Οι μέλισσες και οι υπόλοιποι επικονιαστές δεν είναι απλώς ένα κομμάτι της φύσης – είναι οι αφανείς εργάτες που κρατούν ζωντανά τα οικοσυστήματα και εξασφαλίζουν την παραγωγή τροφίμων. Όμως, τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται αντιμέτωποι με σοβαρές απειλές: η κλιματική αλλαγή, η εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων, η καταστροφή των φυσικών τους βιότοπων και η εξάπλωση ασθενειών έχουν οδηγήσει σε ανησυχητική μείωση των πληθυσμών τους. Στην Ελλάδα, όπου η μελισσοκομία αποτελεί σημαντικό μέρος της αγροτικής οικονομίας, οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης είναι πολλαπλές και ενδέχεται να επηρεάσουν τόσο το περιβάλλον όσο και την αγροτική παραγωγή.
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τους επικονιαστές και τις οικοσυστημικές τους υπηρεσίες με τρεις τρόπους. Συγκεκριμένα, επηρεάζει:
Α. τον συγχρονισμό ανθοφορίας και δραστηριότητας εντόμων, αφού έντομα και φυτά, έχοντας διαφορετική δυνατότητα από απόκρισης στην αύξηση της θερμοκρασίας και την διαθεσιμότητα νερού, θα αποκριθούν με διαφορετικό τρόπο: τα φυτά μετατοπίζοντας έντονα την ανθοφορία τους προς τον χειμώνα, ενώ τα έντομα, που είναι θερμόφιλα και με μεγαλύτερες θερμοκρασιακές αντοχές, με μικρότερη τάση μετατόπισης της δραστηριότητάς τους.
Β. τη νεκταροπαραγωγή των ανθέων, άρα το πόσο νέκταρ θα είναι διαθέσιμο προς τους επικονιαστές. Τα πειράματά μας δείχνουν μεγάλες μειώσεις της νεκταρο-έκκρισης στα περισσότερα είδη μελισσοκομικών φυτών κατά την κύρια περίοδο ανθοφορίας, την άνοιξη.
Γ. την καθαυτή ποικιλότητα των άγριων επικονιαστών και τα οικολογικά δίκτυα ανθέων–επικονιαστών. Τα μοντέλα πρόβλεψης που έχουμε δημιουργήσει για τον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, βάσει των δεδομένων που έχουμε συλλέξει τα τελευταία 20 χρόνια, δείχνουν μεγάλες αλλαγές έως το 2080: μείωση στο σύνολο σχεδόν των νησιών, πλην των περιοχών με μεγαλύτερη βροχόπτωση.
Δύο είναι τα μείζονα διλήμματα της ανθρωπότητας χωρίς επικονιαστές ή με όχι αρκετούς επικονιαστές. Πρώτον, αν μπορούμε να ζήσουμε καταναλώνοντας μόνο ψωμί ή μακαρόνια, που η παραγωγή τους (δημητριακά) δεν απαιτεί επικονίαση με ζώα (έντομα), αλλά γίνεται με τον άνεμο. Δεύτερον, αν θέλουμε να ζήσουμε σε ένα περιβάλλον απόλυτα νοικοκυρεμένο, χωρίς τη σημερινή βιοποικιλότητα, με φανταχτερά άνθη που αναπαράγονται με κλώνους (για πόσον καιρό, όμως;), χωρίς έντομα που ζουζουνίζουν, χωρίς πουλιά που τραγουδούν. Με την “άνοιξη” “σιωπηλή”, σαν κι αυτή που περιέγραψε η Ραχήλ Κάρσον το 1962, σε έναν “θαυμαστό καινούργιο κόσμο” σαν και αυτόν που περιέγραψε ο Άλντους Χάξλεϋ το 1932.
Νοιώθω ότι είμαστε η γενιά που μπορεί να αποφασίσει για το τώρα, και εκείνη που πρέπει να αποφασίσει για το μέλλον. Η ευθύνη για ένα μέλλον με ή χωρίς επικονιαστές είναι δική μας.