Ηλιοβασίλεμα στην Όλυμπο Καρπάθου

Στην άκρη του κόσμου

  Οδηγώντας στον δρόμο για να φτάσεις στην Όλυμπο της Καρπάθου αντικρίζεις από μακριά ένα χωριό που φαίνεται σα να αιωρείται. Στέκεται μοναχό του σε μια κορυφή, ενώ αλλάζει σχήμα και μορφή σε κάθε στροφή του δρόμου. Φτάνοντας εκεί καταλαβαίνεις ότι κάτι απόκοσμο και συνάμα ελκυστικό το περιβάλλει.

  Η ιδανικότερη ώρα για να περπατήσεις στο χωριό είναι αυτή που δύει ο ήλιος. Ο τόπος χρωματίζεται ολόκληρος. Τα στενά του, τα ανώγεια, τα κατώγεια βάφονται ξανά. Στην είσοδό του χωριού στέκει επιβλητική η γυναίκα της Ολύμπου. Σαν άλλος αρχαίος κίονας κοιτάζει, ατενίζει όσα έρχονται. Το θέαμα αυτό κρύβει και μια θλίψη. Η Ολυμπίτισσα μάνα, αυτή που κουβαλάει στους ώμους το παιδί της ενώ έχει γυρίσει από τη δουλειά στο χωράφι, βλέπει το χωριό της να ξεθωριάζει με το πέρασμα του χρόνου. Οι κάτοικοι της Ολύμπου μειώνονται χρόνο με τον χρόνο. Πληθυσμός πάει κι έρχεται, αλλά λίγοι μένουν πια εδώ, ειδικά τον χειμώνα. Αυτοί οι λίγοι κρατάνε μια μακραίωνη παράδοση ξεχωριστή σε όλη την Ελλάδα, που όμοιά της δε θα συναντήσετε αλλού.

  Περιδιαβαίνοντας στα σοκάκια του χωριού στάθηκα έξω από το παραδοσιακό καφενείον «Η Κρήτη». Εκεί συνάντησα την κυρία Αρχοντούλα και τον άντρα της τον κύριο Φίλιππα, οι οποίοι κρατάνε το μαγαζί τους ανοιχτό όλον τον χρόνο για τον κόσμο. Το καφενείο τους είναι η πιο ωραία στάση για καφέ, κουλουράκι και συζήτηση. Στην παρέα κάθισαν ο αγροτικός γιατρός του χωριού, ο 26χρονος Βασίλης ο οποίος δηλώνει διαθέσιμος 24 ώρες το εικοσιτετράωρο στις υπηρεσίες των κατοίκων κι ο παπα-Αλέξανδρος ο καινούργιος ιερέας της Ολύμπου. Αναρωτήθηκα πως δώσανε το όνομα αυτό στο μαγαζί τους, το οποίο φτιάχτηκε γύρω στο 1925, και τότε άκουσα από τον κύριο Φίλιππα μια ιστορία, η οποία μοιάζει σα να βγήκε από ελληνικό διήγημα. Η προέλευση του ονόματος του καφενείου με έκανε να καταλάβω πολλά για την ψυχική δύναμη και το πείσμα αυτών των ανθρώπων. Μιλάει για μια Ολυμπίτισσα μάνα η οποία για να κρατήσει τους ξενιτεμένους γιούς της στο χωριό σηκώθηκε, πήρε τη βάρκα της κι έπλευσε μέχρι την Κρήτη για να τους βρει. Και φυσικά επέστρεψε μαζί με το ένα παιδί της. Τα υπόλοιπα αδέρφια έμειναν στην Κρήτη, αλλά ο Φίλιππας ήταν αυτός που έμελλε να συνεχίσει την ολυμπίτικη παράδοση στην Κάρπαθο.

  Μετά τον καφέ κάθισα για φαγητό στο εστιατόριο «Όλυμπος». Εκεί όπου μια ολόκληρη οικογένεια, πατέρας, γιαγιά, μαμά, κόρη και ανίψια δουλεύουν σε μια παραδοσιακή κουζίνα. Είδα γυναίκες τριών γενεών να κρατάνε μια επιχείρηση από δικό τους μεράκι. Κι όταν ρώτησα τη μικρή Άννα αν έχει σκοπό να συνεχίσει την παράδοση, εκείνη μου απάντησε «ναι, αλλά θα το κάνω με τον τρόπο μου!».

  Αφού δοκίμασα για πρώτη φορά αγκάθια, ένα νόστιμο αλλά άγριο χόρτο του νησιού, συνέχισα τον περίπατό μου. Στο διάβα μου, μέχρι να φτάσω στο εκκλησάκι του Χριστού, συνάντησα μια απ” τις πιο ξεχωριστές μορφές του χωριού, τον Κύριο Γιώργο. Ετών 99, με χαιρέτησε καθήμενος στην εξώπορτα της αυλής του για το καθιερωμένο απογευματινό του ρέμβασμα.

  Φτάνοντας στην πλατεία κοντοστάθηκα, γιατί από την κεντρική εκκλησία -την Κοίμηση της Θεοτόκου- ακούγονταν ψαλμοί. Ήταν ο παπά Γιάννης την ώρα του Εσπερινού. Με μια γρήγορη ματιά στις αγιογραφίες καταλαβαίνεις ότι η εκκλησία από μόνη της είναι ένα ζωντανό μουσείο μέσα στο οποίο επιβιώνουν διαφορετικές εποχές, τεχνοτροπίες και παραδόσεις.

  Βγαίνοντας από την εκκλησία και θαυμάζοντας το απέραντο βαθυγάλανο του Αιγαίου, περπάτησα λίγο ακόμα για να φτάσω στον εκκλησάκι του Χριστού. Έχω ακούσει για το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης, αλλά πλέον είμαι σίγουρος ότι το ηλιοβασίλεμα μπροστά απ” τα σκαλιά της εκκλησίας της Ολύμπου που φαντάζουν να σε οδηγούν στον ουρανό δε συγκρίνεται με τίποτα. Αίσθηση αλλόκοτη και συγκινητική. Αφού ο ήλιος έδυσε κι έγινε ένα με τη θάλασσα, στον γυρισμό, στο κεντρικό καφενείο της πλατείας, ανάμεσα σε άλλους άνδρες, καθόταν κι ο Αντώνης, τη μορφή του οποίου συγκράτησα για κάποιον λόγο. Ο Αντώνης είναι ένας άνδρας που περπάτησε μοναχός του μέχρι το Τρίστομο της Βόρειας Καρπάθου, ψάρεψε δύο χταπόδια και γύρισε πίσω για να τα μοιραστεί με τους φίλους του την επόμενη μέρα.

  Αν με ρωτούσαν τι κρατάω φεύγοντας απ” το χωριό θα έλεγα ότι έμεινα με ένα παράξενο, γλυκόπικρο συναίσθημα. Κρατάω όμως γλυκές εικόνες, μοναδικούς ήχους, γεύσεις και μυρωδιές. Ανθρώπους που δε σκέφτηκαν ποτέ να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και παραμένουν εκεί για να στηρίξουν ο ένας τον άλλον, γάτες πολύχρωμες και φουντωτές σε κάθε γωνιά του χωριού, στολές παραδοσιακές, όμοιες τους δεν έχω ξαναδεί σε όλη την Ελλάδα, ψωμί ζυμωτό απ” την Αυλώνα κι έναν ήλιο που χάνεται σχεδόν μέσα από τα χέρια σου για να βουτήξει στο Αιγαίο.

Γράφει ο Αλέξανδρος Φραντζής

οολλολολοιοιλολοολολ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης