«Οι Έλληνες δεν απετίναξαν μόνον τον ζυγόν υπό τον οποίον οι ίδιοι ετέλουν, αλλά κατήργησαν εμμέσως την έννοιαν παντός ζυγού εις την Ευρώπην ολόκληρον, δημιουργήσαντες τας ηθικάς και πολιτικάς προϋποθέσεις διά την εκδήλωσιν των διαφόρων εθνικών εξεγέρσεων, αι οποίαι, είτε επιτυχούσαι, ως εν Ιταλία, είτε επανειλημμένως και τραγικώς κατασταλείσαι, ως εν Πολωνία, έδωσαν εις τον 19ον αιώνα το χρώμα του και το μέγα ιστορικόν του νόημα».
Είναι σαφές ότι η ελληνική επανάσταση υπήρξε σταθμός στην ιστορία τού νεότερου Ελληνισμού, αφού οδήγησε, μετά από 400 χρόνια, στη δημιουργία τού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ενέπνευσε στις επόμενες γενεές των Ελλήνων διαδοχικές απελευθερωτικές εξεγέρσεις και εμψύχωσε τους Έλληνες σε καιρούς δοκιμασίας. Υπήρξε όμως και κορυφαίο γεγονός για τη σύγχρονη Ιστορία τής Ευρώπης, αφού έφερε αλλαγές που έχουν αντίκτυπο ώς τις μέρες μας. Τόση ήταν η δυναμική της, ώστε παρέσυρε τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων να ενδιαφερθούν για την τύχη τής Ελλάδας, να συνεργαστούν και να υπογράψουν πρωτόκολλα και συνθήκες για την αίσια έκβαση τού αγώνα των Ελλήνων, σε αντίθεση με τη μέχρι τότε πολιτική τους.
«Η Ελλάς στα ερείπια τού Μεσολογγίου», Ευγενίου Ντελακρουά
Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων άρχισε λίγο μετά την ήττα τού Ναπολέοντα, όταν η Ευρώπη, για δικούς της λόγους, ήταν αντίθετη σε κάθε είδους εξέγερση. Οι επαναστατημένοι Έλληνες κατόρθωσαν να πείσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις τής εποχής ότι τον αγώνα τους δεν υποκίνησε κάποια κοινωνική τάξη ούτε η σύγκρουση κοινωνικών συμφερόντων και δεν αποσκοπούσε σε πολιτειακή αλλαγή ούτε στόχευε στην απομάκρυνση ανίκανων ηγετών, όπως συνέβαινε στα περισσότερα επαναστατικά κινήματα μέχρι τότε. Αντίθετα επεδίωκε την απελευθέρωση ενός έθνους. Ελλάδα δεν υπήρχε. Οι Έλληνες, όμως, ποτέ δεν δέχθηκαν ότι η χώρα τους χάθηκε, δεν λησμόνησαν το παρελθόν τής φυλής τους και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να απελευθερωθούν. Και όταν έφθασε το πλήρωμα τού χρόνου, ένας αγράμματος, φτωχός και κατατρεγμένος λαός τόλμησε να υψώσει το ανάστημά του με μοναδικό εφόδιο «τής καρδιάς το πύρωμα».
Ο Κολοκοτρώνης είπε: «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα». Οι απλοί πολεμιστές τού ’21 κατάλαβαν ότι το ένδοξο παρελθόν τούς δημιουργούσε υποχρεώσεις για το μέλλον τού τόπου τους και μόνοι τους αποφάσισαν «να γυρίσουν τον ήλιο», και αυτό «θέλει δουλειά πολλή».
«Ο θρύλος τής Αγίας Λαύρας», Θεοδώρου Βρυζάκη
«Οι Έλληνες είναι τρελοί αλλά έχουν γνωστικό Θεό που τους προστατεύει». έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο «γνωστικός Θεός», όταν ήρθε το πλήρωμα τού χρόνου, φρόντισε αυτή η μικρή, υπόδουλη χώρα να έχει στη διάθεσή της έναν μεγάλο θησαυρό:
α) πλούσιους εμπόρους που θέλησαν να βοηθήσουν και να οργανώσουν την επανάσταση
β) συνειδητοποιημένους επαναστάτες που είχαν γαλουχηθεί με τα ποιήματα τού Ρήγα Φεραίου και ήξεραν την τέχνη τού πολέμου και τού κλεφτοπολέμου
γ) έμπειρους ναυτικούς με μεγάλη προϋπηρεσία σε αγώνες στη θάλασσα κατά των πειρατών και όχι μόνο
δ) πολλούς μορφωμένους ανθρώπους, οι οποίοι γνώριζαν πώς έπρεπε να μιλήσουν στις Μεγάλες Δυνάμεις για να αποδείξουν το δίκαιο τού ελληνικού αγώνα
ε) ικανότατους πολιτικούς με κορυφαίο τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο Ρήγας Φεραίος και ο Αδαμάντιος Κοραής βγάζουν την Ελλάδα από τον τάφο της.
Όμως καμία επανάσταση δεν έχει αίσιο τέλος όταν οι αγωνιζόμενοι έχουν να αντιμετωπίσουν οργανωμένο στρατό. Το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι να παραμείνει ζωντανή. Αυτό πέτυχαν οι αγωνιστές τού 1821. Μετά από αγώνες, μάχες, θανάτους, δύο εμφυλίους πολέμους, αλλά και πολλές θυσίες, κατάφεραν να συντηρήσουν την επανάστασή τους επτά χρόνια. Και τότε η αλαζονεία τού κατακτητή αλλά και η στάση των Ελλήνων ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να πάρουν θέση. Ωστόσο, το τέλος τής Επανάστασης δεν σήμανε και το τέλος των προβλημάτων.
«Η δόξα των Ψαρών», Νικολάου Γύζη
Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων λειτούργησε υπέρ των Ελλήνων, όμως δεν είχε διευκρινιστεί η ακριβής υπόσταση τού νέου κράτους, δηλαδή αν θα είναι αυτόνομο ή ανεξάρτητο και ποια εδάφη θα περιελάμβανε. Η οθωμανική Αυτοκρατορία πάλι δεν δεχόταν τη δημιουργία ελληνικού κράτους και δυσαρεστημένη από το αποτέλεσμα τής ναυμαχίας τού Ναυαρίνου οδηγήθηκε σε πόλεμο με τη Ρωσία και μία ακόμα ήττα. Τότε η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία συμφώνησαν να δημιουργηθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και έτσι το 1830 υπεγράφη το Πρωτόκολλο τής Ανεξαρτησίας, η πρώτη διπλωματική πράξη που υπογράφτηκε από τις Δυνάμεις και την οθωμανική Αυτοκρατορία και αναγνώριζε την ύπαρξη ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Και τότε ξεκίνησε ένας άλλος, μεγαλύτερος αγώνας. Αυτός που τόσο εύγλωττα περιέγραψε ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του, πώς από το «εγώ» να φθάσουν στο «εμείς». «Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός ‟εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς ‟εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε ‟εμείς”. Είμαστε εις το ‟εμείς” και όχι εις το ‟εγώ”. Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί.»
«Η πυρπόληση τής τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη»
Θυσία στον αγώνα αυτό έγινε και ο ίδιος ο Καποδίστριας, ο οποίος προσπάθησε να βάλει τάξη σε ένα απέραντο χάος. Ο θάνατός του συγκλόνισε τους Έλληνες και έτσι φαίνεται ότι έδειξαν μεγαλύτερη διαλλακτικότητα με τον Όθωνα, αποφασισμένοι πλέον να οργανώσουν το κράτος τους.
Αναζητώντας στα Αρχεία τής Φ.Ε. τους αγωνιστές που έσπευσαν να βοηθήσουν τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία στο έργο της και ερευνώντας τη ζωή τους έρχονται στον νου μας τα λόγια τού Θ. Κολοκοτρώνη, όταν μετά την απελευθέρωσή του από την τότε κυβέρνηση επέστρεψε στο Ναύπλιο για να αντιμετωπίσει τον προελαύνοντα Ιμπραήμ. Ο λαός που είχε συγκεντρωθεί για να τον υποδεχθεί ήταν τόσο πολύς, ώστε ο Γέρος αναγκάστηκε να ανέβει σε μια πέτρα και ενώ το πλήθος παραληρούσε τους είπε: «Έλληνες! Πριν βγω στ’ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ’ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός». Τα απλά και μεστά περιεχομένου αυτά λόγια φαίνεται ότι ασπάστηκαν τα πρώτα χρόνια τής απελευθέρωσης πολλοί Έλληνες, οι οποίοι προσπαθούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να συμβάλουν στην οργάνωση τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε διαφορετικά το γεγονός ότι μεταξύ των μελών τής Φ.Ε. συναντούμε πολιτικούς αντιπάλους τού παρελθόντος, οπαδούς όλων των κομμάτων και πρώην προσωπικούς αντιπάλους, οι οποίοι όμως θέλησαν να ενισχύσουν την παιδεία των Ελληνοπαίδων και των Ελληνίδων.
«Η έξοδος τού Μεσολογγίου», Θεοδώρου Βρυζάκη
Εκατόν σαράντα ένα μέλη τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, τα πρώτα χρόνια τής ιδρύσεως της, είχαν λάβει μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση τής Ελλάδος, ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Εβδομήντα ένας εξ αυτών είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, 96 ήταν αγωνιστές, 23 ασχολήθηκαν με την πολιτική, 13 ήταν μέλη τού κλήρου, 11 λόγιοι και 2 φιλέλληνες που παρέμειναν στην Ελλάδα και μετά την απελευθέρωση. Όλοι αυτοί θέλησαν να κάνουν ένα «βήμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Σήμερα, 184 χρόνια μετά, σε μια διαφορετική Ελλάδα, μεγαλύτερη και πλουσιότερη από αυτήν τού 1836, μπορούμε να πούμε σίγουρα ότι το βήμα τους νίκησε τη φθορά. Το έργο τους έβγαλε ρίζες και καρπούς όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στην Πάτρα, στη Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα και στα Τίρανα τής Αλβανίας.
«Ο Νικολάκης Μητρόπουλος υψώνει την ελληνική σημαία στο φρούριο των Σαλώνων», Λουί Ντυπρέ
Εφέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από η στιγμή που οι Έλληνες αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Η πατρίδα, με το βλέμμα στο μέλλον, θυμάται για μια ακόμη φορά τα λόγια τού Μακρυγιάννη: «… Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μία φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών».
Είναι όμως και ιδανική ευκαιρία για αυτογνωσία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Για τους αγωνιστές τού 1821 κύριο θέμα ήταν η εθνική απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, η εθνική ανεξαρτησία και η ελευθερία. Σήμερα βέβαια είναι άλλο το ζητούμενο. Ως ιστορικό έθνος πρέπει να συμβάλουμε στην επίλυση των εσωτερικών και των διεθνών προκλήσεων, γιατί όπως είπε και ο Γ. Σεφέρης στον λόγο του όταν βραβεύθηκε με το Νομπέλ: «Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται».
«Η Ελλάς ευγνωμονούσα», Θεοδώρου Βρυζάκη
Με σεβασμό στο παρελθόν σχεδιάζουμε το μέλλον μας σε έναν κόσμο διαφορετικό, ικανοποιημένοι γιατί δεν προδώσαμε το έργο των προγόνων και προβληματισμένοι για τα λάθη που σίγουρα έγιναν. Κι αν η απόκτηση τής λευτεριάς κατά τον Κάλβο ήθελε «αρετή και τόλμη», η διατήρησή της σίγουρα χρειάζεται λογική και σύνεση. Με την ευγνωμοσύνη που αρμόζει σε όλους όσοι προσέφεραν σε αυτό τον τόπο και θέλοντας να τιμήσουμε τους αγωνιστές τού 1821 που συνέβαλαν στην ίδρυση και την εδραίωση τού Σχολείου μας, επειδή πίστευαν ότι το μέλλον τής πατρίδας είναι στα χέρια των νέων ανθρώπων, παραθέτουμε τα ονόματα και τη δράση τους. Η έρευνα αυτή δεν έγινε για λόγους ιστορικούς ούτε επετειακούς. Έγινε γιατί όπως είπε και ο Παλαμάς:
«Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ’ρθουν, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί»
Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ
φιλόλογος – ιστορικός