είδα τόση θλίψη στα μάτια της βιασμένης πόλης
τόση ανείπωτη βλασφημία στο μοιραίο σουτάρισμα
του παιδιού που έσβησε μόνο
είδα κοράκια να κατασπαράζουν τον μοναχικό νεκρό του δρόμου
και ζήτησε ικετευτικά μια στιγμή ζωής
μα είδε πάραυτα ένα ένα τα όνειρα να δύουν
τόσα παγωμένα ηλιοβασιλέματα κεντημένα στην καρδιά του αποκλεισμένου
ζοφερές αναμνήσεις αυτού που με πύρινα φτερά οργισμένων δαιμόνων
ευλαβικά σκότωσε ό,τι αγάπησε
2
λεπροί νεολαίοι στον ωκεανό της σύμβασης πνιγμένοι
φωνές που θα σβήσουν μόλις οι δυσκολίες χτυπήσουν
στο στομάχι και στην μοναξιά
άλλοι βιώνουμε το σκοτάδι και άλλοι τα αποστρέφονται
και “γω αστέρι ήμουν και αναφλέχθηκα για να φωτίσω
την ατέρμονη νύχτα
και την στάχτη μου, νοθευμένη ουσία, οι ένστολοι
στους κατακερματισμένους πουλήσαν