Μια παλιά φιλωτίτικη αποκριάτικη ιστορία αγάπης.
Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας μιας περασμένης εποχής, που δεν ξεχάστηκε ποτέ, ξαναφουντώνει με αφορμή τις Απόκριες.
Ένας χορός που έμεινε μισός, ένας μπάλος ανάμεσα στο Στέφανο και την Κυριακή.
Θα τελειώσει τελικά ή θα μείνει μισός για πάντα;
Και η σκηνή διαδραματίζεται Τυρινό Σάββατο στην αυλή του σπιτιού του Στεφάνου. Η Κυριακή, γερόντισσα πια κι αυτή, στο πέρασμα της για το δικός της σπίτι, ακούει τα λόγια του Στεφάνου μετά από 50 χρόνια σιωπής…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Τα χρόνια εκείνα τα παλιά,
τότε που είμαστε παιδιά,
θυμούμαι και δακρύζω.
Και κάθε μέρα που περνά,
παρ ότι το μυαλό γερνά,
πάντα σ αυτά γυρίζω.
Θα προσπαθήσω να σου πω,
για όλα εκείνα που αγαπώ,
και χάνομαι στο χρόνο,
κι όταν το συλλογίζομαι,
αλήθεια σου τ’ ορκίζομαι
μέσα μου νιώθω πόνο.
Θυμούμαι ’κείνες τσ’ εποχές,
που γύριζα απ’ τα’ εξοχές,
κι εκεί στο «Ψηλοτάρι»,
εβουϊζένε το χωριό,
από τραγούδια και χορό ,
τσαμπούνα και δοξάρι.
Κι εγώ ετότες πιο μικρό,
παιδί, από 8 χρονών,
ήτρέχα να προκάμω.
Να δω κοπέλια που φτερά,
βάζουν στις βράκες με χαρά
και δεν πατούσα χάμω.
Αχ!!! Και ναμουν πάλι νεαρός, τη βράκα μου να βάλω.
Την κοπελιά π’ αγάπουμου να τη χορέψω μπάλο.
Ακόμα κι αν εγέρασα, πάντοτε τη θυμούμαι.
Στα όνειρά μου έρχεται, τσι νύχτες που κοιμούμαι.
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ:
Πολύ αργά δεν σκέφτηκες,
εκείνη που ερωτεύτηκες
πριν από τόσοι χρόνοι;
την άνοιξη είχα στην καρδία,
μα άξαφνα σε μια βραδία,
την πάγωσες σαν χιόνι.
Το μπάλο μας θυμήθηκες
και βλέπω συγκινήθηκες,
τρέχουν τα δάκρυά σου.
Γιατί, σ’ εκείνο το χορό,
μετά από έρωτα χρονών,
μ’ έδιωξες μακριά σου.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Μονάχα εσένα αγάπησα
ω Κυριακή!! Και αν σε άφησα,
το ‘χω μετανιωμένο/
Είμαι 82 χρονών
μα να περάσεις το στενό
σε κρυφοπεριμένω
ποτέ μου δεν σε ξέχασα
και τη ζωή μου έχασα
που θα ‘χε τόση γλύκα.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Ε, τι να ‘κανα η έρημη,
εγώ δεν είχα προίκα
Στέφανε πια, γεράσαμε
και οι καιροί περάσανε.
Χειμώνες καλοκαίρια.
Εκύλησενε η ζωή
ή και εμείς οι δύο μονάχοι,
ζήσαμε δίχως ταίρια
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ένα ‘χω μόνο μες στο νου
και στην καρδιά μεράκι
εκείνο του μπάλου το χορό
τώρα ακόμα που μπορώ, να χόρευα λιγάκι
μα η χορεύτρα να ‘σαι εσύ
όπως και τότες Κυριακή.
ΚΥΡΙΑΚΗ
είσαι εσύ 82
και εγώ 76
Μην ξεγιελιέσαι Στέφανε!!!
Κανείς μας δεν θα αντέξει,
για να τελειώσει τον χορό.
Πάλι μισός θα μείνει!!!
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Μισός και αν μείνει Κυριακή,
χαρά, θε να μου δώσει.
Γιατί με τ’ άλλο ντου μισό,
ο μπάλος θα τελειώσει!!!
ΚΥΡΙΑΚΗ (με σκληρότητα και ειρωνεία)
Ναι! Όπως ετότες!
‘Κει στο δώμα του Σκληβά
Τρινο Σαββάτο ήτανε, θυμάσαι,
που μου πες πως χωρίζουμε γιατί,
τη μάνα σου, κακόμοιρε, φοβάσαι
Γι’ αυτό σου δίνω μια συμβουλή:
Άμα στο σπίτι ξαναμπείς
ένα καθρέφτη πιασε
Κι ότι θεωρείς, φασκέλωνε.
Καθόλου μην λυπάσαι!!!
Φασκέλωνε και μην σκεφτείς,
ποιος είναι απέναντί σου.
Είν’ αυτός π’ άφησε μισό, το μπάλο της ζωής σου!!!
Αρθρογράφος: Κυριακή Ψαρρά
Ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένου: ΑΛΚΕΤΑ ΤΣΑΚΟ, ΒΕΡΥΚΟΚΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ