Η συντονιστική ομάδα του σχολικού περιοδικού « Το σκονάκι» θα ήθελε μέσα από αυτή τη στήλη να επικοινωνεί με τους γονείς και τους μαθητές/ τις μαθήτριες. Σ’ αυτή τη στήλη θα θίγονται ζητήματα ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των εφήβων και θα μελετώνται θέματα που άπτονται των σχέσεων γονέων- παιδιών.
Σ’ αυτό το τεύχος θα αναφερθούμε στο έργο του Μ. Scott Peck, διάσημου ψυχίατρου, “ O δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος” (εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2020). Το έργο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά to 1978, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες και έχει επηρεάσει βαθιά με τις ιδέες του εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που αφορά στην αξία της ανατροφής των παιδιών από τους γονείς.
« Πριν από λίγο καιρό μια τριαντάχρονη οικονομική αναλύτρια μου παραπονιόταν για αρκετούς μήνες ότι συχνά κωλυσιεργούσε στη δουλειά της. Είχαμε δουλέψει τα συναισθήματά της για τους εργοδότες της και πώς συνδέονταν με συναισθήματα για την εξουσία γενικά, και για τους γονείς της συγκεκριμένα. Είχαμε εξετάσει τη στάση της απέναντι στη δουλειά και την επιτυχία και πώς αυτή συνδεόταν με τον γάμο της, τη σεξουαλική της ταυτότητα, την επιθυμία της να ανταγωνιστεί τον άνδρα της, και τον φόβο της για τον ανταγωνισμό αυτό. Ωστόσο, παρ’ όλη αυτή την ψυχαναλυτική δουλειά, εκείνη συνέχισε να κωλυσιεργεί όπως πριν. Τελικά, μια μέρα, τολμήσαμε να δούμε το προφανές. « Σου αρέσουν οι τούρτες;» τη ρώτησα. Εκείνη απάντησε πως της άρεσαν. « Ποιο κομμάτι της τούρτας σού αρέσει περισσότερο;» συνέχισα. « Η γέμιση ή το γλάσο;» « Α, το γλάσο» απάντησε με ενθουσιασμό, « Και πώς τρως ένα κομμάτι τούρτα;» τη ρώτησα νιώθοντας ότι πρέπει να ήμουν ο πιο ανόητος ψυχίατρος που υπήρξε ποτέ. « Τρώω το γλάσο πρώτα, φυσικά» απάντησε. Από τις συνήθειές ως προς την κατανάλωση μιας τούρτας, περάσαμε στις συνήθειές της ως προς τη δουλειά της. Όπως ήταν αναμενόμενο, ανακαλύψαμε ότι καθημερινά συνήθιζε να αφιερώνει την πρώτη ώρα στο πιο ικανοποιητικό κομμάτι της δουλειάς της και τις υπόλοιπες έξι ώρες προσπαθούσε να κάνει όλα εκείνα που δεν της άρεσαν . Υποστήριξα λοιπόν ότι αν πίεζε τον εαυτό της να κάνει το δυσάρεστο κομμάτι της δουλειάς της την πρώτη ώρα, θα ήταν ελεύθερη να απολαύσει τις υπόλοιπες έξι. Μου φαινόταν, είπα, ότι μια δυσάρεστη ώρα ακολουθούμε από έξι ευχάριστες ήταν προτιμότερη από μια ώρα ευχαρίστησης ακολουθούμενη από έξι δυσάρεστες. Συμφώνησε και, καθώς κατά βάση ήταν άτομο με ισχυρή δύναμη θέλησης, έπαψε να κωλυσιεργεί.
Η αναβολή της ικανοποίησης είναι μια διαδικασία προγραμματισμού του πόνου και της ευχαρίστησης με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχυθεί η ευχαρίστηση αντιμετωπίζοντας και βιώνοντας τον πόνο πρώτα, οπότε βγαίνει από τη μέση. Αυτός είναι ο μοναδικός αξιοπρεπής τρόπος να ζει κανείς.»
Ο συγγραφέας συνεχίζει επισημαίνοντας πως αυτή τη διαδικασία προγραμματισμού τη μαθαίνουμε όλοι από την παιδική μας ηλικία. Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας το παιδί εξασκείται να καθυστερεί την ικανοποίηση κυρίως μέσα από τα σχολικά διαβάσματα. Έτσι, τα παιδιά στην ηλικία των δώδεκα χρόνων χωρίς να χρειαστεί να επέμβουν οι γονείς τους κάθονται να τελειώσουν τα μαθήματά τους προτού δουν τηλεόραση. Κατά την εφηβεία η συνήθεια αυτή έχει πλέον διαμορφωθεί. Όπως παρατηρεί ο M. Scott Peck οι εκπαιδευτικοί συχνά παρατηρούν ότι αρκετοί μαθητές των δεκαπέντε και δεκαέξι χρονών φαίνεται πως δεν έχουν αναπτύξει αυτή την ικανότητα και κάποιοι ότι δεν την διαθέτουν καθόλου. « Παρά τη μέση ή ανώτερη ευφυία τους, οι βαθμοί τους είναι χαμηλοί επειδή δεν μελετούν . Κάνουν κοπάνες για κάποιες ώρες ή για ολόκληρες μέρες από μια στιγμιαία παραξενιά. Είναι παρορμητικοί και η παρορμητικότητά τους επηρεάζει την κοινωνική τους ζωή. Εμπλέκονται συχνά σε καβγάδες, μπλέκουν με ναρκωτικά και αρχίζουν να έχουν προβλήματα με την αστυνομία. “Παίξε τώρα, πλήρωσε αργότερα” είναι το σύνθημά τους. Έτσι επιστρατεύονται οι ψυχολόγοι και οι ψυχοθεραπευτές. Αλλά τις περισσότερες φορές είναι πολύ αργά. Τέτοιου τύπου έφηβοι αντιδρούν αρνητικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια να παρέμβει κανείς στον παρορμητικό τρόπο ζωής τους, και ακόμα και στις περιπτώσεις που η αρνητική αυτή στάση ξεπερνιέται από τη ζεστασιά, τη φιλικότητα και την αποδοχή του θεραπευτή, η παρορμητικότητά τους είναι συχνά τόσο έντονη ώστε αποκλείει τη συμμετοχή τους στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας με τρόπο που να έχει κάποιο νόημα (…). Έτσι, συνήθως η προσπάθεια για παρέμβαση αποτυγχάνει και τα παιδιά αυτά παρατάνε το σχολείο, για να συνεχίσουν ένα μοτίβο αποτυχίας που συχνά τα οδηγεί σε καταστροφικούς γάμους, ατυχήματα, ψυχιατρικά νοσοκομεία ή στη φυλακή.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι αναπτύσσουν την ικανότητά τους να αναβάλλουν την ικανοποίηση, ενώ λίγοι αποτυγχάνουν, συχνά ανεπανόρθωτα, να αναπτύξουν την ικανότητα αυτή; Η απάντηση δεν είναι απόλυτα σίγουρη, επιστημονικά αποδεδειγμένη. Ο ρόλος των γενετικών παραγόντων δεν είναι σαφής. Οι μεταβλητές δεν μπορούν να ελεγχθούν επαρκώς ώστε να οδηγήσουν σε επιστημονικές αποδείξεις. Αλλά οι περισσότερες ενδείξεις μάλλον δείχνουν πως καθοριστικός παράγοντας είναι η ποιότητα της ανατροφής που παρείχαν οι γονείς.» ( Μ. Scott Peck, “ O δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος” , εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2020, σελ. 28- 30).
Κλείνοντας, ας τονίσουμε πως εκπαιδευτικοί και γονείς ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά με πλήθος προκλήσεων στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των μαθητών και παιδιών μας. Ας έχουμε πάντα στο νου μας πως οι μαθητές και τα παιδιά μας μάς χρειάζονται, ακόμα και όταν διακηρύσσουν το αντίθετο. Η υγιής σχέση μεταξύ μας- παρά τις δυσκολίες- θα σταθεί πολύτιμο στήριγμα στη ζωή τους.
Η συντονιστική ομάδα της σχολικής εφημερίδας
