Η σημασία του λαϊκού παραμυθιού

Μια φορά κι
έναν καιρό
τα παιδιά μεγάλωναν
με παραμύθια
Ένας από τους πιο παλιούς τρόπους διαπαιδαγώγησης, ψυχαγωγίας και επικοινωνίας του ενήλικα με το παιδί – η αφήγηση ιστοριών – τείνει σήμερα να παραγκωνιστεί, θα έλεγε κανείς, πως ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η έλλειψη χρόνου, η αντικατάσταση με άλλα μέσα και τρόπους, η άποψη άτι ίσως το παραμύθι είναι στις μέρες μας ξεπερασμένο.
Δεν σκοπεύω να υπερασπιστώ το λαϊκό παραμύθι, κάτι που άλλωστε έχει ήδη γίνει από πολύ παλιά και με πολύ καλύτερο τρόπο από τους ειδικούς. θα «μιλήσω» όμως μέσα από την εμπειρία μου, ως επαγγελματίας παραμυθού, προσφέροντας επιπλέον επιχειρήματα, για την προσεκτικότερη αξιολόγηση ενός είδους του προφορικού λόγου που αγαπήθηκε, ψυχαγώγησε και παρηγόρησε από τα βάθη του χρόνου.
Αλλά γιατί αφήγηση και όχι ανάγνωση;
Ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα γεμάτα ενδιαφέρον παιδικά βλέμματα, που τόσο εκφραστικά φανερώνουν όλη την περιπέτεια του παραμυθιού, με αγωνία, λύπη, χαρά και τόσα άλλα συναισθήματα, κατά τη διάρκεια της αφήγησης; Όταν ο παιδαγωγός απομακρύνεται από την «ασφάλεια» της ανάγνωσης, και διαλέγει να αφηγηθεί, κερδίζει μια πιο άμεση και ζωντανή επικοινωνία με το ακροατήριά του. Επιπλέον, η αλληλεπίδραση είναι εντονότερη και του επιτρέπει να διαμορφώνει το κείμενό του ανάλογα με τις διαθέσεις των παιδιών. Το κείμενο μ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται καλύτερα, γιατί ακροατήριο και παραμυθάς «συντονίζονται» σ” ένα κοινά ρυθμό.
Έχει ήδη αναγνωριστεί η μεγάλη σημασία που έχουν τα είδη της προφορικής παράδοσης που απευθύνονται σε μικρά παιδιά: νανουρίσματα, ταχταρίσματα, τραγουδάκια κ.λ.π. και η μεγάλη τους συμβολή σε θέματα εξοικείωσης και εμβάθυνσης της γλώσσας. Όσον αφορά το λαϊκό παραμύθι, θα ήθελα να επισημάνω τη σπουδαιότητα που έχουν τα κλιμακωτά παραμύθια (όπως είναι, για παράδειγμα, η «Σουσουράδα» ή το «Ντίλι – ντίλι»), παραμύθια που εμπεριέχουν έντονο το στοιχείο του ρυθμού και βοηθούν τα νήπια να εξοικειωθούν ευκολότερα με τη διαδικασία της αφήγησης.
Ιδιαίτερα, θα ήθελα να αναφερθώ στο θέμα του ρυθμού, που έχει μεγάλη σημασία, ειδικά για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Τα παιδιά, ως γνωστόν, συμμετέχουν ψυχοσωματικά, κατά την ακρόαση ενός παραμυθιού, εντονότερα απ’ ότι οι ενήλικες. Έτσι ώστε, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για την προσχολική ηλικία, να κουράζονται γρήγορα, όταν είναι αναγκασμένα να κάθονται για ώρα προσηλωμένα. Τα κλιμακωτά παραμύθια μπορούν να δώσουν στα παιδιά μια «ανάσα» και να χρησιμοποιηθούν για παιχνίδια ρυθμού και χαλάρωσης, χωρίς μεγάλες διαδικασίες. Επιπλέον, μέσα από την επανάληψη, που είναι το χαρακτηριστικό τους, προετοιμάζουν ομαλά το νήπιο για μια προσεκτικότερη ακρόαση στο άμεσο η στο απώτερο μέλλον, αφού αποτελούν, συγχρόνως, παιχνίδια μνήμης παρατηρητικότητας και έντασης της προσοχής.
Η αφήγηση, όταν είναι ζωντανή και λιτά παραστατική, βοηθάει τον ακροατή να σχηματίζει τις δικές του εικόνες. Οι αλλαγές των φωνών, οι παύσεις στα κατάλληλα σημεία, οι στιγμές έντασης και κορύφωσης, που εναλλάσσονται μ’ αυτές της ηρεμίας, οι λειτουργικές επαναλήψεις, που τα παιδιά μαθαίνουν και τα ίδια να επαναλαμβάνουν και να ζητάνε, βοηθάνε το παιδί να «μπαίνει» βαθειά στο παραμύθι και στην κυριολεξία να το ζει. Ο ζωντανός λόγος δεν μπορεί να συγκριθεί, όσον αφορά στη διαδικασία της αφήγησης, με την ανάγνωση και θα συμβούλευα τη Νηπιαγωγό να χρησιμοποιεί τη δική της γλώσσα και να μην αποστηθίζει το κείμενο, κάνοντας το έτσι να χάνει τη δροσιά του.
Ας μην το ξεχνάμε: τα παραμύθια έφτασαν ως τις μέρες μας μέσω της προφορικής οδού κι ο κάθε παραμυθάς, γονιός, παππούς ή ο παραμυθάς του χωριού, έβαζε σ’ αυτά και το λιθαράκι του ή πιο σωστά τις δικές του λέξεις. Προσφέρουμε στα παιδιά μια άμεση γλωσσική εμπειρία όταν αφηγούμαστε με τα δικά μας λόγια.
Ένα άλλο σημείο, που πρέπει να σταθεί με προσοχή όποιος θέλει να αφηγηθεί σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, είναι στο πώς γίνεται η απομυθοποίηση στο τέλος ή καμιά φορά και κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Τα παιδιά σ” αυτή την ηλικία δεν έχουν σχηματίσει ακόμα ξεκάθαρο το όριο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Αυτά εξηγεί άλλωστε και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ταυτίζονται και συμμετέχουν στο παραμύθι. Είναι λοιπόν απαραίτητο, στο τέλος του παραμυθιού να γίνεται ομαλή επαναφορά στην πραγματικότητα. …που πολύ σοφά ήξεραν όσοι έλεγαν παραμύθια, αφού συναντούμε άπειρες κατακλείδες, ο’ αυτά, γεμάτες πολλές φορές από ένα αξιοπρόσεχτο χιούμορ και μια έντονη ποιητική διάθεση:
Και πέρασα κι εγώ από κει
κι είχα παπούτσια από χαρτί
και λειώσανε και πάνε…
…και μου δώσανε μια σούβλα φακή,
κι όσο περνά η φακή στη σούβλα
άλλο τόσο κι εσείς να με πιστέψετε…
Το παραδοσιακό παραμύθι άλλωστε φροντίζει να βάλει σαφή όρια από την αρχή του ακόμα, ξεκαθαρίζοντας πως …μια φορά κι έναν καιρό… συνέβησαν όλα αυτά κι έτσι ουδεμία σχέση έχουν με πρόσωπα και καταστάσεις πραγματικές. Συχνά μάλιστα, μ’ αυτή τη φοβερή αίσθηση του λογικού – παράλογου που το διακατέχει, εμπλέκει τους παρευρισκόμενους με τρόπους αναπάντεχους, υπογραμμίζοντας την αδυνατότητα των όσων περιγράφονται στην αφήγηση: « …κι άμα δε με πιστεύετε πάτε να ρωτήσετε και θα δείτε αν ξεμύτισαν οι δράκοι από τότε!». Μ” αυτό τον τρόπο, το λαϊκό παραμύθι επιτρέπει στα παιδιά να αντιμετωπίσουν τους φόβους και τις αγωνίες τους, προβάλλοντάς τους πάνω στις λάμιες, στους δράκους, στα τερατικά φίδια και όλα αυτά τα μοχθηρά αν και αρκετά συχνά κουτά πλάσματα των παραμυθιών.
Και μένοντας λίγο σ’ αυτό το σημείο θέλω να τονίσω, ίσως λέγοντας κάτι χιλιοειπωμένο, ότι τα παραμύθια όχι μόνο δεν είναι υπεύθυνα για τις παιδικές φοβίες, αλλά τουναντίον βοηθάνε τα παιδιά και προσφέρουν παρηγοριά σε πολλές περιπτώσεις, αλλά δεν είναι το αντικείμενό μου για να ασχοληθώ περισσότερο εδώ με αυτό το θέμα. θέλω όμως να αναφερθώ σε περιπτώσεις – σπάνιες είναι η αλήθεια – όπου κάποιο παιδί δηλώνει την άρνησή του να ακούσει κάποιο παραμύθι «τρομακτικό». Επειδή, συχνά, αφηγούμαι σε παιδιά που θα τα δω μόνο για μία φορά, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, ρωτάω στην αρχή της διαδικασίας και πριν ακολουθήσει το «τρομακτικό» παραμύθι αν κανένα παιδάκι φοβάται τις μάγισσες και τους δράκους, δίνοντας ταυτόχρονα την πληροφορία, ότι βέβαια τέτοια πλάσματα υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Μόνο μία φορά, ένα παιδί δεν ήθελε κατηγορηματικά να ακούσει παραμύθι με δράκους και μην ξέροντας από που προερχόταν το φοβικό ερέθισμα, άλλαξα το πρόγραμμα της αφήγησης με ένα άλλο παραμύθι. Αντίθετα, σε κάποιες περιπτώσεις, που η νηπιαγωγός με ενημέρωσε για κάποιο παιδί που παρουσίαζε άρνηση για τρομακτικά παραμύθια με «τον κακό το λύκο» ή κάτι άλλο, δοκίμασα με επιτυχία να αφηγηθώ παραμύθια με φοβικά στοιχεία, έχοντας το παιδάκι δίπλα μου και προσέχοντας τις αντιδράσεις του από κοντά. Όλα πήγαν καλό.
Μέσα στο χώρο του νηπιαγωγείου, πάντως, η παιδαγωγός ζώντας τα παιδιά από κοντά και σε καθημερινή βάση, έχει μεγαλύτερες δυνατότητες να επεξεργαστεί τέτοια θέματα και όλο το χρόνο να βοηθήσει το παιδί να αντιμετωπίσει φόβους, που τις περισσότερες φορές, προέρχονται από άλλες πηγές και όχι από τα παραμύθια. Και για να κλείνω με αυτό το ανεξάντλητο θέμα, θα ήθελα να υπενθυμίσω μια βασική λειτουργία της αφήγησης. Ότι επιτρέπει στον κάθε ακροατή να πλάσει τις δικές του εικόνες, δίνοντάς του τη δυνατότητα να «χωρέσει» στην φαντασία του τις εικόνες που πραγματικά αντέχει να φτιάξει.
Και μια τελευταία συμβουλή: υπάρχουν μάγισσες περισσότερο και λιγότερο τρομακτικές, θα ήταν σκοπιμότερο, στα μικρά παιδάκια να αφηγούμαστε παραμύθια με πιο απλοϊκές και κουτές μάγισσες, προσπαθώντας βέβαια να μην γελοιοποιούμε το υλικό.
Ως προς την αμηχανία που παρουσιάζουν πολλές νηπιαγωγοί, σε σχέση με το θέμα της αφήγησης, θα ήθελα να αντιπαραθέσω το απλό επιχείρημα, ότι για να πει κάποιος μια ιστορία σε ένα παιδί, το μόνο που χρειάζεται είναι πρώτα από όλα η αγάπη και η ανάγκη να μοιραστεί μια ιστορία. Πολλές φορές κάνουμε τα πράγματα πιο δύσκολα απ’ όσο πραγματικά είναι. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς ούτε το πιο πολύπλοκο, ούτε το πιο μεγάλο παραμύθι για να το αφηγηθεί. Υπάρχουν θαυμάσιες μικρές ιστορίες για ζώα, φυτά, παραδόσεις που αντικατοπτρίζουν τις δοξασίες των παλιότερων ανθρώπων, για το πως είναι φτιαγμένος ο κόσμος, που είναι μάλιστα πολύ κοντά στην ανιμιστική σκέψη των παιδιών. Υπάρχει, επίσης, ένας τεράστιος πλούτος από ελληνικά λαϊκά παραμύθια, πανέμορφα και πρωτότυπα, που προσφέρουν στο παιδί μια θαυμάσια εξοικείωση με την ελληνική γλώσσα. Άλλωστε, έχει ήδη επισημανθεί η συμβολή του παραμυθιού στο ομαλό πέρασμα του παιδιού από το προφορικό στο γραπτό λόγο και από την ακρόαση στην ανάγνωση.
Θα ήθελα να κλείσω, παραθέτοντας κάποιες σκέψεις και ιδέες που μπορεί να βοηθήσουν τη νηπιαγωγό να δοκιμάσει το παραμύθι ως ένα ακόμα εκπαιδευτικό εργαλείο.
Θα έλεγα, ότι το βασικότερο είναι η όλη διαδικασία να είναι παιγνιώδης, να μην έχει κατ’ αρχήν εκπαιδευτικό στόχο και να χωράει σε κάποια στιγμή που τα παιδιά θα είναι έτοιμα γι’ αυτό και θα υπάρχει αρκετός διαθέσιμος χρόνος. Πολλές φορές έχω δει, στις περιπτώσεις που δουλεύω με παιδιά σε τακτική βάση, ότι βοηθάει να υπάρχει μια ιδιαίτερη στιγμή, που να αναγνωρίζεται από όλους ως «η ώρα του παραμυθιού». Μπορεί, κάλλιστα, να υπάρχει μια «γωνιά του παραμυθιού», με μαξιλάρια. Η ώρα της αφήγησης πρέπει να είναι μια ήσυχη ώρα, οπού 0α έχει εξασφαλιστεί η μη διακοπή της διαδικασίας.
Όσον αφορά, την ίδια την τεχνική της αφήγησης, 0α ήθελα να πω, πως μόνο μέσα από τη δοκιμή και την εμπειρία μπορεί κάποιος να μάθει τι του ταιριάζει και τι του πάει καλύτερα. Υπάρχουν, βεβαίως, τρόποι να διδαχθεί κάποιος να αφηγείται καλύτερα, αλλά μέσα στα πλαίσια του νηπιαγωγείου, ο παιδαγωγός μπορεί να πειραματιστεί έχοντας την ασφάλεια της καθημερινής τριβής με τα παιδιά. Η ανατροφοδότηση που δίνουν τα λαμπερά μάτια των παιδιών που ταξιδεύουν μέσα στο παραμύθι είναι πραγματικά ένα μεγάλο κίνητρο. Τα παιδιά έχουν μια αμεσότητα στις αντιδράσεις τους ως ακροατές. Εκφράζουν τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους με ευκολία. Γι’ αυτό ακριβώς αποτελούν κι ένα θαυμάσιο «οδηγό» για το τι πάει και τι δεν πάει καλά στην όλη διαδικασία.
Χρειάζεται πάντως και κάποιος χρόνος ενσωμάτωσης του παραμυθιού, ώστε να μπορέσει κάποιος να το αναπαράγει πειστικά και με φυσικότητα. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να αφηγηθεί κάποιος με ευκολία μια ιστορία που την διάβασε μόλις το προηγούμενο βράδυ. Για να βρει κάποιος τις δικές του λέξεις πρέπει να αφήσει το παραμύθι να δουλέψει μέσα του λίγο καιρό. Κι έπειτα, μόνο καθώς θα το λέει και θα το ξαναλέει, θα ανακαλύπτει συνεχώς καινούργια ομορφιά σ” αυτό.
Τα παραμύθια μεγάλωσαν γενιές και γενιές ανθρώπων, για να φτάσουν σήμερα στην εποχή μας να γίνουν αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, εκπαιδευτικό εργαλείο, πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα. Διανύοντας, προς το παρόν και ελπίζω όχι για πολύ, έναν αρκετά μοναχικό δρόμο ως σύγχρονη επαγγελματίας παραμυθού, θα ήθελα να κάνω μια ευχή. Να μην ξεχάσουμε ότι τα παραμύθια ταξίδεψαν ως εδώ από στόμα σε στόμα καλύπτοντας την πιο βαθειά ανθρώπινη ανάγκη: την ανάγκη να επικοινωνήσουμε και να παρηγορηθούμε στην μοναξιά μας. Γι αυτό, ας θυμόμαστε το πρώτο κίνητρο για να αφηγηθούμε: να θέλουμε να μοιραστούμε με κάποιον μια ιστορία.
Βιβλιογραφία
Αυδίκος Ευάγγελος, Το Λαϊκό Παραμύθι, Οδυσσέας, Αθήνα
1994.
Αυδίκος Ευάγγελος, Μια φορά κι έναν καιρό… αλλά μπορεί να γίνει και τώρα – Η εκπαίδευση ως χώρος διαμόρφωσης παραμυθάδων, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
Αναγνωστόπουλος Β.Δ. (επιμέλεια), Λαϊκό Παράδοση και Σχολείο, Καστανιώτης, Αθήνα 1999.
Αναγνωστόπουλος Β.Δ., Τέχνη και τεχνική αφήγησης στο σχολείο, στο συλλογικό: Από το παραμύθι στα κόμικς – Παράδοση και νεωτερικότητα, Παιδαγωγικά Τμήμα Νηπιαγωγών, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1996.
Αναγνωστόπουλος Β. Δ., (επιμέλεια), Λαϊκό Παραμύθι και Παραμυθάδες στην Ελλάδα, (ιδιαίτερα την ενότητα: Το λαϊκό παραμύθι ως σχολικό δραστηριότητα), Καστανιώτης, Αθήνα 1995.
Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, επιμέλεια Κούλα Κουλουμπή – Παπαπετροπούλου, Η Τέχνη της Αφήγησης, Πατάκης, Αθήνα 1997-
Μερακλής Μ. Γ., Το Λαϊκό Παραμύθι – Κείμενα Παραμυθολογίας, Ελληνικά Γράμματα – Κριτική Διεπιστημονική Βιβλιοθήκη, Αθήνα1999.
Alida Gersie and Nancy King,
Storymaking in Education and Therapy, Jessica Kingsley Pablishers, London and Stockholm Institute of Education Press, Stockholm, 1990.
Συλλογές Λαϊκών Παραμυθιών (ενδεικτικά)
Βαλάση Ζωή, Δείπνο με μάγισσες και κολατσιό με δράκους, Μια γαστριμαργικό περιπλάνηση στα λαϊκα παραμύθια, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.
Βαλάση Ζωή, Το Τεσσεροφύλλι, Κέδρος, Αθήνα 1996.
Ιωάννου Γιώργος, επιμέλεια, Παραμύθια του λαού μας, Ερμής, Αθήνα 1990.
Κλιάφα Μαρούλα, Πρόλογος Μ.Γ. Μερακλή, Παραμύθια της Θεσσαλίας, Κέδρος, Αθήνα 1977.
Μέγα Γ. Α., Ελληνικά Παραμύθια Α” και Β” τόμος, Εστία, Αθήνα 1990, έβδομη έκδοση.
Παπάκου -Λάγου Αυγά, Ελληνικά Λαϊκό Παραμυθία, Καλέντης Αθήνα 1991.
(Αλίευση άρθρου από το διαδίκτυο)
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.


