έθιμα του τόπου μου τα Χριστούγεννα

Kalanta

Ακολουθεί  επανομίτικος διάλογος μικρών μαθητών  για τα έθιμα των χριστουγέννων

- Ιγώ  ξιέρω του έθιμο τς γούρνας.

-         Χαχαχα Τι είναι αυτό πάλι; Πάτε στα σιντριβάνια χριστουγεννιάτικα για να πλυθείτε;

-         Όχ καλέ! Να η γιαγιά μι είπε πως τα παλιά χρόνια όταν έλειγαν τα σούρβα τα κάλαντα τς έδιναν μύγδαλα οχ λιφτά. Μαζονταν τότι παρέες, έφκιαναν  μια γούρνα και  απού μακρυά πέταζαν ταμύγδαλα να μπουν μέσα στγουρνα. Όποιους έριχνει  τα πιο πουλά ταπαιρνει ούλα. Κατερίνα, φαίδρα και άννα πετάν τα μύγδαλα και φωνάζει η Άννα ούλα δικάμ

-         Κι εμένα ο παππούς μου ο Αργύρης μου είπε ότι έλεγαν τα κάλαντα μόνο μια φορά. Όχι και τα χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια όπως εμεις.

-         Μάλλον γιατί δεν ήξεραν τα κάλαντα των Θεοφανείων, αλλιώς δεν εξηγείται να μη θέλουν να γεμίσουν τις τσέπες τους.

-         Ξίριτι ούτι τα κάλαντα τα ‘λεγαν τ’ απόγευμα μι φαναράκια;

 -         Κρατούσαν λέει και τις σούβλες στα χέρια!

-         Σούβλες; Χαχαχα Τι είναι πάλι αυτό;

-         Νιε νιε, ου μπαμπασμ ιλιγι ότι Οι σούβλες που κράτααν στα χίρια ήταν κάτι τόσο μακριέςςςς……. βέργες και εκεί περνούσαν τα κεράσματα που τους έδιναν οι νοικοκυρές τσε βαζαν σούβλα κουλουράκια, μιγδαλα, σύκα λιαστά απ’ του καλουκαίρι. Αν πάινις σι πλούσιου μπορεί να ήσουν τυχιρός γιατί σ’ έδιναν πιτμέζι από σταφύλι και μούστο.. (αφήνει τις σούβλες)

-         Του βράδυ τσαπαραμονίς δεν πάιν όπους τώρα στα ριβιγιόν, αλλά μαζονταν νουρίς στου σπίτι να λουστούν, να πιριποιηθούν, τιμάσ τα ρούχα τα καλά για τν κλησιά.

-         Όταν γυρνούσαν απ’ την εκκλησιά άλλοι κουβαλούσαν μιρικές «πετρούδες» που τσιχρισιμοποιούσαν για να γονιμοποιηθούν τα πλούδια. Αυτές τσε διναν στνικοκυρά που τσακρατούσε μέχρι τα Φώτα κι έλιγι «δω πλούδια, δω κατσκούδια, δω νύφες, δω γαμπροί» κι ευχόταν να  εχ πάντα του σπίτιτς  γονιμότητα.

ημένα πάντους η γιαγιάμ  μέλειγει ότι αυτές τς μέρες χριστουγιννιατκις  τς καρτηρούσαν πώς και πώς για να παίξ  μπαλα. Τι μπάλα ήταν αυτήν. Μας τνεφτιανει πατερας μας απ’ ταφούσκα απτου γρουνι. Χαές που εκαναν! (αφήνει μπαλόνι)

-         Ιμένα ου μπαρμπασμ Γόλης μι πι ου τι τσιεκλς απ’ τα γρουνια τσε βραζαν κι εφτιαχναν τλίγδα. Όχι μιρέντες κι νουτέλες πάνου στου ψουμι, αλλά λίγδα μι ζάχαρ.

-         Αμ ξέχασις και του πατσί. Χριστούινα χουρίς πατσι ίνι σπίτ χουρίς ίντερνετ. Του πατσί ήταν του κεφάλ απ’ του γρουνι. Του καθάρζαν, του πλυναν μ’αλατόνερου, του βραζν κι μι σκόρδου κι ξίδ έφτιαχναν φαί να γλιφς τα δάχλας σου.

-         Δε σας ίπι η μάνα σας για τα λουκάνκα που έφτιαχναν τότε; Έβαζαν μέσα στου κρέας πουρτουκάλ να μουσχομυριζ. Θκια μ γιαγιά τα κρεμούσε ψλα παν απ’  την πόρτα τρυπημένα μι βελόν να φύγ τα υγρά. Ούλις τζ’ γιουρτες μπάστακες τα λουκάνκα δεν πλησίαζι κανένας να δοκιμάς, γιατί έπρεπε να έρτι παπάς τα Φώτα να τα φωτίς. Όποιους έκανι πολλά λουκάνκα ήταν καλός νοικοκύρς κείνα τα χρόνια.

-         Και πού είστε; Δεν στόλιζαν δέντρο, αλλά καραβάκι! Τι σόι θαλασσινοί είμαστε! Αυτό είχαμε, αυτό στολίζαμε στις γιορτές!  (αφήνει το καράβι)

-         Μι λιγι γιαγιά μ ότι δε στόλιζαν δέντρου, αλλά μια γλάστρα. Έβαζαν πάνου στουλίδια χάρτινα και κεράκια και μπαμπακι για χιόν. Μια φορά η γιαγιά μ τ’ άναψε με τνα αδερφή τα και πήρε φωτιά κι απού τότε ούτε δέντρου ούτε τίπουτα.

-         Τα χριστούινα μόνο τα πιδιά φουρούσαν κινουρια ρούχα. Πάιναν Σαλονίκ κι ψουνζαν απ’ τουν Κλαουδάτο, τουν Καρύδα παπούτσια. Τα διναν κι οι νουνές κι οι γιαγιές λιφτά. Δεν υπήρχε τότε ούτ Τζάμπο, ούτι Μουστάκας.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης