Οι άνθρωποι, αφού ξεπέρασαν την πρωτόγονη μορφή διαβίωσης, ενώθηκαν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες, με στόχο να συμβιώσουν κοινωνικά. Ανάλογα με τις διάφορες πνευματικές, θρησκευτικές, πολιτικές, οικονομικές, τεχνικές, υλικές και λοιπές ανάγκες της ανθρωπότητας, άρχισαν να δημιουργούνται διάφορες κοινωνικές τάξεις. Από τον κανόνα δεν εξαιρέθηκε η Ρώμη, με την οποία και θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία.
Η καταγωγή και η οικονομική κατάσταση κάποιου Ρωμαίου καθόριζαν την κοινωνική θέση του. Συγκεκριμένα, στην ανώτερη κλίμακα ανήκαν άτομα ευγενούς καταγωγής, πλούσιοι και ιδιοκτήτες γης. Ωστόσο, στην ίδια κοινωνική τάξη εντάσσονταν και οι απόγονοί τους, στοιχείο που επικρίθηκε από κάποιους που δεν πληρούσαν αυτές τις προϋποθέσεις και οι οποίοι κατάφεραν να ανέβουν κοινωνικά με φιλοπονία ή τύχη. Επίσης, στην αρχαία Ρώμη σημαντικό ρόλο για την κοινωνική θέση που είχε κάποιος, έπαιζε το γεγονός αν ήταν ελεύθερος ή δούλος και από το αν είχε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Έτσι, όποιος δεν είχε πολιτικά δικαιώματα, ακόμα και να ήταν ευγενής, δεν μπορούσε να αναλάβει αξιώματα. Οι προσωπικές ικανότητες κάποιου και οι υπηρεσίες του προς τον αυτοκράτορα ήταν εξίσου σοβαροί παράγοντας για την ένταξη του σε κάποια κοινωνική τάξη. Τέλος, σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις μπορούσαν να ενταχθούν και ξένοι πολίτες, αν και συχνά οι Ρωμαίοι τους αντιμετώπιζαν με προκατάληψη, λόγω του ότι δεν αποδέχονταν είτε τη γλώσσα είτε τα ήθη αυτών.
Ουσιαστικά, οι κοινωνικές τάξεις στη αρχαία Ρώμη ήταν οι ελεύθεροι πολίτες, οι απελεύθεροι και οι δούλοι.
Οι ελεύθεροι πολίτες
Οι ελεύθεροι πολίτες χωρίζονταν στους πατρικίους, τους πελάτες και τους πληβείους.
Οι πατρίκιοι, γνωστοί και ως τέλειοι πολίτες, ήταν απόγονοι κάποιου από τους 100 Πατριάρχες που ίδρυσαν τη Ρώμη, δηλαδή ευγενείς ευπατρίδες. Ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη, ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες και κατείχαν όλα τα στρατιωτικά, πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Οι πατρίκιοι θεωρούνταν εκ γενετής αριστοκράτες, ιδιότητα που αποκτούσαν και οι απόγονοί τους. Ακόμα και σε περίπτωση που κάποιος απόγονός τους ήταν πτωχός και δεν είχε αξίωμα, παρέμενε πατρίκιος και μπορούσε επίσης να κληροδοτήσει την ιδιότητα αυτή στους δικούς του απογόνους, ενώ δεν υποβιβαζόταν σε πληβείο. Αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο αν κάποιος πατρίκιος ήθελε να εκλεγεί δήμαρχος, οπότε εγκατέλειπε το γένος του και παρέδιδε τα κληρονομικά του δικαιώματα. Οι απόγονοι των πατρικίων γίνονταν μέλη της Συγκλήτου (με την οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω), αποτελούσαν τον τακτικό στρατό και ήταν αυτοί που μετά την κατάργηση της βασιλείας στη Ρώμη εκλέγανε τους δύο υπάτους, δηλαδή τους σημαντικότερους αξιωματούχους της πόλης με ετήσια θητεία. Κατά μία ιστορική άποψη, οι πατρίκιοι ήταν οι αρχικοί κάτοικοι της Ρώμης που ξεχώριζαν με αριστοκρατική συνείδηση μέχρι που εγκαταστάθηκαν στο χώρο τους οι πληβείοι.
Οι πελάτες ήταν παλιοί κάτοικοι της Ρώμης με λίγα δικαιώματα και υπήκοοι των πατρικίων που δέχονταν την προστασία τους και οι οποίοι με το πέρας των χρόνων συγχωνεύτηκαν με τους πατρικίους, αποτελώντας ουσιαστικά την ίδια τάξη.
Από την άλλη μεριά, οι πληβείοι αποτελούσαν ένα μεγάλο όγκο του πληθυσμού, απ’ όπου και προήλθε η ονομασία τους (πλήθος). Ήταν νεότεροι κάτοικοι της Ρώμης και αρχικά δεν είχαν κανένα δικαίωμα, μέχρι τη στιγμή που άρχισαν να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή κυρίως μέσω του συμβουλίου των πληβείων και των δέκα δημάρχων ή αλλιώς τριβούνων, οι οποίοι και τους προστάτευαν. Οι πληβείοι είχαν τα απαραίτητα για να επιβιώσουν, αλλά οι συνθήκες εργασίας τους ήταν δύσκολες και η διατροφή και η ένδυσή τους ελλιπείς. Τα επαγγέλματα που έκαναν ήταν χειρωνακτικά ή πνευματικά, δηλαδή ήταν γιατροί, παιδαγωγοί, νομικοί σύμβουλοι, μουσικοί, ηθοποιοί, βιοτέχνες και έμποροι, ενώ υπήρχαν και κάποιοι που ασχολούνταν με την καλλιέργεια των κτημάτων, κυρίως στις μικρές επαρχιακές πόλεις.
Για τους πληβείους των πόλεων οργανώνονταν, είτε από τον αυτοκράτορα είτε από εύπορους πολίτες, διάφορες εκδηλώσεις με σκοπό την ψυχαγωγία τους, όπως αγώνες μονομάχων ή και ζώων στα αμφιθέατρα, ιπποδρομίες και θεατρικές παραστάσεις. Στους πληβείους τώρα των αγροτικών περιοχών ανήκαν οι δούλοι που εργάζονταν σε μεγάλα αγροκτήματα, οι ελεύθεροι γεωργοί που είχαν μικρή ιδιοκτησία γης, καθώς και οι απελεύθεροι που ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες.
Πατρίκιοι – πληβείοι
Σε ό,τι αφορά τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στους πλούσιους και ευπατρίδες πατρικίους και στους φτωχούς και νεότερους κατοίκους της Ρώμης πληβείους, οι πατρίκιοι απαγορευόταν να νυμφευθούν κόρες των πληβείων. Επίσης, οι πατρίκιοι φορούσαν ιδιαίτερα ενδύματα και παπούτσια που κάλυπταν ακόμα και μέρος της κνήμης τους, με αποτέλεσμα να ξεχωρίζουν εμφανισιακά τόσο από τους πληβείους όσο και από τους άλλους κατοίκους. Τέλος, κάποιος πλούσιος πληβείος ήταν δυνατόν να γίνει πατρίκιος με βάση ειδικούς νόμους, αλλά αυτό συνέβαινε σπάνια.
Μετά την κατάργηση της βασιλείας στη Ρώμη, η εξουσία πέρασε στα χέρια των πατρικίων και άρχισε τότε μια περίοδος που η πόλη συγκλονίστηκε από κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ αυτών και των πληβείων που ζητούσαν πολιτικά δικαιώματα. Τελικά, οι πατρίκιοι υποχώρησαν γιατί ήθελαν να επανδρώσουν το στρατό με πληβείους και τότε ήταν που δημιουργήθηκε το αξίωμα του τριβούνου-δημάρχου, που φρόντιζε για τα δικαιώματα των πληβείων. Όταν λοιπόν οι πληβείοι κατόρθωσαν να εξισωθούν με τους πατρικίους, δημιουργήθηκε όπως ήταν φυσικό μια νέα τάξη πατρικίων, η οποία περιελάμβανε τους πλούσιους πληβείους (νεόπλουτους), καθώς και εκείνους που είχαν αναλάβει αξιώματα. Παρά ταύτα, κάποια αξιώματα και τίτλοι δίνονταν μόνο στους πατρικίους συγκλητικούς.
Αργότερα, με τον όρο πληβείοι (πλέμπα), αποκαλούνταν τα φτωχότερα μέλη της κοινωνίας γενικά, ενώ κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, όλοι όσοι δεν άνηκαν στην τάξη των συγκλητικών ή των ιππέων.
Συγκλητικοί – ιππείς – προλετάριοι
Στην αρχαία Ρώμη υπήρχε άλλος ένας διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων, με βάση τη στρατιωτική θητεία. Τα μέλη των τάξεων αυτών καθορίζονταν από τους Τιμητές, αξιωματούχους στην αρχαία Ρώμη που εκτιμούσαν τις περιουσίες των πολιτών και έλεγχαν τα ήθη τους. Η πλουσιότερη τάξη ήταν αυτή των συγκλητικών, δηλαδή των πατρικίων όπως προαναφέρθηκε, ακολουθούσαν οι ιππείς και έπονταν οι προλετάριοι.
Η τάξη των συγκλητικών ήταν μία από τις δύο ηγετικές της ρωμαϊκής κοινωνίας που κατείχε τα σημαντικότερα αξιώματα στην πολιτική, στη δικαιοσύνη και στο στρατό. Οι συγκλητικοί αποτελούσαν μία κλειστή κοινωνική ομάδα αρχικά 100 μελών, μετά 300 μελών και με την πάροδο του χρόνου 600 μελών, ενώ ξεχώριζαν συγκριτικά με την αμέσως κατώτερη τάξη των ιππέων.
Στη συγκλητική τάξη ανήκε ολόκληρη η οικογένεια ενός συγκλητικού, ιδιότητα κληρονομική, που μεταβιβαζόταν δηλαδή από τον πατέρα στο γιο. Η περιουσία των συγκλητικών έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1.000.000 σηστέρτιοι και προερχόταν από την αγροτική και την κτηνοτροφική παραγωγή, αφού η απόκτηση πλούτου από άλλες πηγές -όπως το εμπόριο- τούς ήταν τυπικά απαγορευμένη. Οι συγκλητικοί ήταν πλούσιοι και ζούσαν πολυτελώς, αλλά ήταν και γενναιόδωροι, καθώς όσοι είχαν μεγάλη περιουσία έκαναν δωρεές για την κατασκευή δημόσιων έργων στις ανατολικές επαρχίες.
Κατά την περίοδο της βασιλείας, τη Σύγκλητο απάρτιζαν οι πατρίκιοι (όπως προαναφέρθηκε), οι οποίοι ήταν σύμβουλοι του βασιλιά. Αν και δεν είχαν ουσιαστικές εξουσίες, ήταν σχεδόν αδύνατον ο βασιλιάς να εναντιωθεί στις επιθυμίες τους.
Την περίοδο της δημοκρατίας, οι συγκλητικοί ασκούσαν τεράστια επιρροή στην πολιτική ζωή της Ρώμης: είχαν τον έλεγχο του δημόσιου ταμείου, καθόριζαν το ύψος του φόρου και διαχειρίζονταν τα νεο-κατακτημένα εδάφη -που ανήκαν σε ολόκληρο το ρωμαϊκό λαό- αποφασίζοντας για τη διανομή τους. Επιπλέον, ήταν υπεύθυνοι για τις διπλωματικές επαφές με τις άλλες πόλεις-κράτη και τα βασίλεια, δέχονταν τους ξένους πρεσβευτές και αποφάσιζαν για την ειρήνη ή τον πόλεμο. Τέλος, φρόντιζαν για τη διατήρηση των εθίμων, επέβλεπαν για τη σωστή τέλεση των λατρειών και ενέκριναν την εισαγωγή ξένων λατρειών στη Ρώμη. Οι απόψεις και οι αποφάσεις τους ήταν απόλυτα σεβαστές από το λαό και τους δύο ύπατους που κυβερνούσαν κράτος και στρατό.
Ωστόσο, από τη στιγμή που ο Αύγουστος έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η εξουσία της Συγκλήτου άρχισε σταδιακά να μειώνεται, καθώς πολλές από τις δικαιοδοσίες της δόθηκαν πλέον σε διάφορους άλλους αξιωματούχους.
Η τάξη των ιππέων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη αριθμητικά από τη συγκλητική και μάλιστα την εποχή του Αυγούστου είχε 20.000 μέλη, τα οποία και αυξήθηκαν κατά τους δύο πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής εποχής.
Στην τάξη των ιππέων ανήκαν όσοι μπορούσαν να συντηρήσουν ένα πολεμικό άλογο, οι οποίοι σχημάτισαν τελικά μια ισχυρή τάξη εμπόρων. Ο βαθμός του ιππέα δεν ήταν κληρονομικός και έτσι σε αντίθεση με τους συγκλητικούς, οι οικογένειες των ιππέων δεν είχαν το αξίωμα αυτό για πολλές γενιές. Για να γίνει κάποιος ιππέας έπρεπε να διαθέτει πάνω από 400.000 σηστέρτιους περιουσία και τον επέλεγε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, κάτι που αποτελούσε μεγάλη τιμή. Κατά την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή, ο βαθμός του ιππέα παραχωρούταν επίσης σε ηγετικά στελέχη των τοπικών αριστοκρατικών γενών στις επαρχίες.
Κάποιοι ιππείς ήταν μέλη ταπεινής καταγωγής, ενώ κάποιοι άλλοι προέρχονταν από τους απελεύθερους. Οι ιππείς ξεκινούσαν έχοντας αρχικά στρατιωτικά δικαιώματα (π.χ. ήταν έπαρχοι), ενώ στην πορεία αποκτούσαν και πολιτικά, αφού μπορούσαν να εργάζονται ως γραμματείς και λογιστές του αυτοκράτορα ή ως νομικοί στα δικαστήρια. Από εκεί και πέρα, αν είχαν την εύνοια του αυτοκράτορα, μπορούσαν να ενταχθούν ακόμα και στη συγκλητική τάξη.
Τέλος, με την ίδρυση ρωμαϊκών πόλεων σε διάφορες επαρχίες, έκαναν την εμφάνισή τους και κάποιες οικογένειες οικονομικά ευκατάστατες και με νοοτροπία καθαρά ρωμαϊκή, μέλη των οποίων μπορούσαν επίσης να ενταχθούν στην ιππική τάξη.
Οι προλετάριοι δεν είχαν καμία ιδιοκτησία και κανένα εισόδημα, δεν μπορούσαν να καταταγούν στο στρατό και θεωρούνταν ελάχιστα ανώτεροι των δούλων. Αποτελούσαν την κατώτερη κοινωνική τάξη και το μόνο που προσέφεραν στο κράτος ήταν η τεκνογονία και ειδικότερα η αρρενογονία. Ωστόσο, όταν οι Ρωμαίοι άρχισαν τους συνεχείς πολέμους στην Ανατολή, ο στρατός αποτελούταν ως επί το πλείστον από γιους προλετάριων, οπότε και αναγνωρίστηκε η αξία τους.
Δικαίωμα ψήφου
Στην αρχαία Ρώμη, η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκε κάποιος, καθόριζε και το δικαίωμα ψήφου του. Συγκεκριμένα, οι πολίτες χωρίζονταν σε εκλογικές «φυλές» με βάση την περιουσία τους, δηλαδή σε πλούσιους και φτωχούς, ενώ οι προλετάριοι αποτέλεσαν μία «φυλή» από μόνοι τους, χωρίς όμως κανένα δικαίωμα ψήφου. Οι πλούσιοι είχαν λιγότερα μέλη από τους φτωχούς, αλλά ψήφιζαν πρώτοι και μόλις σχηματιζόταν κάποια πλειοψηφία, η ψηφοφορία σταματούσε, με αποτέλεσμα οι φτωχότερες τάξεις να μην έχουν καμία συμμετοχή. Και αυτά για τους άντρες, καθώς οι γυναίκες της αρχαίας Ρώμης δεν θεωρούνταν πλήρως πολίτες κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή συμμετοχής στα κοινά.
Οι δούλοι
Οι δούλοι στην αρχαία Ρώμη ήταν πολυάριθμοι και μάλιστα σύμφωνα με πηγές, ένας μέσος Ρωμαίος διέθετε πάνω από 10 δούλους και κάποιος πλούσιος περίπου 400, ανάλογα πάντα με την οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Οι τιμές απόκτησής τους κυμαίνονταν μεταξύ 800 και 2.500 σηστερτίων και διαμορφώνονταν με βάση κάποια κριτήρια των δούλων, όπως το φύλο -οι γυναίκες κόστιζαν λιγότερο από τους άντρες- την ηλικία και τη μόρφωση που είχαν.
Οι δούλοι δεν είχαν δικαιώματα και σύμφωνα με το ρωμαϊκό κράτος ήταν «res», δηλαδή πράγματα. Η ζωή τους ήταν άθλια και οι συνθήκες δουλειάς απάνθρωπες. Ανήκαν στους αφέντες τους, οι οποίοι είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω του. Για την ακρίβεια, ανήκαν είτε σε ιδιώτες είτε στο κράτος. Στον ιδιωτικό τομέα μπορούσαν να είναι υπηρέτες, ερωμένες, καθαρίστριες, μονομάχοι, εργάτες, βιοτέχνες, κομμωτές, αγρότες, ιπποκόμοι, αλλά ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν και κάποιοι με δυσεύρετα προσόντα, όπως γιατροί, δάσκαλοι, λογιστές κ.λπ., οι οποίοι, όπως είναι φυσικό, ασκούσαν κοινωνική επιρροή. Στον κρατικό τομέα μπορούσαν να είναι αγρότες, συντηρητές, εργάτες στην οδοποιία, μεταφορείς, εργάτες του «δήμου» (π.χ. οδοκαθαριστές), μεταλλωρύχοι κ.λπ.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι δούλοι, παρότι ανήκαν στην κατώτατη τάξη, κατείχαν θέσεις-κλειδιά για την οικονομία, με αποτέλεσμα κάθε εξέγερσή τους (αν και αριθμούνται μόλις τρεις μεγάλες) να έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τους φτωχούς Ρωμαίους, αλλά και για τα πλούσια αστικά κέντρα που ξέμεναν από τροφοδοσία. Για τους λόγους αυτούς, η ρωμαϊκή νομοθεσία άρχισε σταδιακά να γίνεται πιο ελαστική με τους δούλους και πιο αυστηρή με τους αφέντες τους. Για παράδειγμα, ενώ αρχικά οι δούλοι που αρρώσταιναν δεν είχαν δικαίωμα να πάνε σε γιατρό και οι περισσότεροι αφέντες τούς εγκατέλειπαν χωρίς καμία παροχή βοήθειας, αργότερα νομοθετήθηκε ότι αν αφέντης αφήσει το δούλο του αφρόντιστο και αυτός γίνει καλά, θα θεωρείται στο εξής αυτομάτως ελεύθερος. Επίσης, δόθηκε στους δούλους το δικαίωμα να καταφεύγουν στη δικαιοσύνη όταν τους βασάνιζε ο αφέντης τους, ενώ μετέπειτα εκδόθηκε νόμος που όριζε ότι ο αφέντης που σκότωνε δούλο χωρίς σοβαρή αφορμή, θεωρείτο πια εγκληματίας -μέχρι τότε η αφαίρεση ζωής δούλου ήταν απλό πταίσμα ή δεν απασχολούσε καν τη δικαιοσύνη. Το κατά πόσο τηρούνταν όλοι αυτοί οι νέοι νόμοι και άλλοι που προστάτευαν τους δούλους είναι άγνωστο, αλλά οπωσδήποτε ήταν μια πρόοδος σε σύγκριση με το παρελθόν και την απάνθρωπη μεταχείριση που είχαν οι δούλοι από τους αφέντες τους.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι δούλοι ήταν και τα παιδιά που γεννιούνταν από δούλους, τα οποία ονομάζονταν «οικογενείς», αλλά και παιδιά απόρων οικογενειών που δίνονταν σε άλλες οικογένειες και οι οποίες μεγαλώνοντάς τα είχαν το δικαίωμα να τα χρησιμοποιούν ως δούλους.
Οι απελεύθεροι δούλοι Η απελευθέρωση των δούλων στις πόλεις ήταν συχνή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, πολλές φορές σε σημείο που αποτελούσε κοινωνικό και πολιτικό κίνδυνο για το κράτος. Αντιθέτως, η απελευθέρωση των δούλων στις αγροτικές περιοχές ήταν σπανιότερη, αφού οι μεγαλοκτηματίες ήθελαν να διατηρήσουν ακέραιο τον αριθμό των δούλων που είχαν στην ιδιοκτησία τους. Ανάμεσα στους απελεύθερους δούλους υπήρχαν και κάποιοι οικονομικά ευκατάστατοι, που είχαν ευνοϊκή μεταχείριση και ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Πηγές πλούτου τους ήταν η βιοτεχνία, το εμπόριο και η γαιοκτησία. Οι απελεύθεροι, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, λόγω του ότι ήταν δούλοι, δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στη βουλευτική τάξη, ωστόσο, μπορούσαν να τιμηθούν για τις υπηρεσίες τους με τα εξωτερικά διακριτικά του αξιώματος του βουλευτή. Επίσης, στους εύπορους απελεύθερους δινόταν συχνά η ονομασία Αυγουστάλιοι, εξαιτίας των υπηρεσιών τους στην αυτοκρατορική λατρεία της πόλης.
Υπήρχαν όμως και οι απελεύθεροι και οι δούλοι του αυτοκράτορα. Αυτοί βρίσκονταν σε καλή οικονομική κατάσταση και βοηθούσαν οικονομικά τις πόλεις. Επίσης, διέθεταν κύρος, το οποίο προερχόταν από τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον αυτοκράτορα και στην αυλή του. Η προνομιακή θέση τους σε σχέση με των απλών απελεύθερων και των δούλων φαίνεται από το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα να παντρευτούν γυναίκα ελεύθερης καταγωγής, καθώς και από το ότι σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούσαν να ενσωματωθούν στην τάξη των ιππέων, ποτέ όμως στη συγκλητική.
|
||
Βουλευτική τάξη
Η βουλευτική τάξη, την οποία σχημάτιζαν οι αριστοκράτες των πόλεων που ζούσαν σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα, αριθμούσε περίπου 100 μέλη. Στην τάξη αυτή, λοιπόν, ανήκαν οι άρχοντες της πόλης και τα μέλη της Βουλής, πολλοί έμποροι, καθώς και επιχειρηματίες, οι οποίοι βέβαια διακρίνονταν από τους πληβείους της πόλης. Η ένταξη σε αυτή την τάξη δεν ήταν κληρονομική, αφού κάθε εύπορος πολίτης μετά τη συμπλήρωση του 25ου ή 30ου έτους της ηλικίας του καλούταν να συμμετάσχει στη Βουλή και αναλάμβανε δημόσια αξιώματα. Επειδή όμως οι γιοι των βουλευτών κληρονομούσαν τις περιουσίες των πατεράδων τους, ήταν συχνό φαινόμενο κάποιες οικογένειες να ανήκουν στην τάξη αυτή για πολλές γενιές.
Είναι ευνόητο ότι η σύνθεση της βουλευτικής τάξης διέφερε από πόλη σε πόλη, αλλά τόσο το έργο όσο και τα προνόμια των βουλευτών ήταν κοινά: αναλάμβαναν τα έξοδα για την ανέγερση δημόσιων οικοδομημάτων μέσα στην πόλη ή έκαναν ευεργεσίες. Συχνά η βουλευτική τάξη μιας πόλης παρουσίαζε διαφοροποίηση και στο εσωτερικό της, κυρίως από το 2ο αιώνα μ.X. και εξής, όταν πολλοί βουλευτές άρχισαν να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και δεν ήταν πια σε θέση να αντέξουν το οικονομικό βάρος της συμμετοχής στην τάξη τους, με αποτέλεσμα να χωρίζονται πλέον σε υποομάδες, τους ανώτερους και τους κατώτερους.
|
||
Ο αυτοκράτορας και οι σχέσεις του με τις κοινωνικές τάξεις της Ρώμης
Τέλος, αν και δεν εντάσσεται σε κοινωνική τάξη, αξίζει να αναφερθούμε εν συντομία στον αυτοκράτορα, το πρόσωπο που βρισκόταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. O αυτοκράτορας ενσάρκωνε όλες τις ρωμαϊκές αρετές: τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την πραότητα και την ανδρεία, ενώ λατρευόταν από το ρωμαϊκό κράτος. Ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και τάξεις αναπτύσσονταν ιδιαίτερες σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι συγκλητικοί και οι ιππείς αντιμετωπίζονταν από τον αυτοκράτορα ως «φίλοι» του και μπορούσαν να λαμβάνουν μέρος στα συμβούλια, ωστόσο, αν για κάποιο λόγο τον δυσαρεστούσαν, υποβιβάζονταν κοινωνικά και συχνά έχαναν τη θέση που είχαν στην πολιτική ζωή. Σε ό,τι αφορά τους πληβείους, όπως προαναφέρθηκε, ο αυτοκράτορας φρόντιζε για τη διανομή τροφίμων σε αυτούς και τη διοργάνωση εκδηλώσεων, όπως αγώνων, προς ευχαρίστησή τους, ενώ εκείνοι ανταπέδιναν με όρκους πίστης, ιδιαίτερες τιμές και λατρεία προς το πρόσωπό του.
Καμία κοινωνία δεν είναι απόλυτα α-ταξική, καθώς για να λειτουργεί σωστά πρέπει να καταλαμβάνονται όλες οι κοινωνικές θέσεις, ακόμα και αυτές που θεωρούνται υποτιμητικές. Όπως ακριβώς δηλαδή συνέβη και στην αρχαία Ρώμη, με την κάθε κοινωνική τάξη να επιτελεί το δικό της έργο, στοχεύοντας στην εύρυθμη λειτουργία της πόλης τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Βιβλιογραφία
1) www.fhw.gr
4) www.digitalschool.minedu.gov.gr
6) Εγκυκλοπαίδεια Υδρία
ΠΕΤΣΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ A2