Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, η συζήτηση για αποϊδρυματοποίηση γίνεται τουλάχιστον από το 1985. Από τότε, έχω εργαστεί σε ιδρύματα κάθε είδους, από το ΠΙΚΠΑ της Λέρου (επί 3 1/2 χρόνια) μέχρι το ΓΝΠ «Η Αγία Σοφία» (επί 25 τουλάχιστον χρόνια). Η εμπειρία μου είναι πως παντού μπορεί να υπάρχουν χαρακτηριστικά ιδρυματικής φροντίδας και νοοτροπίας. Η αντιμετώπιση των ανθρώπων σαν να είναι αγέλη, η αποπροσωποποίησή τους, η αποστασιοποίηση του προσωπικού απ’ αυτούς, η ακαμψία της καθημερινής τους ρουτίνας (προσαρμοσμένης στις ανάγκες μάλλον του ιδρύματος παρά των φροντιζόμενων) είναι μερικά απ’ αυτά. Ιδρυματικές νοοτροπίες, όμως, μπορεί να υπάρχουν και σε οποιαδήποτε δομή (νοσοκομειακή ή μη) πρόνοιας ή υγείας, με την επαγγελματική εξουθένωση του προσωπικού να παίζει σημαντικό ρόλο. Τα ακόμα χειρότερα, δηλαδή η παραμέληση και η κακοποίηση, συμβαίνουν αργά ή γρήγορα, ακόμα και στα καλύτερα ιδρύματα (όπως και στις καλύτερες οικογένειες).
Το ΓΝΠ «Η Αγία Σοφία» την τελευταία δεκαετία μεταβλήθηκε σε ίδρυμα «φιλοξενίας» ανηλίκων που είχαν την ατυχία να μεγαλώνουν σε πολυπροβληματικές οικογένειες που κατέρρευσαν με την οικονομική κρίση. Χαρακτηριστικά, ενώ το 2010 φιλοξενήθηκαν σ’ αυτό «μόνο» 20 ανήλικοι προτού καταλήξουν σε κάποιο ίδρυμα, τα επόμενα χρόνια οι αριθμοί εξακοντίστηκαν φτάνοντας τους 228 το 2018. Υπήρξαν περίοδοι που σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή φιλοξενούνταν με εισαγγελική εντολή ακόμα και 70-80 ανήλικοι, όση δηλαδή η δύναμη δύο παιδιατρικών κλινικών. Επρόκειτο για παιδιά υγιή (στη συνέχεια πολλά αρρώσταιναν), τα οποία καταλάμβαναν παιδιατρικά κρεβάτια προοριζόμενα για σωματικά άρρωστα παιδιά, για διάστημα 2 εβδομάδων έως 3 1/2 μηνών (στοιχεία του 2017, έναντι 2 εβδομάδων το 2012), περιορίζονταν στο νοσοκομειακό περιβάλλον, μακριά από οικείους, χωρίς δραστηριότητες και αβέβαιο μέλλον. Οι επιθετικές, καταστρεπτικές, επικίνδυνες μερικές φορές για τα ίδια και τους άλλους, ακόμα και οι παραβατικές αντιδράσεις τους θα έπρεπε να είναι αναμενόμενες. Τα δικαιώματά τους, όπως και άλλων στο νοσοκομείο (ασθενών, γονέων, προσωπικού), «πήγαν περίπατο». Απ’ αυτά, 20% έφυγαν λάθρα από το νοσοκομείο, 40% κατέληξαν σε ιδρύματα, 30% στις βιολογικές τους οικογένειες και μόλις 3% σε συγγενείς ή ανάδοχες οικογένειες. Τις δεκαετίες του ’60 και ‘70 τα παιδιά μας, κυρίως εκείνα με αναπηρίες, στέλνονταν σε απομακρυσμένα ιδρύματα. Την τελευταία δεκαετία υγιή παιδιά ελλείψει δομών στέλνονται σωρηδόν σε ιδρύματα, ελάχιστα των οποίων έχουν και παρέχουν ένα οικογενειακό πρόσωπο (π.χ. SOS), αφού περάσουν πρώτα από τα Παιδιατρικά Νοσοκομεία για έλεγχο και «φιλοξενία», όσο χρειαστεί.
Η ριζική αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων δεν είναι άλλη παρά η υποστήριξη των οικογενειών που περισσότερο μειονεκτούν σε θέματα ανατροφής των παιδιών τους, και μόνο εναλλακτικά η τοποθέτηση των τελευταίων σε ανάδοχες ή θετές οικογένειες. Μέχρι, όμως, το «όνειρο» να γίνει πραγματικότητα, χρειάζεται ρεαλισμός: τα ιδρύματα είναι δυστυχώς απαραίτητα. Η Πολιτεία έχει χρέος να φροντίσει για τον αυστηρό έλεγχο και τις προδιαγραφές λειτουργίας τους. Οχι μόνο τα τετραγωνικά τους. Η στελέχωση και εκπαίδευση του επιστημονικού προσωπικού είναι εκ των ων ουκ άνευ. Είναι απαράδεκτο κάποιος να διαχειρίζεται με άδεια της Πολιτείας 5-10 ξενώνες, ιδρύματα και να μη διαθέτει το κατάλληλο σε αριθμό και εξειδίκευση προσωπικό για να διαχειρίζεται επιβαρυμένους από γεννήσεώς τους ανηλίκους. Οι άνθρωποι, μικροί ή μεγάλοι, δεν έχουμε ανάγκη μόνο από στέγη και φαγητό. Η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να υποστηρίξει και ενισχύσει εμπράκτως, εκτός από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, τις κοινωνικές υπηρεσίες και προνοιακές δομές. Ο μακροχρόνιος σχεδιασμός, η οργάνωση και λειτουργία ενός σοβαρού κράτους της Δύσης δεν ταιριάζει με αποσπασματικές κινητοποιήσεις και εν θερμώ αντιδράσεις. Αλλιώς και η δευτερογενής συστημική θυματοποίηση των παιδιών μας θα διαιωνίζεται.