Ο Παναγιώτης Ρόδιος γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν εμποροπλοίαρχος, και ιδιοκτήτης πλοίου. Τα πρώτα του γράμματα, τα έμαθε στη Ρόδο και δε θέλησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του καραβοκύρη.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης όπου και διακρίθηκε. Από τη Σμύρνη ταξίδεψε αρχικά για την Πάδουα και στη συνέχεια στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί προσχώρησε στις ιδέες του Διαφωτισμού και στον κύκλο του εκφραστή τους, Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό του πρότυπο.
Όμως, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση το 1821. Τότε, εγκατέλειψε το Παρίσι και τον Αύγουστο του 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάσσεται στο πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μετέχοντας στη συνοδεία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, κατευθύνθηκε στο Άστρος, όπου θα συναντούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ρόδιος ενταγμένος στο επιτελείο του Υψηλάντη συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μέχρι την πτώση της
Ο διακεκριμένος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολιτικός και διανοούμενος, συνάντησε τον Ρόδιο στην Κόρινθο και τον έθεσε υπό την πολιτική του προστασία Ο Ρόδιος έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, με το βαθμό του λοχαγού, διακρίθηκε για την ανδρεία του και ήταν από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Με τα λείψανα του τακτικού στρατού συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες.
Τον Νοέμβριο του 1822 ο Ρόδιος ανέλαβε τη διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, παίρνοντας προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη. Από τον Ιούλιο του 1824 ο Ρόδιος προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη, επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχηγού του τακτικού σώματος στρατού. Τον Ιούλιο του 1824, συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Το 1825 παρέδωσε τη διοίκηση του τακτικού στρατού στον Γάλλο αξιωματικό, Φαβιέρο.
Διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Γραμματέας επί των Στρατιωτικών. Το 1844 αναλαμβάνει καθήκοντα Γραμματέως επί των Στρατιωτικών, ενώ το 1848 διατελεί και πάλιν, Υπουργός Στρατιωτικών.
Παντρεύτηκε μία από τις κόρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και πέθανε το 1851 σε ηλικία 62 ετών.