Μυρτώ Συντάκτης: ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΓΕΩ Ετυμολογία Μυρτώ < μύρτον (ουδέτερο) / μύρτ(ος) (θηλυκό) + -ώ Από την ελληνική λέξη μύρτο : α. η μυρτιά. β. κλαδί, φύλλα, άνθη ή καρπός μυρτιάς. Εορτασμός 23 Σεπτεμβρίου : Το θαύμα της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας