. Με χρειαζόταν τόσο στην ζωή της, να είμαι εκεί για εκείνη, αλλά δεν ήμουν. Δεν άκουγα τα παράπονά της, ήμουν τόσες φορές άδικος μαζί της, δεν την έπαιρνα υπόψιν μου ποτέ, δεν ήμουν ο πατέρας που άξιζε. Τώρα το βλέπω καθαρά. Μα τώρα είναι αργά… Δεν μπορώ να επανορθώσω για την φριχτή μου συμπεριφορά, δεν μπορώ να διορθώσω την μακροχρόνια αισχρή μου στάση απέναντί της, έχει φύγει πια. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, να την πάρω στην αγκαλιά μου και να έκανα όσα χρειαζόταν. Να την άκουγα, να την στήριζα.

Έχει περάσει μια βδομάδα από τότε που το διάβασα το ημερολόγιο. Η χειρότερη εβδομάδα της ζωής μου. Χειρότερη από όταν έμαθα ότι πέθαναν, χειρότερη από όταν δούλευα σαν σκύλος στο στρατόπεδο και μύριζα όλους τους καμένους και τους νεκρούς. Κάθε πρωί που ξυπνάω μετανιώνω τα λάθη μου κι εύχομαι να μπορούσα να επανορθώσω, να γινόμουν ένας σωστός πατέρας για την Άννα. Και κάθε βράδυ που πάω να κοιμηθώ την βλέπω, να με στοιχειώνει και να κλαίει από απόγνωση για το πόσο ψυχρός ήμουν απέναντί της. Για αυτό και σήμερα αποφάσισα να κάνω ό,τι πλέον μπορώ για την Άννα. Και το μόνο που μπορώ αυτή την στιγμή είναι να ενημερώσω πλήρως για όσα έχουν συμβεί την πολυαγαπημένη της φίλη Κίτυ. Την Κίτυ, η οποία είχε αναλάβει τον ρόλο μου στην ζωή της Άννας όλον αυτόν τον καιρό. Την Κίτυ, η οποία στήριζε την κόρη μου όσο εγώ δεν ασχολούμουν. Την Κίτυ, η οποία ήταν και μάνα και πατέρας για την Άννα μου.

Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω Κίτυ, παρά ευχαριστώ για όσα έχεις κάνει. Ευχαριστώ που ήσουν πάντα εκεί για το παιδί μου. Δεν μπορώ να σου γράψω άλλο, τα μάτια μου θολώνουν, νιώθω έναν κόμπο στον λαιμό μου. Να είσαι σίγουρη πως θα σου ξαναγράψω όμως. Κάθε φορά που θα μου λείπει η Άννα θα σου γράφω…

Να μου την προσέχεις, Όττο

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης