«Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκολντμπαχ (Η εικασία της Κατερίνας)»
(Κατερίνα Δεμέστιχα Γ1)
Όλα ξεκίνησαν το πρωινό της Δευτέρας, όταν η οικογένεια Κυκνοπούλου δέχτηκε ένα πολύ δυσάρεστο τηλεφώνημα. Ο θείος Πέτρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 52 ετών. Ο 14χρονος ανιψιός του Ορέστης, μαθαίνοντας τα νέα, έτρεξε δακρυσμένος και λυπημένος στο δωμάτιό του. Άρχισε να λύνει μαθηματικές παραστάσεις που ήταν το φόρτε του, προκειμένου να αποφορτιστεί συναισθηματικά. Οι γονείς του σπάνια μιλούσαν για τον θείο. Τον αποκαλούσαν μαγκούφη, αντικοινωνικό, εγωιστή, εσωστρεφή και αγενή. Δεν καταδεχόταν να δει κόσμο γιατί ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του…Ούτε καν τον ίδιο του τον αδελφό, δηλαδή τον πατέρα του Ορέστη. Ο κύριος Πέτρος ήταν ανύπαντρος. Είχε αφοσιώσει όλη του τη ζωή στην μοναδική του αγάπη, τα μαθηματικά. Ο αδελφός του τον κορόιδευε και τον κατέκρινε που χαράμισε άδικα τα χρόνια του σε κάτι τόσο ανούσιο.
Μετά από μερικές μέρες ο κύριος Γιώργος μαζί με τον γιο του επισκέφτηκαν το σπίτι του θανόντα, για να δουν σε τι κατάσταση βρισκόταν. Ξεκίνησαν πρώτα απ΄το σαλόνι και την τραπεζαρία, ύστερα κατευθύνθηκαν στην κουζίνα και τέλος στο υπνοδωμάτιο και το γραφείο. Κάποια στιγμή, ο Ορέστης είδε μία μισάνοιχτη πόρτα που οδηγούσε σ΄ένα άλλο δωμάτιο. Παρόλο που τρομοκρατήθηκε στην αρχή απ’ το σκοτάδι, αποφάσισε να το εξερευνήσει. Πάτησε τον διακόπτη, ο λαμπτήρας άρχισε να τρεμοπαίζει και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα όρμησε μέσα. Καθώς ανακάλυπτε τα μυστικά της αποθήκης στο μισοσκόταδο, σκόνταψε πάνω σ’ ένα παλιό ξύλινο μπαούλο. Για καλή του τύχη ήταν ξεκλείδωτο. Γεμάτος περιέργεια, το άνοιξε και είδε μόνο κάποια ανακατεμένα έγγραφα. Τίποτα το ενδιαφέρον. Όταν όμως κοίταξε καλύτερα, διαπίστωσε πως ήταν γράμματα από κάποιον ονόματι ‘’Φράνσις Μουρούτοφ’’ και περιείχαν αναλυτικές μαθηματικές πράξεις. Ο νεαρός παραξενεύτηκε. Τί ήταν αυτά τα γράμματα; Ποιος ήταν ο Φράνσις Μουρούτοφ; Κανείς δεν ήξερε. Τότε, ακούστηκε η βαριά φωνή του πατέρα του να του λέει πως πρέπει να φύγουν σιγά σιγά. Με γοργές κινήσεις έβαλε τα λιγοστά γράμματα στο σακίδιό του και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Ο Ορέστης, αφού έφαγε βιαστικά το βραδινό του, επικαλέστηκε πως είναι κουρασμένος και πήγε να ξαπλώσει. Στην πραγματικότητα όμως αγρύπνησε διαβάζοντας τα γράμματα που πήρε από το μυστηριώδες μπαούλο του θείου του. Το περιεχόμενων εκείνων αφορούσε το παλαιότερο άλυτο πρόβλημα των μαθηματικών που είναι γνωστό ως εικασία του Γκολντμπαχ, το οποίο προσπαθούσαν μανιωδώς να λύσουν αυτοί οι δύο συνεργάτες. Διαβάζοντας, λοιπόν, τις προσπάθειες που κατέβαλαν αυτοί οι δύο άνθρωποι χρόνια τώρα, θέλησε να συνεχίσει το έργο τους.
Ύστερα από αμέτρητες προσπάθειες, ξενύχτια και εκατοντάδες έρευνες και μελέτες, κατάφερε μετά από αρκετούς μήνες να λύσει αυτό το ακατόρθωτο μαθηματικό πρόβλημα που ούτε οι καλύτεροι μαθηματικοί δεν μπόρεσαν να λύσουν. Ζητωκραύγασε για το μεγάλο του αυτό επίτευγμα, όμως το κράτησε σαν επτασφράγιστο μυστικό μέσα στους τέσσερις αυτούς τοίχους του δωματίου του.
Κατερίνα Δεμέστιχα
Λέσχη Ανάγνωσης «Μαθηματικά & Λογοτεχνία»
Την εικόνα του άρθρου ζωγράφισαν οι μαθήτριες: Σιρανίδου Άννα (Β4) και Σπυροπούλου Ίριδα (Β4)