Του Ιωάννη Σιδέρη
Δέκα το πρωί.
Ο καθηγητής της ιστορίας συνεχίζει απτόητος τη διδασκαλία του για τους ηρωικούς επαναστάτες του 1821. Απομένει μισή ώρα ακόμα για το διάλειμμα αλλά σου φαίνεται αιώνας.
Ο καθηγητής της ιστορίας συνεχίζει απτόητος τη διδασκαλία του για τους ηρωικούς επαναστάτες του 1821. Απομένει μισή ώρα ακόμα για το διάλειμμα αλλά σου φαίνεται αιώνας.
Κοιτάς έξω από το παράθυρο το διπλανό τμήμα που κάνει γυμναστική. Παίζουν μπάσκετ κι εσύ παρακολουθείς καθώς η μπάλα περνάει από χέρι σε χέρι για να φτάσει στο καλάθι. Μόνο ένα ζευγάρι χέρια δεν πιάνει ποτέ την μπάλα όσο κι αν τη ζητάει επίμονα. Αυτό το ζευγάρι χέρια δεν θα την πιάσει ποτέ.
“Τα παιδικά χρόνια του Γεώργιου Καραϊσκάκη ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού…” Ο δάσκαλος αναφέρει με στομφο, ενώ εσύ συνεχίζεις να χαζεύεις το μπάσκετ. Ακόμα κι οι επαναστάτες είχαν δύσκολα παιδικά χρόνια. Ίσως κι αυτοί δεν έπαιρναν ποτέ την μπάλα να ρίξουν στο καλάθι.
“Τα παιδικά χρόνια του Γεώργιου Καραϊσκάκη ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού…” Ο δάσκαλος αναφέρει με στομφο, ενώ εσύ συνεχίζεις να χαζεύεις το μπάσκετ. Ακόμα κι οι επαναστάτες είχαν δύσκολα παιδικά χρόνια. Ίσως κι αυτοί δεν έπαιρναν ποτέ την μπάλα να ρίξουν στο καλάθι.
Επιτέλους χτυπάει κουδούνι.
Η τάξη σύσσωμη πετάγεται έξω για διάλειμμα κι εσύ κοιτάς το μισοφαγωμένο σάντουιτς στην τσάντα σου. Θα ήταν ωραίο να το φας με ένα ακόμα σνακ. Αλλά δεν τολμάς να βγεις έξω. Καλύτερα εδώ στην “ασφάλεια” της τάξης. Δίπλα στο γραφείο καθηγητών. Με μία φωνή, μπορεί να έρθει κάποιος σε δευτερόλεπτα.
Στο σχόλασμα περιμένεις τελευταίος να φύγεις από την τάξη. Κοιτάς από μακριά τα άλλα παιδιά που τα παίρνουν οι γονείς τους, ενώ πολλά από αυτά φεύγουν παρέες.
Παίρνεις βαθειά ανάσα και αποφασίζεις να βγεις.
Κανείς δεν φαίνεται να σου κόβει τον δρόμο, ίσως την γλυτώσεις σήμερα. Ίσως προλάβεις να φύγεις, να φτάσεις στο σπίτι τρέχοντας και να κλειστείς έγκαιρα στο δωμάτιο σου, προτού σε ρωτήσουν οι γονείς σου τι σημάδια είναι αυτά, γιατί η μπλούζα σου είναι σκισμένη, γιατί τα μάτια σου πρησμένα.
Τελευταία στιγμή στην εξώπορτα ακούς μία κραυγή. Σταματάς απότομα.
Η περιέργειά σου λέει να δεις, η λογική να συνεχίσεις τον δρόμο σου. Αλλά είσαι παιδί. Και η περιέργεια θα νικήσει.
Στις μπασκέτες μία παρέα μεγαλύτερων, σε ηλικία, παιδιών έχει φτιάξει ένα κύκλο και γελούν με κάτι που βρίσκεται στη μέση. Δε ξεχωρίζεις τι είναι.
Δεύτερη κραυγή και δυνατότερα γέλια. Μετά ακούς κλαψουρίσματα. Παρακάλια για βοήθεια.
Οι καθηγητές είτε έχουν φύγει είτε αδιαφορούν. Σφίγγεις τις γροθιές σου, τα δόντια σου τρίζουν.
Δεν μπορείς να βοηθήσεις. Δεν έχει νόημα. Κοιτάς για τελευταία φορά και βλέπεις ο κύκλος να ανοίγει κι ένα παιδί στο κέντρο. Το παντελόνι του κατεβασμένο, μία μπάλα μπάσκετ ανάμεσα στα πόδια του και σημάδια από κλωτσιές στους μηρούς του. Το παιδί κλαίει. Πέφτει κάτω σχεδόν λιπόθυμο.
Δεύτερη κραυγή και δυνατότερα γέλια. Μετά ακούς κλαψουρίσματα. Παρακάλια για βοήθεια.
Οι καθηγητές είτε έχουν φύγει είτε αδιαφορούν. Σφίγγεις τις γροθιές σου, τα δόντια σου τρίζουν.
Δεν μπορείς να βοηθήσεις. Δεν έχει νόημα. Κοιτάς για τελευταία φορά και βλέπεις ο κύκλος να ανοίγει κι ένα παιδί στο κέντρο. Το παντελόνι του κατεβασμένο, μία μπάλα μπάσκετ ανάμεσα στα πόδια του και σημάδια από κλωτσιές στους μηρούς του. Το παιδί κλαίει. Πέφτει κάτω σχεδόν λιπόθυμο.
Η παρέα γελώντας, περνάει από δίπλα σου κι εύχεσαι απλά να μην ασχοληθούν μαζί σου. Ακούς τις τελευταίες τους φράσεις καθώς φεύγουν.«Είδες το βλαμμένο; Πήρε την μπάλα που ήθελε τελικά!»
«Αλλά το γυρίσαμε σε ποδόσφαιρο. Καιρός να μάθει και κάτι άλλο!»
«Μαμά μου! Μαμά μου! Χαχαχα τι καθυστερημένο!»
«Μαμά μου! Μαμά μου! Χαχαχα τι καθυστερημένο!»
Φτάνεις στο σπίτι και σε φωνάζουν για φαγητό. Δεν πεινάς όμως. Σχεδόν ποτέ δεν πεινάς μετά από το σχολείο. Ανεβαίνεις στο δωμάτιο και κλείνεις δυνατά την πόρτα. Ακουστικά στα αυτιά, τέρμα η ένταση κι η μουσική πλημμυρίζει το κεφάλι σου προσπαθώντας να διώξει όλη την ένταση της ημέρας.
Και το απόγευμα θα σε ρωτήσουν πώς πήγε το σχολείο.
Και θα απαντήσεις ότι όλα ήταν καλά.
Και θα μετράς τις μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι.
Και θα κοιτάς το ταβάνι σκεπτόμενος το παιδί με τα χτυπημένα πόδια και τις κραυγές για βοήθεια.
Και θα κλαις το βράδυ και θα πρήζονται τα μάτια σου.
Και μετά, μία καινούργια μέρα ξημερώνει.
Το bullying δεν είναι γρίπη. Δεν περιμένεις να περάσει και να φύγει μόνο του. Δεν έχει αντιβίωση ούτε ιατρική συνταγή.
Το bullying χτίζει τοίχους στην κοινωνία μας και κάθε μέρα τα θεμέλια του γίνονται πιο γερά. Κραυγές και χτυπήματα δεν θα ρίξουν αυτούς τους τοίχους. Απλά θα μας ματώσουν. Σπάνια ένα παιδί, ένας έφηβος ακόμα και ένας ενήλικας θα παραδεχτεί ότι είναι θύμα bullying. Φοβάται τις συνέπειες.
Από τους υπόλοιπους που είμαστε δίπλα του εξαρτάται το κατά πόσο θα ασχοληθούμε. Κατά πόσο θα νoιαστούμε. Κατά πόσο θα αγνοήσουμε την κοινότυπη φράση «δεν είναι τίποτα, δεν πειράζει, θα περάσει. Παιδιά είναι.»
Τo bullying έχει πολλούς συμμάχους γι αυτό και θέλει δυνατούς και επίμονους εχθρούς. Μην το αφήνετε να εξελίσσεται. Χτυπήστε το στην ρίζα του.
Αλλιώς το παιδί που ουρλιάζει για βοήθεια και στέκεται αβοήθητο στο μέλλον θα βγάλει την ίδια συμπεριφορά σε άλλα παιδιά. Εϊναι αλυσιδωτή αντίδραση και δεν σταματάει πουθενά.
Αλλιώς το παιδί που ουρλιάζει για βοήθεια και στέκεται αβοήθητο στο μέλλον θα βγάλει την ίδια συμπεριφορά σε άλλα παιδιά. Εϊναι αλυσιδωτή αντίδραση και δεν σταματάει πουθενά.
Εκτός κι αν την σπάσεις και φτιάξεις μία καινούργια.