Το πιο γλυκό ψωμί

Μετά την ανάγνωση και ανάλυση του διδακτικού παραμυθιού «Το πιο γλυκό ψωμί» οι μαθητές του Α2 τμήματος έγιναν οι ίδιοι συγγραφείς και μας έδωσαν ένα άλλο τέλος βάζοντας και μία δόση χιούμορ. Ακολουθούν οι ιστορίες τους:

Αφού  ο γέροντας βοήθησε το βασιλιά να ξαναβρεί την όρεξή του, ο βασιλιάς θέλησε να ανταποδώσει την καλή πράξη του γέροντα προς εκείνον. Έτσι αποφάσισε να τον πάρει μαζί του στο παλάτι και να τον κάνει βασιλιά. Ο γέροντας έπαιρνε όλες τις βασιλικές αποφάσεις και ο πρώην βασιλιάς αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μαγειρική. Τελικά ο βασιλιάς κατάλαβε ότι αυτή ήταν η δουλειά που του ταίριαζε, αφού όλα του τα φαγητά γίνονταν ανάρπαστα στο παλάτι!

Γ. Χ.

Ο βασιλιάς συμφώνησε να ακολουθήσει τον σοφό γέροντα στην καλύβα του, για να βρει την όρεξή του. Τα πράγματα όμως δεν πήγανε όπως τα περίμενε. Αυτός είχε συνηθίσει αλλιώς στο παλάτι. Τώρα έπρεπε να ξυπνάει νύχτα, να φοράει αυτά τα φτωχικά ρούχα και το χειρότερο, να δουλεύει! Μετά από τόση δουλειά έπεσε ξερός για ύπνο. Την επόμενη μέρα, το ίδιο, οι δουλειές δεν τέλειωναν ποτέ. θέρισε, αλώνισε και τώρα…. πρέπει να αλέσει. Μόλις το άκουσε ο βασιλιάς έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Άσε που ακόμα δεν είχε δοκιμάσει το πιο γλυκό ψωμί. Και εκεί που νόμισε πως τελειώσανε, πρέπει τώρα να ζυμώσει και να ψήσει το ψωμί. Μήπως προλαβαίνει να φύγει; Ενώ ήταν έτοιμος να βγάλει τα ψωμιά από το φούρνο, η μυρωδιά τους τον ζάλισε και έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Όταν ξύπνησε, τα ψωμιά είχαν ήδη αλλάξει χρώμα. λίγο ακόμα και θα καίγονταν. Ευτυχώς δεν τον είδε ο γέροντας! Θα πήγαινε χαμένος ο κόπος του. Από την πείνα του, έπιασε βιαστικά ένα καρβέλι ψωμί στο χέρι του και κάηκε. Ήταν τόσο πεινασμένος που δεν μπορούσε να περιμένει. Πράγματι, ήταν το πιο γλυκό ψωμί που είχε φάει σε όλη του τη ζωή.

Κ. Ι.

Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς πήρε ένα καρβέλι και άρχισε να τρώει. Αμέσως μόλις έφαγε την πρώτη μπουκιά άρχισε να φωνάζει δυνατά <ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΓΕΡΟΝΤΑ!!!>. Τότε ο γέροντας από την τρομάρα του άρχισε να τρέχει, που λέει ο λόγος, όσο πιο γρήγορα μπορούσε να μην τον πιάσει ο βασιλιάς και φώναζε ταυτόχρονα <ΜΑΑΑΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΥ, ΕΣΥ ΤΟ ΕΦΤΙΑΞΕΣ ΤΟ ΨΩΜΙ, ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ>>.

Ο βασιλιάς δεν κατάφερε να βρει το γέροντα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος και πεινασμένος και έτσι γύρισε στο παλάτι του και άρχισε να τρώει με όρεξη ό,τι έβρισκε μπροστά του!

Μ. Γ.

Την τρίτη ημέρα κατά το χάραμα ο γέρος σήκωσε τον βασιλιά: «Ξύπνα να πάμε το σιτάρι στο μύλο να το αλέσουμε!» και ο βασιλιάς –που εκείνη τη στιγμή έβλεπε όνειρο ότι έτρωγε- του λέει: « Μη μου παίρνεις το ψωμί. Πεινάω! Πεινάω!». Τότε ο γέρος του απάντησε: «Σήκω και πάρε το σακί στην πλάτη σου, γιατί εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ!». Τότε ο βασιλιάς, παρόλο που έτρεμαν τα πόδια του από την πείνα, πήρε το σακί στον ώμο του και κατευθύνθηκε μαζί με το γέρο προς το βουνό.  Το τσουβάλι, όμως, του έπεφτε κατά την ανάβαση και κατρακυλούσε μέχρι κάτω. Μετά από ώρα και πολύ κόπο έφτασαν στο μύλο και άλεσαν το σιτάρι. Ύστερα γύρισαν στην καλύβα, για να ζυμώσουν το ψωμί. Ο βασιλιάς «έσκασε» το γέρο, γιατί του ζητούσε συνέχεια να δοκιμάσει λίγο από το άψητο ζυμάρι. Τελικά έψησαν το ψωμί και ο βασιλιάς έφαγε «του σκασμού». «Κατάλαβες, βασιλιά μου, ποια είναι η ζάχαρη του ψωμιού;», τον ρωτάει ο γέρος. Ο βασιλιάς τότε σταματάει να μασουλάει και λέει στον γέρο: «Ναι! Και μην ανησυχείς. Θα φάω και το δικό σου ψωμί!». Ακούγοντας αυτή την απάντηση ο γέρος ψιθύρισε: «Μόνος μου τα λέω, μόνος μου τα ακούω!»

Ν. Γ.

    Ο γέροντας πήρε τον βασιλιά για τρεις ημέρες σε ένα χωράφι σπαρμένο. Την πρώτη ημέρα λέει ο γέροντας στον βασιλιά να ξυπνήσει για να πάνε να θερίσουνε. Κουρασμένος από το ταξίδι και πιασμένος στη μέση από το κρεβάτι, ο βασιλιάς πήγε και θέριζε όλη μέρα. Η μέση του όλο και χειροτέρευε. Έδεσε τα στάχυα σε δεμάτια και πήγαν να κοιμηθούν.

    Την επόμενη ημέρα ο γέροντας ξυπνάει τον βασιλιά και του λέει να πάρει και να κουβαλήσει τα δεμάτια, για να τα αλωνίσουν. Ο καημένος βασιλιάς κουβάλησε τα δεμάτια και τα αλώνισε. Έπειτα έπεσαν να κοιμηθούν.

     Την τρίτη και τελευταία μέρα ο γέροντας ξυπνάει τον βασιλιά και του λέει να κουβαλήσει τα δεμάτια με το σιτάρι μέχρι τον μύλο, που ήταν στην κορυφή του βουνού. Ο βασιλιάς πονούσε πολύ στη μέση του, αλλά μπόρεσε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Το βράδυ που γύρισαν από τον μύλο ο γέροντας είπε στον βασιλιά να ζυμώσει. Ο βασιλιάς το έκανε, έφαγε ένα από τα ψωμάκια και παραδέχτηκε ότι ήταν το πιο γλυκό ψωμί. Μετά έπεσε για ύπνο. Όταν ο γέροντας πήγε την επόμενη ημέρα να ξυπνήσει τον βασιλιά για να φύγει, είδε ότι ο βασιλιάς  δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Τρόμαξε και θεώρησε ότι, επειδή ο βασιλιάς δεν είχε δουλέψει ποτέ στην ζωή του, κόντευε να πεθάνει. Ο γέροντας ανησύχησε πολύ, αλλά μετά είδε τον βασιλιά να κουνιέται και έγινε πολύ χαρούμενος. Του έδωσε ένα φάρμακο κι έτσι ο βασιλιάς μπόρεσε να θεραπευτεί από τον πόνο του στη μέση. Τέλος ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι του και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Π. Μ.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης