«Οι κοινωνίες στη δίνη του ρατσισμού»
Η πνευματική πρόοδος και η δημοκρατική χειραφέτηση της ανθρωπότητας δεν στάθηκαν ικανές να την απαλλάξουν από το πρόβλημα του ρατσισμού, της πρακτικής δηλαδή των διακρίσεων, η οποία βασίζεται στο δόγμα της ανωτερότητας μιας φυλής, εθνικής ή κοινωνικής ομάδας. Πράγματι, ο ρατσισμός αναφέρεται σε πρακτικές βίας, περιφρόνησης, αδιαλλαξίας, ευτελισμού και εκμετάλλευσης, τις οποίες στηρίζει στη φαντασίωση της ανωτερότητας, της διαφύλαξης της ταυτότητας του «εαυτού» από κάθε πρόσμειξη, ανάμειξη, από κάθε «εισβολή», και οργανώνεται με βάση τα σημάδια της διαφορετικότητας, όπως το χρώμα του δέρματος, η εθνικότητα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές κ.λπ.
Ως αίτια μπορούμε να θεωρήσουμε την ανάγκη των ανθρώπων να καλύψουν συναισθήματα μειονεξίας που τους προκαλούνται λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης, ωθώντας τους συχνά στην αναζήτηση εκείνων των στοιχείων που τους καθιστούν υπέρτερους άλλων. Είναι σύνηθες, επομένως, να επιτίθενται με μειωτικά σχόλια – αν όχι με πράξεις βίας – εναντίον άλλων, μόνο και μόνο για να λάβουν την πρόσκαιρη ικανοποίηση της ενίσχυσης της αυτοπεποίθησής τους. Συνάμα, κάθε ψυχολογική ένταση, από εσωτερικές ανισορροπίες που δεν έχουν βρει την επίλυσή τους, μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα εχθρότητας ή την επιθυμία να βρεθεί το εξιλαστήριο θύμα στο οποίο θα ξεσπάσει η εσωτερική αυτή ένταση. Το άτομο καταλήγει, έτσι, να αντιμετωπίζει αρνητικά ή και να στιγματίζει χαρακτηριστικά και συμπεριφορές άλλων ανθρώπων, αρνούμενο επί της ουσίας να παραδεχτεί επίπονες αλήθειες για τον ίδιο του τον εαυτό. Η αδυναμία, άλλωστε, του ατόμου να αποδεχτεί τον εαυτό του το ωθεί σε αναποτελεσματικές συμπεριφορές απέναντι στην ετερότητα. Έκφανση αυτών είναι κι η ανάγκη ένταξης σε μια ομάδα. Ένταξη που του προσφέρει το αίσθημα πως ανήκει κάπου, πως γίνεται αποδεκτό και πως αποκτά θέση σε μια συλλογική ταυτότητα.
Επιπρόσθετα, το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου οι κοινωνίες γίνονται πιο ποικιλόμορφες, γεννά ανασφάλεια και δυσφορία, λόγω της συνύπαρξης ανθρώπων με ισχυρές πολιτισμικές διαφορές. Η υποχώρηση των φραγμών στην επικοινωνία και η αθρόα μετακίνηση ανθρώπων δεν παράγει την αμοιβαιότητα των λαών, αλλά την επίταση των φαινομένων βίας και μίσους. Οι ρατσιστικές συμπεριφορές βρίσκουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρόσφορο έδαφος απέναντι στις κάθε είδους μειονότητες μιας κοινωνίας, εφόσον οι πολίτες δεν είναι έτοιμοι να σεβαστούν τη διαφορετικότητα. Το προφανές παράδειγμα είναι αυτό της εχθρικής αντιμετώπισης των μεταναστών και των προσφύγων. Η εκ των πραγμάτων δύσκολη αυτή συνύπαρξη στον αφιλόξενο χώρο των μεγαλουπόλεων καθίσταται πιο δύσκολη, εξαιτίας της διεύρυνσης του φάσματος των κοινωνικών προβλημάτων στην εποχή μας: η εγκληματικότητα ενισχύει τον φόβο και την ανασφάλεια, η ανεργία τον ανταγωνισμό και την εχθρότητα και η φτώχεια την απόγνωση και τη βία.
Ως εκδήλωση δογματισμού και μισαλλοδοξίας ο ρατσισμός αποτελεί προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και παράγοντα οπισθοδρόμησης των κοινωνιών. Πιο αναλυτικά, ο ρατσισμός ευθύνεται για αμέτρητες ανθρώπινες συμφορές, δραματικές ιστορίες προσώπων και ομάδων που υφίστανται ακόμη την ωμή καταπίεση, τον ευτελισμό της αξιοπρέπειάς τους και την εκμετάλλευση. Ο ρατσιστής αποθηριώνεται, υποτάσσεται στην καταστροφική δύναμη του φανατισμού και της βαναυσότητας και αποστερείται από θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες, όπως η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, η ανθρωπιά. Ο ρατσισμός, επίσης, καθιερώνει ως νόμο το δίκαιο του ισχυρότερου και καταδικάζει τους ανθρώπους σε έναν φαύλο κύκλο μίσους και συγκρούσεων.
Το φαινόμενο του ρατσισμού υπονομεύει, ταυτόχρονα, την προσδοκία της αρμονικής συνύπαρξης και ειρήνης των λαών, επειδή οξύνει τις εθνικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις και παρεμποδίζει τη συνεργασία τους. Παράλληλα, αντίκειται στις αρχές της δημοκρατίας, την ισότητα, την ελευθερία, την ανεκτικότητα, και ενθαρρύνει την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την επικράτηση αυταρχικών καθεστώτων. Τέλος, προωθεί τον δογματισμό, αρνείται τις πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις και παρεμποδίζει την εξέλιξη της παιδείας. Καταδικάζει, με άλλα λόγια, τις σύγχρονες κοινωνίες σε σκοταδισμό.
Η καταπολέμηση του ρατσισμού προϋποθέτει πρωτίστως τη μεταστροφή της σκέψης και της συμπεριφοράς του ατόμου. Οι στερεότυπες αντιλήψεις δεν μπορούν να ξεριζωθούν εύκολα. Οι άνθρωποι παραμένουν πολλές φορές αδρανείς, αν και γνωρίζουν ότι με τη στάση τους αυτή, ουσιαστικά, επιτείνουν το φαινόμενο. Γι’ αυτό χρειάζεται συνεχής και συνειδητός έλεγχος για την εξακρίβωση της ορθότητας και της αλήθειας μιας αντίληψης ή μιας άποψης καθώς, επίσης, και ευαισθησία και διάθεση αλληλεγγύης απέναντι στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Ακόμη, η απαλλαγή από το φαινόμενο του ρατσισμού οφείλει να υλοποιείται στο πλαίσιο μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου, με τη διασφάλιση της ισότητας των πολιτών, της αξιοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων, όχι απλώς σε επίπεδο πολιτικών διακηρύξεων, αλλά και σε αυτό της εφαρμογής τους.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αντίσταση στην προκατάληψη και το μίσος δεν μπορεί παρά να είναι το συνολικό αποτέλεσμα μιας υπεύθυνης αγωγής στον χώρο της οικογένειας και του σχολείου. Οι δύο αυτοί φορείς αγωγής των νέων οφείλουν να επιδεικνύουν ιδιαίτερη ευαισθησία και προσοχή σε απόψεις ή συμπεριφορές που μπορεί να μεταφέρουν στερεότυπες αντιλήψεις ή αποτελούν πηγή δημιουργίας προκαταλήψεων στη σκέψη τους. Χρειάζεται, επιπλέον, να επιδιώκουν να ευαισθητοποιούν τους νέους απέναντι σε φαινόμενα και εκδηλώσεις ρατσισμού, προσεγγίζοντας βιωματικά το θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ώστε να αποκτήσουν ερεθίσματα που θα καλλιεργούν την κρίση τους. Τέλος, πρέπει να εστιάζουν στην ορθολογική αξιολόγηση των στερεότυπων και να προσφέρουν πρότυπα αδογμάτιστης στάσης και κριτικής αντιμετώπισής τους, αναδεικνύοντας έτσι την ενότητα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Συνοπτικά, ο ρατσισμός κάνει αισθητή την παρουσία του στον σύγχρονο κόσμο. Είναι ένα φαινόμενο που υπονομεύει την ομαλή λειτουργία των κοινωνιών και θέτει εμπόδια στην πολιτιστική πρόοδο. Επομένως, αποτελεί ευθύνη όλων η αφύπνιση και ανάληψη πρωτοβουλιών, ώστε να περιοριστούν τέτοιες καταστάσεις και να τεθούν οι βάσεις της κοινωνικής αρμονίας και προόδου. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι κάθε άνθρωπος ως μοναδική προσωπικότητα έχει τη δική του αναντικατάστατη συμμετοχή στο κοσμικό έργο και ότι η διαφορετικότητα των ανθρώπων καθίσταται ομορφιά κι αρετή, και όχι πηγή μίσους και περιφρόνησης.
Ιωάννα Μπατσογιάννη